Μια μέρα,ίσως ένα πρωινό Κυριακής,μ’ έναν ήλιο ανοιξιάτικο ή μιά βροχή Φθινοπωρινή,θα μου δίνεις φιλιά στα βλέφαρα να ξυπνήσω,θα χαιδεύει ο ήλιος τα μάτια μου,η βροχή θα μιλάει στ’ αυτιά μου,θα με πειράζεις κάτω από τα χνουδωτά σκεπάσματα,θα έχεις φτιάξει καφέ,θα σου βάζω στο στόμα μπουκιές από κρουασάν σοκολάτα,ο ήλιος θα είναι δυνατός,η βροχή καταιγίδα,θα κατεβάσουμε τις τέντες,θα διορθώσουμε τα μπερδεμένα κρόσια,ο ήλιος θα ψάχνει χαραμάδες,η βροχή θα ζωγραφίζει λίμνες,μικρές και μεγάλες στο μωσα’ι’κό.
Θα χαζεύουμε με τις ώρες τη θάλασσα,τα δελφίνια,θα περπατάμε στο βουνό,στις λίμνες,θα βάλεις το κεφάλι μου στην άκρη του ώμου σου,θα κλέβουμε τα χρώματα της αυγής και του δειλινού,σημάδι πως ζήσαμε,θα υπογραμμίζει το πράσινο του βουνού τα μάτια σου και το γαλανό της θάλασσας το χαμόγελό μου,θα πάμε μιά βόλτα,θα πατήσουμε στις λάσπες,θα βρούμε πεθαμένα κοχύλια,σπασμένα μπουκάλια προχθεσινών ψαράδων,”μη πατάς εκεί θα βουλιάξεις,έλα από δω” θα μου φωνάζεις,οι γλάροι θα είναι μαζεμένοι ομάδες ομάδες,θα πετούν γιά μας κι έπειτα θα ξεκουράζονται,θα συνομιλούν κι εμείς θα πατάμε στα δάχτυλα και δε θα λέμε κουβέντα,μόνο το κρώξιμό τους θα ακούμε,θα κοιταζόμαστε στα μάτια και πιό μέσα από αυτά,θα γελάμε,πολύ θα γελάμε,όταν θα σου λέω αστεία θα ξεκαρδίζεσαι στην αγκαλιά μου,θα έχουμε κοινά μυστικά,τον ίδιο πόνο,θα μου φτιάχνεις ζεστό όταν θα πονάει η κοιλιά μου,θα σου μαγειρεύω το αγαπημένο σου φαγητό,θα με πιέζεις να διατηρώ την ψυχραιμία μου,να παλεύω,να μη με παίρνει από κάτω,οδηγίες ζωής θα μου δίνεις,κι εγώ θα θαυμάζω τη δύναμή σου,την προσωπικότητα και τα κριτήριά σου,θα έρχεσαι στο σπίτι με την τσάντα γεμάτη χαρτιά,κρεμασμένη στον ώμο,θα με φιλάς και δε θα σου αφήνω χρόνο να δουλέψεις,θα σε παίρνω δίπλα μου και θα σου μιλάω ασταμάτητα,θα ρωτάω,θα σε ταίζω,και θα αφήνω χαραμάδες κι αινίγματα,τάχα πως έχω μυστικά,να σε μπερδεύω και να ρωτάς τι συμβαίνει,να βάζεις στο ραδιόφωνο το ‘να μ’ αγαπάς’ πάλι και πάλι και να μας βρίσκει το πρωί αγκαλιά και κάθε πρωί,να περνούν οι μέρες με γεύση φράουλας βουτηγμένη σε κατάλευκη σαντιγύ και παγωτό σοκολάτα,να σου δίνω να γλύψεις και να γίνονται τα χείλια σου καφετιά κι άλλες μέρες με γεύση στο γλυκόξινο του λεμονιού,να απολαμβάνω τις γκριμάτσες σου και δε θα απαιτείς τίποτα,γιατί θα ξέρεις πως πάντα θα κάνω όσο μπορώ κι ένα δαχτυλάκι παραπάνω,θα σου έχω εμπιστοσύνη,όταν θα λείπεις τα ταξιδιάρικα βράδια,ποτέ δε θα βάλω με το νου κακό για εσένα,γιατί το γέλιο σου θα μου απλώνει τη σκέψη σου ανοιχτή.
Δε θα μ’ αφήνεις να σταυρώσω σελίδα από βιβλίο,γιατί θα με θέλεις δική σου,θα είμαστε μαζί ακόμη κι όταν θα κάνουμε ώρες και μέρες να βρεθούμε,θα θέλεις να μου κόψεις παπαρούνες κι εγώ δε θα σ’ αφήνω,μόνο το κόκκινό τους, θα κρατάω στη μνήμη μου,θα βγάζω την τσίμπλα από το μάτι σου,θα σκουπίζω τα γυαλιά σου,δεν θα έχω μπλογκ γιατί δε θα μου μένει χρόνος, αλλά θα είμαι πολύ μα πολύ ευτυχισμένη θα τσακωνόμαστε παιχνιδιάρικα για να ακούω δυνατά τη φωνή σου να μου δαγκώνει τα αυτιά, τις κουβέντες σου να με καρφιτσώνουν και μετά θα παίρνω το χέρι σου μέσα στο δικό μου,ζεστό και μ’ ένα φιλί όλα θα γίνονται όπως πριν,θα μου βάζεις μπουκιές σαλάτας στο στόμα,θα με χα’ι’δεύεις με την ανάσα σου την ώρα που θα τακτοποιώ το πλυντήριο των πιάτων,θα γελάω όταν θα αγοράζεις χαρτομάντηλα από τον μικρό πλανόδιο,θα σ’ αφήνω να μου σκουπίσεις τη μύτη,να μου αφαιρείς το make up,να βάλεις το χέρι σου μέσα στα παπούτσια μου,να οδηγείς απότομα,δε θα μιλάω,δε θα λέω τίποτα,δε θα ζητάω τίποτα αλλά θα είμαι πολύ πολύ χαρούμενη και ευτυχισμένη και θα ακούμε εκείνο το cd με την έθνικ μουσική και το άλλο με το χαμόγελο της Τζοκόντα,θα σκαλίζεις τα λουλούδια κι εγώ θα χαίρομαι τα χρώματα και τις ικανότητές σου και θα περπατάμε χεράκι χεράκι,πέρα από το χρόνο,στο βουνό που σ’ αρέσει,να ακούμε τα πουλιά,να μου ψυθιρίζεις στο αυτί γλυκόλογα κι εγώ μετά θα γεμίζω τα χαρτιά με χρώματα και μολύβια και λέξεις, πολλές λέξεις.
Θα είναι τόσο όμορφο αυτό το κάδρο..
Αλλά εμείς δεν θα είμαστε μέσα…