-Είναι δυνατόν; ρώτησα αγανακτισμένη τον γάτο μου τον (?)!
-Είσαι από το πρωί στη θάλασσα δυό μέρες συνέχεια, πίνεις τους καφέδες σου, διαβάζεις τα βιβλία σου και έχεις αμέτρητο χρόνο για να σκέφτεσαι ό,τι κατεβάσει το τριχωτό κεφάλι σου. Ποιό είναι το παράπονο σου; ρώτησα, ενώ είχε φορέσει εκείνο το προσωπείο της βρεγμένης γάτας, σμιχτά, κατεβαστά φρύδια, γυρτοί ώμοι και κλαψιάρικα νιαουρίσματα.
-Βαρέθηκα μαντάμ (έτσι με λέει), βαρέθηκα, κουράστηκα, όπως θες πες το. Κουράστηκα να με κουβαλάω, είπε και έσπρωξε μακριά με το ποδαράκι του το πιάτο με το φαγητό του.
Όλο τα ίδια και τα ίδια, και που είναι τελικά το νόημα;
-Πρέπει να σου βρω ένα μεγαλοπρεπές, αριστοκρατικό όνομα του είπα, και βγήκα στο μπαλκόνι να πάρω λίγο από τον πολύτιμο και σπάνιο αέρα που φύσαγε. Άσε που έχει θολώσει το μυαλό σου από τη ζέστη (αυτό να πω την αμαρτία μου το μάσησα λιγουλάκι οπότε δεν το άκουσε)
No comments:
Post a Comment