Thursday, July 21, 2016

απουσία





Ξέρεις τι φοβόμουν πιο πολύ;  Πως τα πρωινά που θα ξυπνούσα μετά από βαθύ ύπνο και πλάνα όνειρα,  θα τρόμαζα στην αίσθηση πως δεν είσαι πια εδώ,  πως δεν υπάρχεις πια.  Λάθος.  Το φοβόμουν τόσο πολύ που την έβγαλα έξω από τον εαυτό μου μια τέτοια κατάσταση.  Από την αρχή,  χωρίς ούτε μια μέρα υποχώρησης.
Συμβαίνουν όμως άλλα πράγματα που αδυνατώ να ελέγξω,  όπως πχ να σε σκέφτομαι,  να σκέφτομαι στιγμές σου,  να ο μπαμπάς μου τότε αυτό,  να ο μπαμπάς μου τότε εκείνο..  τα παλιά,  είναι και τα πιό όμορφα και τα θέλω πολύ να έρχονται στο μυαλό μου,  τα τελευταία που είναι και τα πιο τρομαχτικά με πονάνε τόσο που με κάνουν να κλαίω.
Και όταν κλαίω θέλω να έρθω να σε δω,  αλλά με το που έρχομαι εκεί,  δεν σε νιώθω εκεί.  Διαβάζω το όνομα σου πάνω στο μάρμαρο,  βλέπω τη φωτογραφία σου που χαμογελάς,  μαζεύω τα αγριόχορτα ανάμεσα από τα γεράνια που φυτέψαμε στο χώμα σου,  τσιμπιέμαι από τις τσουκνίδες,  πλένομαι με το λιγοστό νερό που τρέχει από τις γύρω βρύσες,  πατάω χώμα,  χώμα παντού και τρύπες κλεισμένες και άλλες ανοιχτές,  χαζεύω τις μέλισσες που τριγυρίζουν από πάνω σου,  τα πουλιά,  το όμορφο δέντρο λίγο πιο πάνω δεξιά,  και ονόματα,  ονόματα απίστευτα πολλά και χρονολογίες και μετά φωτογραφίες,  και κοίτα τι νέος που ήταν αυτός,  αα δες μέχρι τα πόσα έφτασε αυτή η γιαγιά..  μετά λίγο κλέβω από τη θέα της θάλασσας που φαίνεται στο βάθος,  τα σπίτια της πόλης..  ζωή..
Κρατάω πάντα μαζί μου μια σακούλα,  φυτίλι,  καρβουνάκια,  και έναν μικρό κόκκινο bic αναπτήρα.  Με παίρνουν οι μυρωδιές και σκέφτομαι πως θα πάω μετά πουθενά  και θα μυρίζω λιβάνια και μετά γελάω μέσα σε δάκρυα που τρέχουν σα βρώμικα ζουμιά στα μαγουλά μου,  σκουπίζομαι,  προβλέπω πάντα να φέρω και χαρτομάντηλα,  χαιδεύω το χώμα σου,  σου μιλάω..  σε μαλώνω που έγινες η αιτία να έρχομαι εδώ πάνω,  ''εγώ φταίω;''  μου απαντάς και νιώθω τη φωνή σου στο μυαλό μου..  ''όχι ψυχή μου δεν φταις εσύ''  σου απαντάω και πάλι βρώμικα ζουμιά,  ξανά χαρτομάντηλα,  τα κάνω όλα ένα κουβάρι ανάμεσα στα δάχτυλα και τα ρίχνω στα μεγάλα πράσινα δοχεία σκουπιδιών που υπάρχουν σε πληθώρα τριγύρω..
Φεύγω λίγο πιο ήσυχη,  αλλά δεν ήσουν εδώ,  δεν είσαι εδώ,  αγνοώ το που μπορεί να βρίσκεσαι,  νιώθω πως όπου κι αν είσαι είσαι καλά μ' αυτό..  αλλά δεν ξέρω αν εγώ είμαι καλά μ' αυτό..
Σήμερα θέλοντας να ξεκαθαρίσω το κινητό μου από άχρηστες φωτογραφίες βρήκα μια δικιά σου,  ίσως και η μοναδική από τις τελευταίες,  που δεν τη θυμόμουν.  Παραξενεύομαι που είσαι το μεγάλος,  πρησμένος και σκεπτικός.  Δεν είσαι στο μυαλό μου έτσι,  55 χρόνια δεν ήσουν ποτέ έτσι..  Ήσουν όμορφος,  με γαλάζια μάτια και κοφτερό μυαλό..  και μια φορά που σου είχα πει πως φοβάμαι τον θάνατο..  μου είχες πει ''τέτοια σκέφτεσαι εσύ;''..  αυτή ήταν η στάση σου ως την τελεταία στιγμή.

Tuesday, July 12, 2016

ληγμένα





Με τρομάζει το μαύρο ύφασμα.  Η νύχτα στο μαύρο της.  Οι σκέψεις στο μαύρο βυθό τους.  Με τρομάζει η προσπάθεια του να κρατηθώ σε μια φωτεινή επιφάνεια.  Με τρομάζει αυτό που υπάρχει από κάτω.  Με τρομάζει το σκάλισμα στην άμμο,  τα παιδιά με τα χρωματιστά φτυαράκια από φτηνό πλαστικό είναι ακόμη ανυποψίαστα.  Αν ξεκινήσω να σκάβω εγώ,  θα βγάλω έξω όλους τους πεθαμένους εαυτούς μου.  Τα είκοσι μου,  τα τριάντα μου,  τα σαράντα μου κι άλλα χίλια δυό ενδιάμεσα.  Την πεθαμένη αφέλεια μου,  τους πεθαμένους έρωτες μου,  τις πεθαμένες μου αγάπες,  τα πεθαμένα μου όνειρα,  τα πεθαμένα γέλια μου.  Τα πεθαμένα βήματα μου,  τις πεθαμένες μου αρχές και τα πεθαμένα μου ''the end''.

Πότε καθαρίζει κάποιος από τα πεθαμένα του; σε ρωτάω.
Πώς;

Σήμερα σου έλεγα πως είναι υπερβολική η μνήμη που έχουμε.  Έλεγα πως θα μπορούσαμε να διαθέτουμε ένα αυτόματο τρόπο ''delete'' σε όσα μας προκαλούν αυτό τον στιφό κόμπο στο στομάχι.

Φοβάμαι πως ό,τι κι αν κάνουμε,  προς όπου κι αν κατευθυνθούμε μας ακολουθούν τα δάκρυα μας πνιγμένα σε καθωσπρέπει συμπεριφορές που υποδυόμαστε.  Ρόλους παίζουμε επάνω στη σκηνή,  ενώ τα παρασκήνια βράζουν απελπισμένες αλήθειες.

Sunday, July 10, 2016

δεν συνθλίβεται





Στην προσπάθεια μου να το αγνοήσω,  να κάνω πως δε συνέβη,  πως δεν με άγγιξε,  πως υπήρξα μεγαλύτερη από αυτό απέτυχα.
Στην προσπάθεια μου να το μικρίνω,  να το υποτιμήσω,  να διώξω τη σκέψη του θανάτου και να παραμείνω στη λαμπερή σκέψη της ζωής επίσης απέτυχα.
Δεν συνθλίβεται,  δεν μικραίνει,  δεν αγνοείται,  είναι εκεί και σαν ένα χεράκι γδέρνει τα σωθικά,  ξεσηκώνει σκέψεις,  φέρνει τη νύχτα αυπνίες,  τα μεσημέρια δάκρυα,  κι έναν ελαφρύ πανικό που και που μαζί με τον πρωινό καθημερινό φόβο και τις κρίσεις τύπου ΠετιέμαιΑπόΤοΚρεββάτιΜουΧωρίςΝαΜπορώΝαΗρεμήσω.
Μοιάζει με καμβά με επαναλαμβανόμενα μοτίβα,  χάνεσαι μέσα στην επανάληψη των σχεδίων χωρίς νόημα.  Και κάπου εκεί προσπαθώ να ξαναβρώ για άλλη μια φορά τον εαυτό μου,  ισορροπώ,  πέφτω,  ξαναισορροπώ για να ξαναπέσώ,  το ωραίο είναι ότι λίγο,  το διασκεδάζω,  και προστατεύοντας τον εαυτό μου πολύ,  χαιδεύοντας τον,  νταντεύοντας τον και κανακεύοντας τον μέσα στη στενοχώρια,  τη λύπη και το κλάμα,  του κάνω τα καλύτερα,  του δίνω του δίνω του δίνω χωρίς τελειωμό.
Θέλω να κλάψω σαν μωρό,  και να χτυπήσω τα πόδια μου κάτω και να πω μέσα σε αναφυλλητά πως θέλω τον μπαμπά μου πίσω,  θέλω να του μιλήσω,  θέλω να βάλουμε δίπλα δίπλα τις πατούσες μας και να γελάσουμε με το πόσο όμοιες είναι,  θέλω να ακούσω τη φωνή του,  τη γκρίνια του,  να μου πεις πως έχει δουλειά και να μην τον ενοχλώ τώρα,  θέλω το μπαμπά μου κι ας μη με πει πριγκήπισσα,  κι ας μην είναι εκδηλωτικός κι ας μην είναι τρυφερός κι ας μην έχει χιούμορ.
Θέλω κάποιος να μου πει που είναι ο μπαμπάς μου 5 μήνες τώρα,  5 ολόκληρους μήνες,  ποιός τον πήρε,  που τον έβαλε,  τον αφήνει να μας βλέπει κι αν μας βλέπει γιατί δεν μας μιλάει και γιατί δεν έρχεται όσο συχνά τον χρειάζομαι στα όνειρα μου..  γιατί,  γιατί..  κάποιος να μου πει τι ακριβώς είναι ο θάνατος και τι στο διάολο είναι η ζωή..

Wednesday, July 06, 2016

ελεύθερία συναισθημάτων





Να μη φοβάμαι,
να μη λυπάμαι!

Να εμπιστεύομαι τη φύση..

θερινό σκηνικό




Ήταν βράδυ,  ενός πολύ ζεστού Ιούλη,  αλλά είχε δροσιά.  Έτσι όπως είχε γυρίσει την τηλεόραση προς τη βεράντα,  για να μπορεί να κάτσει στο πιο αερικό σημείο του μπαλκονιού,  εκεί όπου φύσαγε ένα πολύτιμο αεράκι,  και να παρακολουθήσει ένα έργο στο θερινό της σκηνικό,  άκουσε τον πρωταγωνιστή της ταινίας να λέει το εξής:  ''ό,τι αγαπώ είναι μέσα σ' αυτό το δωμάτιο''.
Κι αυτή η τόσο απλοική πρόταση,  ένιωσε πως ήταν ο κόσμος όλος.

Tuesday, July 05, 2016

στη θάλασσα





Στη θάλασσα,  ο χρόνος είναι στο μηδέν.  Κι αν δεν κάνει τόση ζέστη ώστε να βράζει ο εγκέφαλος,  αν έχει ένα κάποιο αεράκι κι αν κάπου πέρα στο βάθος ένα μαύρο τέρας σύννεφο μοιάζει να έρχεται,  φορτωμένο καλούδια βροχής,  αν το βιβλίο που έχεις μαζί σου σε κρατάει σε φάση ονείρου είσαι τελείως ζεν.  Δεν υπάρχει τίποτα,  μήτε η πόλη,  μήτε το σπίτι,  μήτε τα όποια θέματα.  Είσαι εσύ κι ο εαυτός σου,  άντε κι ο παραδιπλανός που δεν έχει τι να κάνει και σε πιάνει στο στόμα του με την παλιοπαρέα του.  Και θέλεις να τον διαολοστείλεις αλλά έχεις λιώσει στην ξαπλώστρα και ούτε ένα βλέμμα κακίας δεν μπορείς να στείλεις.  Παρά μόνο βάζεις τα χέρια κάτω από τα μαλλιά και αφήνεις το κορμί να καλύψει τον ύπνο που του λείπει,  αφού ξημερώματα έκλεισες μάτι!

Θέλω να μετατοπίσω τα κομμάτια του χάρτη των σκέψεων μου σκέφτομαι και βουτάω στο δροσερό,  διάφανο,  καταγάλανο νερό.  Νιώθω πως μπορώ.

Monday, July 04, 2016

αδιέξοδος





Βαρέθηκα το ρόλο του θύματος.  Γκούρου γκούρου γκούρου και αδιέξοδος.  Καμμιά προκοπή,  κανένα βήμα,  ανέχεια και μνήμες και βουρκώδες υπόβαθρο.  Ή ο ένας,  ή ο άλλος θα φταίει κι η ζωή φεύγει μπροστά με θολό το ''τώρα'',  ''θολή''  τη στιγμή,  ανυπόγραφο το ''σήμερα''.

Sunday, July 03, 2016

ο φεγγίτης





Μοναδική ανάσα τούτος ο φεγγίτης σ'αυτό το ασφυκτικά θερμό καλοκαίρι.
Οπουδήποτε αλλού κοχλάζει το σύμπαν και συνομωτεί σε αλλαγές,  που δεν δύναμαι να αφομιώσω.

Δεν πρόλαβα να σου πω,  πως εκείνα τα τρία αστέρια που χάζευα μικρή στον ουρανό τις νύχτες,  εκείνα που έμοιαζαν όμοια σε διάταξη με τις τρεις σαν κεφάλι καρφίτσας ελίτσες στο μπράτσο μου,  δεν ήταν τρία τυχαία αστέρια.  Ανήκαν σε αστερισμό και μάλιστα σχημάτιζαν την λεγόμενη ζώνη του Ορίωνα.

Θα σε έφερνα εδώ σ' αυτό το φεγγίτη, για να το δεις και μόνος σου.
Θα χαμογελούσες.

Θα ένιωθα λίγο χαζούλα μετά,  που αντί να σου πω για κάποιο επίτευγμα μου δυνατό και μεγάλο,  σου μιλούσα για αστέρια.  Έτσι χαζούλικα σ'  αγαπούσα.  Και παρακαλούσα βαθιά μέσα μου,  να ήμουν λίγο πιο έξυπνη για να μ' αγαπάς κι εσύ..

Saturday, July 02, 2016

(?)





-Είναι δυνατόν;  ρώτησα αγανακτισμένη τον γάτο μου τον (?)!
-Είσαι από το πρωί στη θάλασσα δυό μέρες συνέχεια,  πίνεις τους καφέδες σου,  διαβάζεις τα βιβλία σου και έχεις αμέτρητο χρόνο για να σκέφτεσαι ό,τι κατεβάσει το τριχωτό κεφάλι σου.  Ποιό είναι το παράπονο σου;  ρώτησα,  ενώ είχε φορέσει εκείνο το προσωπείο της βρεγμένης γάτας,  σμιχτά,  κατεβαστά φρύδια,  γυρτοί ώμοι και κλαψιάρικα νιαουρίσματα.

-Βαρέθηκα μαντάμ (έτσι με λέει),  βαρέθηκα,  κουράστηκα,  όπως θες πες το.  Κουράστηκα να με κουβαλάω,  είπε και έσπρωξε μακριά με το ποδαράκι του το πιάτο με το φαγητό του.
Όλο τα ίδια και τα ίδια,  και που είναι τελικά το νόημα;

-Πρέπει να σου βρω ένα μεγαλοπρεπές,  αριστοκρατικό όνομα του είπα,  και βγήκα στο μπαλκόνι να πάρω λίγο από τον πολύτιμο και σπάνιο αέρα που φύσαγε.  Άσε που έχει θολώσει το μυαλό σου από τη ζέστη (αυτό να πω την αμαρτία μου το μάσησα λιγουλάκι οπότε δεν το άκουσε)

μια μέρα

  χρόνος τότε που σκοτώναμε το συναίσθημα,  κι ενώ η ψυχή έλεγε ναι,  εμείς επιλέξαμε το όχι νοσταλγία ο τρόπος που σήκωνες ψηλά τα μανίκια ...