Monday, March 31, 2008

επεράσαμε όμορφα..όμορφα..όμορφαααα...


34 αυτοκίνητα..
Συνάντηση στο δέλτα του Αξιού.
-Φύγαμε;
-Πάμε!

Πρώτη στάση..στις μυδοκαλλιέργειες της Χαλάστρας.

Τα σπιτάκια των μυδοκαλλιεργητών.

Το δέλτα του Αξιού..στημένα τα τηλεσκόπια, πουλιά που σπανίζουν, κοπάδια από βουβάλια(μμ το γάλα τους)..


34 αυτοκίνητα είπα;
34 λοιπόν που ακολουθούσαν μία αγαπημένη ''Καλημέρα'' και 80 ψυχές



να ψάχνουν μέσα από τα τηλεσκόπια την φύση που χάνεται.
Την φύση που το λογικό θα ήταν να είμαστε μέσα της, να τη ζούμε και όχι να την παρατηρούμε ή να την φωτογραφίζουμε ως φαινόμενο που σπανίζει.




Καν ναι είδαμε πουλιά, πάρα πολλά πουλιά.
Τις φωτογραφίες από τον στρειδοφάγο, και από τα φλαμίνγκος τις βρήκα στο google, γιατί πως να τραβήξει η ψηφιακή αυτό που έβλεπε το μάτι μέσα από το τηλεσκόπιο;






Τα φλαμίνγκος, ολόκληρο κοπάδι, ήταν μία παραμυθένια πραγματικότητα, λίγο έξω από την Θεσσαλονίκη, σχεδόν δίπλα μας.. απίστευτο;
Όταν γεννιούνται λέει έχουν χρωματισμό σε λευκό γκρι, το ροζ το αποκτούν μεγαλώνοντας και τρώγοντας ένα είδος γαρίδας..
Να είσαι καλά Αναστασία που μας ενώνεις με την ''Καλημέρα'' σου.
Σ ευχαριστούμε Σάββα γιά την υπέροχη ξενάγηση..
είπαμε τώρα στον Όλυμπο ε; :)))
Την αγάπη μου με όλους όσους τσουγκρίσαμε τα ποτήρια (ναι γεμίσαμε μία ολόκληρη ταβέρνα),
κι ακόμη περισσότερη αγάπη στον Μιχάλη και την Ντίνα γιά το φιλόξενο καφεδάκι στο σπίτι τους..παιδιά είστε καλλιτέχνες και στα χέρια και την ψυχή!
περισσότερες λεπτομέρειες εδώ κάντε υπομονή θα έχει ανταπόκριση εντός των ημερών..

http://kalimera958fm.blogspot.com/











γιά το Κορίτσι της Βροχής


Σωπαίνουν τώρα οι ώρες, ξαφνιάζει η οργή
Χαμένα μες τις μπόρες το τέλος κι η αρχή
Τι μου ζητάς, τα μάτια μου γιατί τυραννάς και δε μιλάς
Κι η ερημιά μου απλώνει ξανά
Ποτάμι που κυλά, τη θάλασσα ζητά, παγώνει πριν με ρίξει στα βαθιά…
Σημάδια που αρχίζουν σε γιορτινές παρέες
Κι απ' όσα μεγαλώνουμε φαντάζουνε κεραίες
Με δένουνε ξανά και βάζουν στα όνειρα μου φωτιά
Εκεί βαθιά κι η ερημιά μου απλώνει ξανά
Ποτάμι που κυλά τη θάλασσα ζητά
Παγώνει πριν με ρίξει στα βαθιά
Τι μου ζητάς, τα μάτια μου γιατί τυραννάς και δε μιλάς
Κι η ερημιά μου απλώνει ξανά
Ποτάμι που κυλά, τη θάλασσα ζητά
Παγώνει πριν με ρίξει στα βαθιά…
Τι μου ζητάς, τα μάτια μου γιατί τυραννάς και δε μιλάς
Κι η ερημιά μου απλώνει ξανά
Ποτάμι που κυλά, τη θάλασσα ζητά
Παγώνει πριν με ρίξει στα βαθιά…
το κορίτσι της βροχής είναι εδώ
σ ευχαριστώ με τους ίδιους στίχους
επειδή ξέρω τι σημαίνουν γιά σένα
άλλωστε είναι μέρες
που ήθελα να το κάνω αυτό

Friday, March 28, 2008

κριτική

Σ αυτό τον πλανήτη οι μισοί έχουν έρθει
γιά να προσφέρουν,
και οι άλλοι μισοί
γιά να κρίνουν
εάν το μέγεθος της προσφοράς
είναι επαρκές..

Wednesday, March 26, 2008

κουβεντούλα



Aυτό που πληγώνει τελικά δεν είναι

''το τι λέμε, αλλά το πώς το λέμε''.

Ή μήπως

πληγώνει αυτό που Δεν λέμε;

Tuesday, March 25, 2008

άνεμος

Kι έπειτα φύσηξε ένας άνεμος. Κι ο Μάρτης ανάσανε βαριά σα να 'ταν η τελευταία.

Έσκισα την φλούδα ενός πορτοκαλιού, έφτασα με τη γλώσσα ως το υγρό μεδούλι. 6 το απόγευμα κι ο ήλιος ακόμη παραφυλάει την δύση του. Μεγάλωσαν οι μέρες μου γιά άλλη μία φορά.
Συρικνώθηκα εγώ. Εξατμίστηκα. Ο ουρανός γεμίζει μαύρα σύννεφα που προμηνύουν βροχή. Μιά βροχή που ξεχάστηκε, χάθηκε πίσω από εκείνο το μελανί βουνό.

Χάνεται κι η αγάπη. Και το πολύτιμο του έρωτα. Τα χρόνια λένε αυτοί. Οι συνθήκες λέω εγώ.

Κι είμαστε κι εμείς οι άνθρωποι που μέρα με τη μέρα νοιώθουμε τόσο διαφορετικοί!

Monday, March 24, 2008

φιλί


Θα ήθελα να ήμουν
το μισό ενός φιλιού
την Άνοιξη..

Sunday, March 23, 2008

only time-enya


Δεν θα το έλεγα πως με εκφράζει απόλυτα.
Το ακούω όμως πολύ συχνά..
Από τον Σεπτέμβρη ..
Κάθε Τρίτη 18.30 με 21.00 και κάθε φορά μου προκαλεί το ίδιο συναίσθημα, έναν χείμμαρο σκέψεων που πρέπει να μεταφέρω στα χαρτιά μου.
Τις λατρεύω αυτές τις Τρίτες..

Friday, March 21, 2008

ημέρα της ποίησης

Από το πρωί ακούω ποιήματα, στο ραδιόφωνο, διαφορετικά σε κάθε εκπομπή ανάλογα με το γούστο του κάθε εκφωνητή. Σαν την πιό όμορφη γιορτή μου φαίνεται, τρέχοντας ήρθα έστω και μεσημεράκι να καταθέσω κι εγώ τη δική μου προτίμηση, του Νικηφόρου Βρεττάκου σε μουσική της Τερψιχόρης Παπαστεφάνου


ΜΕΓΑΛΥΝΑΡΙ

Τ'όνομά σου: ψωμί στο τραπέζι
Τ'όνομά σου: νερό στην πηγή.
Τ'όνομά σου: αγιόκλημα αναρριχώμενων άστρων.
Τ'όνομά σου: παράθυρο ανοιγμένο τη νύχτα στην πρώτη του Μάη.
Τ'όνομά σου: ρινίσματα ήλιου
Τ'όνομά σου: στροφή από φλάουτο τη νύχτα.
Τ'όνομά σου: στα χείλη των αγγέλων τριαντάφυλλο.
Τ'όνομά σου: κουδούνισμα αλόγων που σέρνουν την 'Aνοιξη πίσω τους
Τ'όνομά σου: βροχούλα στου σπορέα το μέτωπο
Τ'όνομά σου: περίσσευμα στου βοσκού την καλύβα
Τ'όνομά σου: τοπίο χωρισμένο με χρώματα
Τ'όνομά σου: δυο δρυς που το ουράνιο τόξο στηρίζει τις άκρες του.
Τ'όνομά σου: ένας ψίθυρος απ' αστέρι σε αστέρι
Τ'όνομά σου: ομιλία δύο ρυακιών μεταξύ τους
Τ'όνομά σου: μονόλογος ενός πεύκου στο Σούνιο
Τ'όνομά σου: ένα ελάφι βουτηγμένο ως το γόνατο σε μιαν άμπωτη ήλιου.
Τ'όνομά σου: ροδόφυλλο σ' ενός βρέφους το το μάγουλο
Τ'όνομά σου: πεντάγραμμο στις κεραίες των γρύλλων
Τ'όνομά σου: ο Ηνίοχος στην άμαξα του ήλιου.
Τ'όνομά σου: πορεία πέντε κύκνων που σέρνουν την πούλια στα μεσούρανα
Τ'όνομά σου: Ειρήνη στα κλωνάρια του δάσους.
Τ'όνομά σου: Ειρήνη στους δρόμους των πόλεων
Τ'όνομά σου: Ειρήνη στις ρότες των πλοίων
Τ'όνομά σου: ένας άρτος, βαλμένος στην άκρη της γης που περίσσεψε
Τ'όνομά σου: αέτωμα περιστεριών στον ορίζοντα.
Τ'όνομά σου: αλληλούια πάνω στο Έβερεστ

«Ο χρόνος και το Ποτάμι» (1957)

Ημουν στην Πέμπτη Γυμνασίου όταν το πρωτοάκουσα, μας το είχε φέρει ο φιλόλογος μας και μας το διάβαζε, το ακούσαμε τότε και μελοποιημένο..
Αφιερωμένο λοιπόν στο φιλόλογο μας τότε Ηρακλή Ευγενίδη,
στα χρόνια Εκείνα
και σε όσους έχουν γενέθλια σήμερα και αγαπώ πολύ!!

Wednesday, March 19, 2008

μία βόλτα


Koίταξε να δεις τι της ήρθε 11.30 η ώρα το πρωί, να κλειδώσει το μαγαζί, ας είναι καλά η απεργία της ΔΕΗ, τι να καθόταν να κάνει στο μισοσκόταδο, και να φύγει, να ξεφύγει δηλαδή για μια βόλτα στο ποιος ξέρει που άραγε;..μιά βόλτα στο πουθενά.

Τελευταία της κίνηση, να του μιλήσει στο τηλέφωνο, φεύγω του είπε έχουμε βουτηχτεί στο σκοτάδι εδώ πέρα, να τον ρωτήσει κι αν ήθελε να την ακολουθήσει, για να πάρει την κλασσική απάντηση..
-Έχω να πάω την μάνα μου στο γιατρό.
Ούτε που τον ρώτησε το τι και το πώς, μέχρι εδώ ήταν το ενδιαφέρον, περπατούσε στο δρόμο με τα καινούργια πορτοκαλί της μποτάκια κι ένας ήλιος λαμπερός της ζέσταινε τα μάγουλα, κι ένα λεπτό, αεράκι της τα δρόσιζε τόσο παράξενος ο καιρός.

Έφτασε μέχρι την Μαρτίου, κι από εκεί έστριψε δεξιά όπου ήταν μαζεμένα τα πιο ενδιαφέροντα μαγαζιά της περιοχής.
Χάζεψε τα ανοιξιάτικα κίτρινα, τα σιέλ τζην, μα οι βιτρίνες των ρούχων ήταν για χαβαλέ, το πραγματικό ενδιαφέρον βρισκόταν πάντα στις προθήκες των βιβλιοπωλείων.
Πως της ήρθε κι αγόρασε το ‘’μυστικό’’, γέλασε ο βιβλιοπώλης, δικαιολογήθηκε αυτή, τάχα μου πως ήθελε να έχει την προσωπική της άποψη.

Το κουβαλούσε στην τσάντα της, κι αυτό, και το πράσινο σαν από δέρμα σουέτ σημειωματάριο, και το άλλο το καινούργιο, ένα πολύ μικρό και όμορφο, σαν ανατολίτικο με λαχούρια που κολλούσε μέσα φωτογραφίες κομμένες με προσοχή από τα διάφορα περιοδικά, πως ξέφυγαν τα πόδια της, και βγήκαν στην παραλία, μια θάλασσα ανταριασμένη, άλλος θεός εδώ, μαυροφορεμένη με ανταύγειες μπλε, κι ένας αέρας να σηκώνει καράβια στο βουνό.

Μπερδεύτηκαν τα χέρια της με τα μαλλιά της, κι αλμύρα, και ρόδες ποδηλάτων και κατάρτια καραβιών, στην προβλήτα ενός λιμανιού νεκρού εδώ και χρόνια, φυτεμένου λες κι από λάθος, και περπατησιές πολλές και βλέμματα ερευνητικά κι απορημένα.

Έπιασε ένα παγκάκι, το πιο χωμένο ανάμεσα σε θάμνους, ξύλο κατακόκκινο και πληγιασμένο από δεκάδες λέξεις και αρχικά, άνοιξε την τσάντα, φιλομέτρησε για λίγο το βιβλίο, έλεγξε την οθόνη του κινητού, κι έπιασε να γράφει στο πράσινο σουέτ σημειωματάριο, όλες κι όλες δέκα σειρές, δεν είχε παραπάνω, θέλει να την περπατήσεις βαθιά την γραφή, κι αυτή σφιγμένη τούτη τη στιγμη, μόνο απ έξω μπορούσε να κοιτάξει.

Μάζευε τα μαλλιά της που έφευγαν, έπιασε τα φύκια με τα δάχτυλα της, ανακάτεμα όλα μαζί, κι ένας σκύλος να λιάζεται σ ένα κομμάτι ήλιου, τόσο μοναδικό, όσο κι ολοστρόγγυλο.
Παρ όλη την αλμύρα, μια γεύση γλυκιά στο στόμα της, κι ο άνεμος κοπάδι από μέλισσες την άνοιξη, βουητό στ αυτιά της.

Μετά έπιασε ένα ερωτηματικό..τι να κάνουν τώρα στο σπίτι..άντε να πηγαίνω σιγά σιγά..
Τα μάζεψε όλα κι έφυγε, στυλούς, βιβλία, τετράδια, φύκια κι αλμύρα και βουητό, κι εκείνους τους ανθισμένους λοφίσκους στο μαύρο της θάλασσας, όλα, ακόμα και τα μπαμπακωτά σύνεφα που έπαιζαν τρίλιζα στον ουρανό..

Για να ξαναγυρίσει..
υ.γ. στην παρέα που μου ζήτησε να περιγράψω μία βόλτα μου, η οποία έγινε γιά τον συγκεκριμένο σκοπό.

Tuesday, March 18, 2008

μας έλειψες

Κυριακή προχωρημένο απόγευμα, μπαίνω στο gmail μου. Καθώς βλέπω τα μηνύματα μου, εμφανίζεται ένα παραθυράκι..

-Φεγγαρένιααα..μας έλειψες..
-Ποιός; ρωτάω με περιέργεια μιά που το όνομα είχε αντικατασταθεί με μιά σειρά ερωτηματικά.
-Εγώ είμαι ο Κώστας, ο συνάδερφος σου..
Πράγματι έχω ένα συνάδερφο Κώστα στο γραφείο, με τον οποίο δε λέμε και πολλές πολλές κουβέντες..αν και πολλές φορές έχω πιάσει επάνω μου εκείνο το βλέμμα του που λέει..Αχ αν σε είχα θα σε...
Δεν θα μπω σε τέτοιου είδους ωρολογία, θα πω μόνο πως κάπως έτσι ένοιωθα κι εγώ με τον Κώστα..Αν τον είχα...θα τον...

Πιάνουμε που λες την κουβέντα, να χαρώ ενδιαφέρον σκέφτομαι εγώ, διορθώνω το μαξιλαράκι στην καρέκλα μου, κάθομαι αναπαυτικότερα, μιλάμε γιά το Σαββατοκύριακο που πέρασε, γιά τον καιρό, κοτσομπολεύουμε του άλλους συναδέλφους, αρχίζουμε να λέμε γιά πιό προσωπικά πράγματα, μου μιλάει γιά τον όμορφο του γραφείου, τον ευχαριστώ εγώ ειρωνικά (το έπιασε άραγε;) που με προσανατολίζει προς τα εκεί, κατά βάθος λέω άλλο θέλει να μου πει αλλά ντρέπεται, τεςπα ζεσταίνομαι από την συζήτηση, θυμάμαι και τον νόμο της έλξης γιά τον οποίο διάβαζα τελευταία, να είδες που λειτουργεί; λέω.. έχω πάρει τσιγάρο και καφέ, κι εκεί που είμαι έτοιμη να ψήσω τηγανίτες με μπόλικο μέλι να ξεχύνεται αριστερά και δεξιά και να του τις σερβίρω με μπόλικη κανέλλα (πως να το κάνουμε,τον γουστάρω τον τύπο), κι εκεί που είμαι σίγουρη πως με γουστάρει κι αυτός, γιατί τότε γιά ποιόν λόγο να βρίσκεται τέτοια ώρα εδώ, τι νομίζεις πως συμβαίνει;

Με πετάει έξω από το διαδίκτυο, τζάμπα τα λεφτά στην tellas λέω γιά το απεριόριστο internet, κι αμέσως κάνω να ξαναμπώ αλλά που!!
Όσο μπήκες εσύ μπήκα κι εγώ. Μετά από ένα μισάωρο παρακαλώ, εε δε μπορεί θα με περιμένει σκέφτομαι, τζάμπα τα μέλια και τό τσιρτσίρισμα; αφού το έχω δει εκείνο το βλέμμα του που γυαλίζει..
Στο μισάωρο, καταφέρνω και ξαναμπουκάρω στο internet, τρέχω κατ ευθείαν στο gmail, μήτε παράθυρο, μήτε Κώστας..εγώ κι ο υπολογιστής μόνοι.
Φτουυυ γμτ..φωνάζω, βρίζω, με κοιτούν περίεργα, εε λέω θα του γράψω μέιλ του καλού μου να του εξηγήσω..
Γράφω ένα επεξηγηματικό μειλ στο gmail, γράφω κι ένα στο yahoo, μη τυχόν και παράπεφτε..

Εν τω μεταξύ τα requests, τα aplications, τα kiss, και τα hugs στο facebook να πέφτουν βροχή. Γενικά και αόριστα από ανθρώπους που θέλουν να είναι φίλοι μου αλλά ούτε που με ξέρουν..
Ασε που αν θελήσω κουβέντα παραπάνω θα φάω πόρτα..δε το συζητώ.

Την επόμενη μέρα, περίμενα απάντηση στα μειλ ως αργά το βράδυ..εε όσο ήρθε σε εσένα ήρθε και σε μένα..Ούτε εχθές, ούτε και σήμερα..και το κυριότερο, ούτε στο γραφείο τον συνάντησα καθόλου..
Άρα κάθε κανόνας έχει και τις εξαιρέσεις του..γιατί τι γίνεται με τον νόμο της έλξης όταν χαλάει ο μαγνήτης;
Και γιατί άραγε μου έκανε νύξη γιά τον άλλον τον πολύ όμορφο συνάδερφο;
Και επιτέλους ας μου δώσει κάποιος μία απάντηση..που πάνε οι άντρες όταν χάνονται;;
Και τόσες καρδιές, φιλιά, και αγκαλιές στο facebook χαράμι, κρίμα δεν είναι βρε παιδιά;;

υ.γ. στον φίλο που μου είπε με παράπονο πως στις ιστορίες μου τους άντρες τους συνθλίβω, τους εξαυλώνω..τους εξαφανίζω βρε αδερφέ..

Sunday, March 16, 2008

το βρωμοπερίπτερο

Διατηρούσε ένα κατάστημα οπτικών ειδών, στην συμβολή δύο οδών, Λεωφόρου Στρατού και Χαριλάου, ίσα που την χωρούσε, ούτε είκοσι τετραγωνικά, αλλά τζαμαρία τριδιάστατη, τίγκα στο γυαλί, ηλίου και παθήσεων, επώνυμα και μη και σε τιμές για όλες τις τσέπες και τα βαλάντια. Δυό χρόνια πριν τα εγκαίνια, ούτε σπίτι να έφτιαχνε, πλακάκια στο δάπεδο, γυψοσανίδα στους τοίχους, διπλή οροφή με κρυφούς φωτισμούς και τέτοια, όπως τα πρόσταζε η μόδα της εποχής. Γραφείο, ταμειακή, και εμπόρευμα από τα καλύτερα κι ας ήταν κέντρο απόκεντρο η περιοχή. Λίγο κοντά σε νοσοκομείο, λίγο κοντά σε σχολείο, καλούτσικη κι η αγορά τριγύρω, αν κι ο κόσμος είχε περισσότερα λεφτά, κι αν δεν είχε αδειάσει η μισή θεσσαλονίκη από τους ντόπιους, ίσως και να ήταν καλύτερα, μα κι από το να έχει αφεντικό στο σβέρκο της και τώρα τα κουτσοβόλευε μια χαρά.

Σκούπιζε κάθε πρωί, ένα φαρδύ πλατύ πεζοδρόμιο φάτσα κάρτα μπροστά της, που έκοβε στη μέση μία λεωφόρο, εκεί που οι δύο οδοί γίνονταν ένας δρόμος μεγάλος κι ευθύς, που οδηγούσε την ματιά ως επάνω ψηλά στην εκκλησία των Αγίων Θεοδώρων, στη συνοικία των Συκεών.

Ένα πρωινό, Απρίλης ήταν, ήρθε, άνοιξε τις κλειδαριές μηχανικά, άφησε τσάντα και παλτό στο υπόγειο και πήρε τη σκούπα. Έδιωχνε το χώμα από το πλακόστρωτο, όταν αισθάνθηκε πως ο χώρος της είχε μικρύνει τόσο που της προκάλεσε μία στιγμιαία δύσπνοια, σήκωσε το χέρι να πάρει από τα μάτια τα μαλλιά της, και καθώς τα τακτοποιούσε πίσω από το αυτί, το είδε να υψώνεται μεγαλόπρεπο μπροστά της, μικρό σε όγκο αλλά επιβλητικό σε παρουσία, ένα περίπτερο στη μέση του πεζοδρομίου, εκεί στη διασταύρωση των δύο οδών, μα πως ξεφύτρωσε έτσι ξαφνικά από το πουθενά, κι έτσι όπως ένοιωσε ξαφνικά σαν να της παραβίαζαν ένα χώρο ολόδικο της, ξαναμπήκε φουριόζα και συνοφριωμένη μέσα, περισσότερο να ανασυνθέσει δυνάμεις από το ξαφνικό και να ανασυγκροτήσει τις σκέψεις της ώστε να δει πως θα έπρεπε να ενεργήσει..

Αφού πήρε τις απαιτούμενες ανάσες, σήκωσε το ακουστικό του τηλεφώνου, κι άρχισε να σχηματίζει νούμερα, ότι της ερχόταν κατά νου, πήρε στο δήμο, πήρε στην αστυνομία, μα πείτε μου πως βρέθηκε αυτός εδώ και με πιο δικαίωμα ρωτούσε μα η απάντηση ίδια και αποστομωτική.
Στα σημεία της πόλης όπου γίνονταν τα έργα για το μετρό, όπου υπήρχαν περίπτερα, είχαν το δικαίωμα της νέας θέσης, όπου και όπως όριζαν συμβάσεις και χαρτιά, άρα έστω για μικρό χρονικό διάστημα, θα ήταν αναγκασμένη να το καταπιεί, μα ουδέν μονιμότερον του προσωρινού σφύριζε ανάμεσα στα δόντια της, και τι θα κάνω μυξόκλαιγε, αφού αυτό το βρωμοπερίπτερο, της έκοβε τον ήλιο, τη θέα, της ρουφούσε τους πελάτες και πάνω απ όλα την έκανε να ασφυκτιά καθώς της ρουφούσε ακόμη ναι, ακόμη και αυτό το ίδιο το οξυγόνο.

Έβλεπε έναν τύπο περίεργο να τακτοποιεί τα εμπορεύματα έξω, να καθαρίζει και να συμμαζεύει, και κάποια πρωινά μια κοπέλλα,σαν υπάλληλος φαινόταν, ούτε που τον κοιτούσε τις πιο πολλές φορές, τέτοια φούρκα, μέχρι που εκείνη την μέρα, καλοκαιράκι πιά και το είχε ανάγκη, όρκο έπαιρνε πως το είχε πολύ ανάγκη εκείνο το μπουκάλι νερό που αγόρασε, εκείνη την ημέρα που τους είχαν κόψει το νερό για ένα εικοσιτετράωρο, αιτία μια ζημιά σε σωλήνες της ύδρευσης, τόσο ζέστη που έτρεχε ο ιδρώτας κι αυτή ήθελε τόσο πολύ, μα τόσο πολύ ένα δροσερό καφέ να φτιάξει.

Τον βρήκε μέσα στο περίπτερο, απόρησε πως ο όγκος του άντρα που είχε δει πολλές φορές χωρούσε πίσω από το μικρό παραθυράκι που άφηνε ελεύθερη μόνο την προτομή, ένα συμπαθές πρόσωπο με μαλλιά μακριά πιασμένα στον αυχένα λόγω ζέστης, καλημέρα γειτόνισσα της είπε και του το αντιγύρισε σφυρίζοντας ανάμεσα από τα δόντια της, για του λόγου το αληθές άφησε να ακουστεί μόνο ένα εεε…αααα…κι έναν ήχο σα του φιδιού και ξαναχώθηκε μέσα στο μαγαζί της, τάχα μου πως είχε πελάτη.

Δυό τρεις μέρες μετά, εκείνος χάζευε τα γυαλιά στη βιτρίνα της, έκανε πως δε τον είδε, μα άνοιξε αποφασιστικά την πόρτα και μπήκε μέσα, δεν έφτανε το πεζοδρόμιο του γάιδαρου, ήθελε να της μαγαρίσει κι άλλον δικό της χώρο, τι χώρος ολόκληρη η περιουσία της ήταν, αλλά επαγγελματικά, τελείως αναγκαστικά έβαζε το χέρι της στην φωτιά, του χάρισε ένα από τα πιο όμορφα της χαμόγελα, κι αυτός της κατέβασε ένα σωρό γυαλιά, της τάδε και της δείνα φίρμας, έδωσε προκαταβολή γερή και ζήτησε να του κρατήσει ένα ολοκαίνουργιο ζευγάρι GUCCI, μέχρι την επόμενη Τρίτη που θα είχε να εισπράξει μια επιταγή.

-Θα σας τα δώσω τώρα..
- Μα σας παρακαλώ δεν είναι καιρός έως την Τρίτη, έχω υπομονή..
-Όχι, παρακαλώ πολύ να τα πάρετε από σήμερα, τι γείτονες είμαστε άλλωστε, και καλοφόρετα του ευχήθηκε καθώς τα έβαζε σε μία εντυπωσιακή μαύρη πλαστική θήκη.
Χαμογέλασε πλατειά, είχε όμορφη οδοντοστοιχία και της έτεινε το χέρι του..Κώστας της συστήθηκε..εσείς;
-Μαρία..
-Μμμ..ασυνήθιστο όνομα της είπε..κλείνοντας της το μάτι..

Την επόμενη Τρίτη, μαζί με τα υπόλοιπα χρήματα, της έβαλε στη μούρη και μία πρόσκληση, ήταν λέει γιά τη συνάντηση, κάτι σα γιορτή, μιάς ομάδας, που παρακολούθησαν τον προηγούμενο χειμώνα όλοι μαζί κάποια σεμινάρια ιστορίας της τέχνης..
Μπα; Και κουλτουριάρης ο περιπτεράς μας; Σκέφτηκε, τι δουλειά είχε αυτός ο άξεστος με τις τέχνες και τα παρόμοια.
-Αν δεν έρθεις, θα αναγκαστώ να πάω μόνος κι αυτό δεν θα μου ήταν καθόλου ευχάριστο της είπε..σε παρακαλώωω..

Του είπε ναι, όχι γιατί την παρακάλεσε, ούτε αισθάνθηκε οίκτο μα περισσότερο γιατί θα έβρισκε την ευκαιρία να του αποδείξει πόσο ανώτερο άτομο ήταν αυτή, και πόσο χοντροκομμένος κι εγωκεντρικός ήταν αυτός που με το έτσι θέλω παραβίαζε τον χώρο της, την οπτική της γωνία, αγόραζε το εμπόρευμα της, και τώρα αποζητούσε και την ίδια..
-Ααα όχι κύριε.. μέχρι εδώ ήταν.. αυτό δε θα περάσει έτσι..

Σάββατο βράδυ ήταν η γιορτή, ετοιμαζόταν από το απόγευμα. Μπάνιο, νύχια, ελαφριά απολέπιση προσώπου με κόκκους άμμου, υδατική κρέμα παντού, μέηκ απ, αι λάινερ, ένα απλό μα αεράτο κόκκινο φόρεμα και να ‘την, να την κουβαλάει ακουμπισμένη στην πλάτη του, στο πίσω μέρος της μηχανής του.

Κυριακή πρωί, ξύπνησε με το πιο όμορφο συναίσθημα που είχε ποτέ. Ο Κώστας, ήταν ολόκληρος μία έκπληξη, από τις λίγες. Οι φίλοι του επίσης. Η βραδιά άψογη. Και το κυριότερο, είχε τελειώσει μ ένα πολύ καλό σεξ στο σπίτι του. Μα υπήρχαν ακόμη τέτοιοι άντρες; Υπερβολικά διακριτικός, τρυφερός, συναισθηματικός, ευγενικός! Ερωτεύτηκε τα πάντα του, από τον τρόπο που κρατούσε το τσιγάρο, μέχρι τον τρόπο που της ψιθύριζε κατά την διάρκεια του σεξ, μα κι εκείνη η γεύση ανάμεσα στα σκέλια του ήταν όλα τα λεφτά. Δυσκολεύτηκε να τον βγάλει από το μυαλό της ακόμη και αργά το βράδυ, όταν πιά πήγε για ύπνο.

Δευτέρα πρωί, έβγαλε τα κλειδιά από την τσάντα, άνοιξε το μαγαζί, κατέβηκε στο υπόγειο και πήρε την σκούπα.
Έκανε την αδιάφορη, περίμενε να της μιλήσει πρώτος αυτός, να τον ζυγίσει ήθελε, μια που ολόκληρη την Κυριακή ούτε τηλεφώνημα ούτε μήνυμα στο κινητό.
Έδιωχνε την σκόνη του Σαββατοκύριακου από το πλακόστρωτο, όταν ένοιωσε πως ο χώρος της σαν να είχε μεγαλώσει, κοίταξε πέρα μακριά κι έβλεπε ξανά όλη την λεωφόρο έως ψηλα στην εκκλησία των Αγίων Θεοδώρων, ψάχνει το πεζοδρόμιο, όλο δικό της.
Έπεσε ο ουρανός στο κεφάλι της κι ούτε ένα σύννεφο μες το κατακαλόκαιρο. Γύριζαν οι πολυκατοικίες γύρω της σαν σε λούνα παρκ, της κόπηκε η ανάσα, μελάνιασε, δύσπνοια, νοσοκομείο, χάπια..

Μετά από καιρό, εξιστορούσε τα γεγονότα στην πιο καλή της φίλη.. δίχως ακόμη καλά καλά να το πιστεύει, όπως ήρθε έτσι κι έφυγε..έλεγε και ξανά έλεγε, από το πουθενά.. στο πουθενά!

Ποτέ δε φανταζόταν πως η ελευθερία που της άφησε η φυγή του, θα την ασφυκτιούσε ακόμη για πολύ..

υ.γ. στα περίπτερα που ξεφυτρώνουν από το πουθενά..

Wednesday, March 12, 2008

Λίμνες Κερκίνης και Δο'ι'ράνης

Δραπετεύω στην ύπαιθρο. Φυλακίζω στο ανύπαρκτο φιλμ της ψηφιακής μου μηχανής την φύση σαν κάτι σπάνιο και πολύτιμο.
Σκαρφαλώνω στην ουρά του πιό πολύχρωμου χαρταετού και τον κρατώ σφιχτά από τ αυτιά.
Πίνω γουλιές γλυκόπικρου καφέ στις όχθες μιάς όμορφης λίμνης. Το πρώτο φραπεδάκι της Άνοιξης. Διαλέγω μιά βαρκούλα κι ακολουθώ κορμοράνους και ερωδιούς παρέα.
Δυσκολεύομαι στην σκέψη πως τίποτα από ότι πραγματικά βλέπω, δεν θα αποδωθεί φυσικά όπως είναι στις φωτογραφίες που θα μεταφέρω εδώ.

Φωλιάζω στις κοιλότητες των γυμνών δέντρων..
Χάνομαι στα σύννεφα..πέρα στα βουνά, βρέχει πολύ..
Ένα ανθισμένο ανοιξιάτικο κλαδί, λίγο καιρό πριν πετάξει καρπούς..
Μιά παχύρευστη μαγεία κεντάει με γαλάζια κλωστή..

Κι οι σκιές των δέντρων γλύφουν το φως του ήλιου που κατευθύνεται προς την δύση του..
Αυτός ο τόπος πάντα μου ξυπνούσε μία αλλόκοτη θλίψη..σα να άνοιγαν μικρές ρωγμές στο χρόνο..μικρά, δακρυσμένα παραμύθια από γλυκά χείλη παπούδων..
Τα ζαρωμένα νερά από το αεράκι..
Και ξαφνικά σώπασα γιά να ακουστεί το κόασμα των βατράχων, ισάξιο με μουσική συμφωνία.
Κρύσταλο..
Πάτησα σε λόφους από νεκρά όστρακα, απολαμβάνοντας τον χαρακτηριστικό θόρυβο των παπουτσιών μου που βούλιαζε μέσα τους.
Απέναντι, η Σερβία..οι άνθρωποι που διεκδικούν το όνομα Μακεδονία..
Οι πέντε πρώτες φωτό από την λίμνη της Κερκίνης.
Όλες οι υπόλοιπες από την λίμνη της Δο'ι'ράνης.

Δευτέρα 10/03/2008

Tuesday, March 11, 2008

Sunday, March 09, 2008

ένα

Σε νοιώθω. Τα μάτια σου επάνω μου. Την σκέψη σου μέσα μου. Μετράς. Υπολογίζεις. Αναρωτιέσαι. Αντέχει ακόμη; Κι αν ναι πόσο;
Θλίβεσαι. Θλίβεσαι γιατί με παρακολουθείς να απομακρύνομαι. Να σβήνω από την εμβέλεια σου. Είμαι έξω από τον κύκλο σου. Αυτόν που με τόσο ευκολία οριοθέτησες. Είσαι σαν το άγριο ζώο που έχασε το θήραμα του. Κι η μόνη του σκέψη είναι να βρει την ευκαιρία να το ξανακάνει δικό του, κτήμα του κι έπειτα να το ξανακατασπαράξει σιγά σιγά.
Απολάμβανες, την τέλεια φθορά μου, κομμάτι κομμάτι. Την ισοπέδωση μου, την απόλυτη εκμηδένιση.
-Λυπάμαι ήταν η μόνη λέξη που μου είπες..λυπάμαι δεν.. δεν είσαι αυτή που γνώρισα..
Κι έπειτα με λυπήθηκα κι εγώ. Έπρεπε να μαζέψω το σπασμένο εγώ μου, να ανασυνθέσω τα κομμάτια μου.
Κι όσο είμαι ακόμη τώρα εκεί, άλλο τόσο μακριά. Αναγεννημένη. Ευτυχισμένη. Και πάνω απ όλα ζω δίχως την ανάγκη της ανάσας σου, των στιγμών σου, δίχως την ανάγκη των ψεύτικων σ αγαπώ σου.
Μιά μέρα εύχομαι να το δεις κι εσύ, η αγάπη είναι λύτρωση κι όχι αιχμαλωσία. Η αγάπη είναι το πιό δυνατό ΜΑΖΙ. Το απόλυτο ΕΝΑ.
Εύχομαι κάποτε να χωρέσει και μέσα στον δικό σου κύκλο.
Μου επιτρέπεις τώρα να σε λυπάμαι εγώ;

Friday, March 07, 2008

123



Aνυπόμονη, παίζω με δική μου πρωτοβουλία το βιβλιοσελιδοπαιχνιδάκι, κι αν τύχει πρόταση θα την εκμεταλευτω επίσης κατάλληλα.


1. Πιάσε το βιβλίο που βρίσκεται πιο κοντά σε σένα.
2. Άνοιξε το βιβλίο στη σελίδα 123 (αν το βιβλίο διαθέτει λιγότερες από 123 σελίδες, άφησέ το και πήγαινε στο επόμενο κοντινότερο).
3. Βρες την πέμπτη περίοδο (από τελεία σε τελεία) της σελίδας.
4. Ανάρτησε τις επόμενες τρεις περιόδους (δηλ. την έκτη, την έβδομη και την όγδοη).
5. Ζήτα από πέντε ανθρώπους να κάνουν το ίδιο.


Παίρνω το πρώτο βιβλίο μπροστά μου, έχει λιγότερες από 123 σελίδες, το δεύτερο επίσης, κάνω πως δε βλέπω το λεξικό, οπότε γραπώνω ένα, ούτε θυμάμαι πόσα χρόνια πριν και αν το διάβασα, βρίσκω την σελίδα 123 και...






Η απόφαση μου δεν έχει βαρύτητα τώρα, συμβαίνει μόνο να είμαι εδώ και λέω ναι, λέω ναι γιατί είμαι εύκαιρη και δεν με νοιάζει, και γιατί ξέρω πως δεν θα'χεις χάσει αυτές τις ικανότητες που έχω ακούσει από άλλες τόσο να τις επαινούν, και σε θέλω γι' αυτές, τώρα λέω ναι και ξέρω γιατί, και ξέρω κι εγώ να σε διαβάζω και θα πεις κι εσύ ναι, γιατί έχουμε απ' το χρόνο ξεσυνηθίσει τα πρόσωπα μας, μπορούμε να πούμε πως τα 'χουμε λίγο ξεχάσει και πως είναι σαν να συναντιούνται τώρα δύο σχεδόν άγνωστοι, θα πεις κι εσύ ναι, γιατί θα σε βασανίζει πάντα αυτό το άδειο διάστημα δίπλα απ' τ' όνομα μου και το δάχτυλό σου είναι ήδη βουτηγμένο στη μελάνη και στάζει την προσδοκία του μελλοντικού του αποτυπώματος.






Τέταρτη και μοναδική περίοδος από την σελίδα 123..του μυθιστορήματος ''Το χέρι κάτω απ' το ρούχο'', του Παναγιώτη Ευαγγελίδη, εκδόσεις Καστανιώτη.

Wednesday, March 05, 2008

στα παιδιά που τα θέλουν όλα

5....10......15.....20......25......30.......35.......
.....45........46......47777777.............φτου και βγαίνω......

και το πρώτο μου δωράκι..

Tuesday, March 04, 2008

να μ αγαπάς

Με ένα και μοναδικό τραγούδι θα εξέφραζα σε κάποιον την αγάπη μου..
απαντώ μετά από πρόσκληση της http://katkag.blogspot.com/


να ρωτήσω κι εγώ με τη σειρά μου την ψυχή http://miaedwkaimiaekei.blogspot.com/
τον βασίλη http://vasilis67.wordpress.com/
και την amo http://despinak.wordpress.com/

Sunday, March 02, 2008

ένα καλοκαίρι


Αλμύρα και πρασινοδιάφανες γάζες να απορροφούν τον ιδρώτα δροσίζοντας. Τρία χρόνια κρυμμένα σε μανίκια γυρισμένα και μία και δύο φορές. Άσπρα πανιά στα μαλλιά φιλτράρουν το φως του ήλιου. Μυστικές σπηλιές και υγρό σκοτάδι. Ένα μεταλλικό κουτί γεμάτο ζωντανά δολώματα χυμένο στα πόδια μου. Στάλες παγωτού σε πορτοκαλιά σωσίβια. Ερημικές ακρογιαλιές να καλούν το όνομα του Οδυσσέα. Έντομα σε γιγάντιες διαστάσεις. Βυθισμένες πατούσες σε άμμο καυτή. Μυρωδιά αλμύρας, ιδρώτα κι αντιηλιακού. Βιβλία με τσαλακωμένες σελίδες. Ένα ''θέλω να περάσω καλά'' να ρίχνει άγκυρα στο βυθό της θάλασσας. Άτοπο. Άλλο ''θέλω'' άλλο ''περνώ''. Νομίζεις πως σκηνοθετείς τα πάντα μα η θύελλα ή η νηνεμία κρύβονται στη στροφή. Κι έχει ομορφιά κι ελπίδα το να μην το ελέγχεις.
Τα καλοκαίρια δένουμε αθλιότητα, κακομοιριά και γκρίνια σε κόμπους ναυτικούς. Ζωγραφίζουμε φάρους και πλοία που μοναδικό σκοπό έχουν να εξαφανίσουν τους χειμώνες μας. Εκμισθώνουμε ολόκληρα νησιά και θάλασσες, ταβερνάκια και τοπικά γλυκά, υπαίθριους ζωγράφους και καλλιτέχνες που παίζουν κορίνες και καταπίνουν κομμάτια φωτιάς κι ο μόνος λόγος είναι πως θέλουμε να πιστέψουμε έστω και μόνο γιά λίγες μέρες πως είμαστε ''οι άλλοι'' κι όχι ''εμείς''! Φωτογραφίες με προσποιητή χαρά. Κ ι ελεγχόμενα χαμόγελα.
Οι πιό ευτυχισμένες μου στιγμές, ήταν αυτές από το πουθενά..
υ.γ. αν αναρωτιέστε να σας διευκολύνω..αυτή με το πράσινο.. :)))

Saturday, March 01, 2008

Μάρτης


Επιστρέφω με ένα μπουκέτο λουλούδια στην αγκαλιά. Γυρίζω κοκκινόασπρες κλωστές βραχιόλι στον καρπό μου. Σάββατο, Μάρτης, Άνοιξη. Σάββατο ήταν και τις δυό φορές που αντίκρυσα γιά πρώτη φορά τα μάτια των παιδιών. Μάρτης ήταν όταν πρωτοείδα το φως. Κάθε Άνοιξη ξαναγεννιέμαι δυό και τρείς φορές μαζί. Τουλίπες, φουξ, κίτρινες και ροζ τυλιγμένες σε σελίδες εφημερίδας.
Ζω σε μιά πόλη που δεν ξέρω αν υπάρχει όμοια της σε βρωμιά. Περπατώ στα πεζοδρόμια, παίζω το κρυφτό με περιτώματα σκύλων, και νοιώθω την αντίθεση. Χαζεύω τον Θερμαικό μα σκαλώνω σε κουφάρια πουλιών και τρωκτικών.
Μπατσούπολη έτσι την έχω ονομάσει. Κάθε δυό βήματα συναντώ αυτοκίνητα της αστυνομίας και των ματ. Κι ο λόγος; Άγνωστος σε μένα. Κάτι σαν σκουλαρίκια της πόλης, έτσι δείχνουν. Και τα κλεφτρόνια αδειάζουν ανεμπόδιστα τα σπίτια μας. Κάποια μέρα πριν χρόνια, ο γυιός μου μου είπε πως ήθελε να γίνει μπάτσος. Ακόμη έχω τον ήχο της φωνής του στ αυτιά μου. Εφιάλτης ήταν κι αυτός και πέρασε.
Είδα ένα όνειρο, ένα σμάρι πεταλούδες σε ολάνθιστη αγκαλιά. Δυό μέλισσες σε ερωτική συνεύρεση. Είδα πως είχα πιάσει τις άκριες όλων των κουβαριών που αποτελούν το πλεκτό της ζωής μου. Είδα πως είχα την φύση..να έτσι..μπρος στα πόδια μου!
Κι ήμουν λέει τόσο αισιόδοξη μέσα στην απαισιοδοξία μου!!

μια μέρα

  χρόνος τότε που σκοτώναμε το συναίσθημα,  κι ενώ η ψυχή έλεγε ναι,  εμείς επιλέξαμε το όχι νοσταλγία ο τρόπος που σήκωνες ψηλά τα μανίκια ...