Ξέρεις τι φοβόμουν πιο πολύ; Πως τα πρωινά που θα ξυπνούσα μετά από βαθύ ύπνο και πλάνα όνειρα, θα τρόμαζα στην αίσθηση πως δεν είσαι πια εδώ, πως δεν υπάρχεις πια. Λάθος. Το φοβόμουν τόσο πολύ που την έβγαλα έξω από τον εαυτό μου μια τέτοια κατάσταση. Από την αρχή, χωρίς ούτε μια μέρα υποχώρησης.
Συμβαίνουν όμως άλλα πράγματα που αδυνατώ να ελέγξω, όπως πχ να σε σκέφτομαι, να σκέφτομαι στιγμές σου, να ο μπαμπάς μου τότε αυτό, να ο μπαμπάς μου τότε εκείνο.. τα παλιά, είναι και τα πιό όμορφα και τα θέλω πολύ να έρχονται στο μυαλό μου, τα τελευταία που είναι και τα πιο τρομαχτικά με πονάνε τόσο που με κάνουν να κλαίω.
Και όταν κλαίω θέλω να έρθω να σε δω, αλλά με το που έρχομαι εκεί, δεν σε νιώθω εκεί. Διαβάζω το όνομα σου πάνω στο μάρμαρο, βλέπω τη φωτογραφία σου που χαμογελάς, μαζεύω τα αγριόχορτα ανάμεσα από τα γεράνια που φυτέψαμε στο χώμα σου, τσιμπιέμαι από τις τσουκνίδες, πλένομαι με το λιγοστό νερό που τρέχει από τις γύρω βρύσες, πατάω χώμα, χώμα παντού και τρύπες κλεισμένες και άλλες ανοιχτές, χαζεύω τις μέλισσες που τριγυρίζουν από πάνω σου, τα πουλιά, το όμορφο δέντρο λίγο πιο πάνω δεξιά, και ονόματα, ονόματα απίστευτα πολλά και χρονολογίες και μετά φωτογραφίες, και κοίτα τι νέος που ήταν αυτός, αα δες μέχρι τα πόσα έφτασε αυτή η γιαγιά.. μετά λίγο κλέβω από τη θέα της θάλασσας που φαίνεται στο βάθος, τα σπίτια της πόλης.. ζωή..
Κρατάω πάντα μαζί μου μια σακούλα, φυτίλι, καρβουνάκια, και έναν μικρό κόκκινο bic αναπτήρα. Με παίρνουν οι μυρωδιές και σκέφτομαι πως θα πάω μετά πουθενά και θα μυρίζω λιβάνια και μετά γελάω μέσα σε δάκρυα που τρέχουν σα βρώμικα ζουμιά στα μαγουλά μου, σκουπίζομαι, προβλέπω πάντα να φέρω και χαρτομάντηλα, χαιδεύω το χώμα σου, σου μιλάω.. σε μαλώνω που έγινες η αιτία να έρχομαι εδώ πάνω, ''εγώ φταίω;'' μου απαντάς και νιώθω τη φωνή σου στο μυαλό μου.. ''όχι ψυχή μου δεν φταις εσύ'' σου απαντάω και πάλι βρώμικα ζουμιά, ξανά χαρτομάντηλα, τα κάνω όλα ένα κουβάρι ανάμεσα στα δάχτυλα και τα ρίχνω στα μεγάλα πράσινα δοχεία σκουπιδιών που υπάρχουν σε πληθώρα τριγύρω..
Φεύγω λίγο πιο ήσυχη, αλλά δεν ήσουν εδώ, δεν είσαι εδώ, αγνοώ το που μπορεί να βρίσκεσαι, νιώθω πως όπου κι αν είσαι είσαι καλά μ' αυτό.. αλλά δεν ξέρω αν εγώ είμαι καλά μ' αυτό..
Σήμερα θέλοντας να ξεκαθαρίσω το κινητό μου από άχρηστες φωτογραφίες βρήκα μια δικιά σου, ίσως και η μοναδική από τις τελευταίες, που δεν τη θυμόμουν. Παραξενεύομαι που είσαι το μεγάλος, πρησμένος και σκεπτικός. Δεν είσαι στο μυαλό μου έτσι, 55 χρόνια δεν ήσουν ποτέ έτσι.. Ήσουν όμορφος, με γαλάζια μάτια και κοφτερό μυαλό.. και μια φορά που σου είχα πει πως φοβάμαι τον θάνατο.. μου είχες πει ''τέτοια σκέφτεσαι εσύ;''.. αυτή ήταν η στάση σου ως την τελεταία στιγμή.
Στέλλα, δεν έχω να πω πολλά λόγια διαβάζοντας τούτη τη συγκλονιστική σου εξομολόγηση ψυχής. Αυτός ο μονόλογός σου, αυτός σου ο "διάολογος" με μια εμβληματική μορφή στη ζωή σου. Τη μορφή του Πατέρα.
ReplyDeleteΜε συγκίνησες πολύ.....! Απείρως πολύ.
Ξέρεις.... είμαι ακριβώς στα χρόνια του πατέρα σου, 56 εγώ, με δύο κόρες και γυναίκα κοντά μου.
Δεν ξέρω για ποιο λόγο έκανα πολλές "μεταφορές" στις εικόνες σου. Αντιλαμβάνεσαι τι εννοώ.
Σε κάθε περίπτωση καταθέτω εδώ τον σεβασμό μου στη μνήμη του Πατέρα σου και τον σεβασμό μου στα ανθρώπινα αισθήματά σου.
Καλό ξημέρωμα να έχεις.
Γιαννη μου εισαι στην ηλικια τη δικη μου ο πατερας μου εφτασε μεχρι τα 84.5..τα χρονια του να παρουμε..ολα τα υπολοιπα τα εχω πει σε ενα κειμενο που ηθελα να παραμεινει ιδιωτικο αλλα τελικα για καποιο λογο δημοσιευσα
ReplyDeleteΚαιρό είχα να σ' επισκεφτώ Στέλλα μου και το κείμενο σου με ξάφνιασε γιατί κατάλαβα πολύ καλά πως ο καθένας μας αντιμετωπίζει την απώλεια διαφορετικά παρόλο που ο πόνος είναι ίδιος.
ReplyDeleteΔεν πάω "εκεί", η τελευταία φορά ήταν στις 10 Ιουνίου για το μνημόσυνο, δεν τα πάω καλά ούτε με τα λιβάνια, ούτε με τους παπάδες... του κάνω όμως το προσωπικό μου μνημόσυνο συχνά... Ήταν 98 και αυτό βοηθάει τη λογική αλλά όχι την καρδιά.
Μια μεγάλη αγκαλιά και πολλά τρυφερά ΑΦιλιά σου στέλνω. (Α=Αληθινά)