O Αντώνης
Έβγαλε τα κλειδιά από την τσέπη του και ξεχώρισε της εξώπορτας. Έκανε ολόκληρη προσπάθεια να βάλει το κλειδί στην κλειδαριά, χρησιμοποιώντας το αριστερό χέρι, κρατώντας με δυσκολία τον σταυρωτό σπάγγο που έδενε μία ολόκληρη κούτα βιβλία με το δεξί, παλιοδιαβασμένα μα χρειαζούμενα για την έρευνα που ετοίμαζε. Ευτυχώς είχε αλλάξει πρόσφατα την κλειδαριά, ως διαχειριστής της πολυκατοικίας και το κλειδί γλυστρούσε αντί να μαγκώνει στο πρώτο γύρισμα δεξιά.
Ανέβηκε ασθμαίνοντας τα είκοσι σκαλιά και κάλεσε το ασανσέρ.
Έσυρε σχεδόν την κούτα με τα βιβλία ως το εσωτερικό του ανελκυστήρα κι έκανε να μπει μέσα, όταν άκουσε μια φωνή..
Η Βίκυ
-Μισό λεπτό..μισό λεπτό..περιμένετε σας παρακαλώ..βιάζομαι.
Ήταν λεπτή και σκερτζόζα, όμορφη όχι, ευγενική ναι, ντυσιματάκι απλό, λιτό και νεανικό, μια φουστίτσα περισσότερο σαν ζώνη φαρδιά περασμένη στους γοφούς, κι ένα κολάν λεπτό σα καλσόν, μπλουζάκι με χαμηλό ντεκολτέ, στήθος μικρό, μπούστο άδειο, λευκό δερμάτινο στο ένα χέρι, στο άλλο τα κλειδιά, σπιτιού, αυτοκινήτου και εξώπορτας, ντλιγκ ντλονγκ όλα στο ίδιο πορτ κλε να ακολουθούν τις κινήσεις χεριών και σώματος με περίσσια χαριτωμενιά και δύναμη.,
Έτρεξε, ή τουλάχιστον έδειξε πως έτρεχε από ευγένεια, που την περίμενε με την πόρτα του ανελκυστήρα ανοιχτή, τακ τακ τα τακουνάκια της στο γλιτσιασμένο μάρμαρο, οικοδομή πολλών διαμερισμάτων, 35 και πάνω, κι ακόμη περισσοτέρων ετών, τι να σου κάνει το συνεργείο καθαρισμού δυό φορές την εβδομάδα και μάλιστα σήμερα μετά από πενθήμερη αργία.
Καλησπέρα μουρμούρισε και κατέλαβε την θέση της στον λιγοστό αέρα του ασανσέρ, ήταν από εκείνα που μπαίνοντας έπρεπε να κλείσεις πίσω σου και δύο μικρά πορτάκια πέρα από την κεντρική, αχ πόσο βιάζομαι κύριε Αντωνάκη μου είπε, χρόνια σας πολλά, περάσατε καλά; κι από μέσα της.. μμχχχ… ο ξυνός του πέμπτου.. ήταν ανάγκη; σκέφτηκε.
Δεν της πέρασε όμως απαρατήρητη η κολώνια του, Calvin Klein, ήταν σίγουρη και μάλιστα αυτή στο μαύρο πλακέ μπουκάλι, η αγαπημένη της και της έκανε εντύπωση, μεγάλη εντύπωση πως σήμερα ο ανάλατος κύριος Αντωνάκης του πέμπτου, δε κουβαλούσε μαζί του εκείνη την γλυκερή, ξηρή μυρωδιά του πούρου του που της έφερνε στο νου κατάδυση σε χιλιάδες καπνόφυλλα ψημένα στον ήλιο της Αβάνας.
Της απάντησε με ύφος σοβαρό, την κοίταξε δε την κοίταξε κάτω από τα γυαλιά του, χαχα η ξιπασμένη του τετάρτου σκέφτηκε μέσα του κι άρχισε να ασχολείται ξανά με την κούτα του..δεν είστε η μόνη που βιάζεται δεσποινίς, μουρμούρισε κι ένα τυπικό χρόνια πολλά και κάθισε ακίνητος με το πρόσωπο στραμμένο προς την έξοδο του ασανσέρ, αφού πάτησε το κουμπί που έγραφε τον αριθμό 4.
Το ασανσέρ
Ίσα που χωρούσαν δύο άτομα στον αργόσυρτο παμπάλαιο ανελκυστήρα, που βαρυγκομώντας ανέβαινε στα ψηλά. Αυτή, κτυπούσε το τακουνάκι της πάνω κάτω ρυθμικά, αυτός πίεζε την μύτη του αριστερού του παπουτσιού στην φυσική εσοχή ανάμεσα στο πλαστικό, βρώμικο δάπεδο και την χαρτόκουτα του, σε πλήρη αμηχανία αμφότεροι.
Δεν πολυχωνεύονταν κι αν μιλούσαν μεταξύ τους ήταν τυπικά κι από ευγένεια. Ήταν υπερβολικά τζιμπζίκα, έτσι την αποκαλούσε αστειευόμενος ο από πεποίθηση εργένης, κάθε φορά που γινόταν ομαδική συγκέντρωση των ενοίκων της πολυκατοικίας και του έμπαινε, συνήθως οι διαφωνίες τους κατέληγαν σε καβγά κι ένα ποτάμι λέξεων προσπαθώντας να πείσουν ο καθένας με τα δικά του επιχειρήματα τον άλλον.
Καπάκι η συνάντηση μετά με τους γείτονες από δίπλα.
Εκεί να δεις κουτσομπολιό, εκεί να δεις καζούρα..
-Σε γουστάρει βρε το κοριτσάκι γι αυτό σου τα λέει χύμα..τον πείραζαν γελώντας πονηρά.
Και να τα κοφτά γελάκια και να οι υπαινιγμοί.
Η διακοπή
Τρεμόπαιξαν τα φώτα..αχ παναγιά μου ακούστηκε η μικρή..
Μπαα τίποτα δεν είναι την καθησύχασε.
Λάθος του γιατί σε δυό λεπτά βυθίστηκαν στο σκοτάδι και το ασανσέρ σταμάτησε μ ένα υπόκωφο γκντουπ σε κάποιο μεσοπάτωμα..
Αχ ακούστηκε ξανά. Ξεφυσούσαν και οι δύο.. Και τώρα;
Άρχισαν να κτυπούν κι οι δυό την πόρτα. Άρχισαν να φωνάζουν. Μάταια. Ψυχή δεν ακουγόταν.
Ουφφφ.. είναι άδεια η οικοδομή..25 του Μάρτη..απόγευμα..είναι νωρίς ακόμη..είπε μ ένα ξεψυχισμένο νάζι η μικρή και έκανε μια απότομη κίνηση, από αυτές που προκύπτουν μετά από έναν έντονο εκνευρισμό.
Σκόνταψε με τη μύτη των παπουτσιών της στην κούτα του. Ψηλάφισε με τα χέρια. Αει στο καλό ..τι είναι πάλι τούτο..βόγκηξε.κι έκατσε πάνω, περισσότερο γιατί της ξέφυγε το κέντρο βάρους του σώματος της παρά γιατι το ήθελε.
Άναψε αναπτήρα. Φώτισαν για λίγο τα πρόσωπα τους.
Χαμογέλασε, την είδε έτσι μια χουφτίτσα γατάκι όλο νάζι και έβγαλε ένα γελάκι πνηχτό.
-Βρε λες να …σκέφτηκε..
Γκουχ γκουχ έβηξε κι έδιωξε με τα χέρια έναν αόρατο εχθρό, που τρύπωνε με το έτσι θέλω στα βάθη του λαιμού του..
Τα χέρια του διώχνωντας βρήκαν το πρόσωπο της, συγγνώμη κύριε Αντωνάκη του είπε .
Αλλά μέσα στο σκοτάδι..μπερδεύτηκαν πρώτα τα χέρια τους, έπειτα οι ανάσες και οι ομιλίες τους..
Βρήκε το πρόσωπο της κι έμεινε εκεί, κι ήταν ένα ελαφρύ άρωμα κολώνιας που τον συνεπήρε, βοήθησε και το σκοτάδι, έμειναν εκεί κι άρχισαν να ψάχνουν και να χαιδεύουν, σιωπηλά, δίχως ήχο, μόνο ανάσα και σκοτάδι και μυρωδιά πλαστικού μαζί με το άρωμα του σώματος της, και του δέρματος του.
Χάιδευε ένα σώμα λεπτό κι ευλύγιστο, του φάνηκε αιώνας έως ότου ακουμπήσει τα χείλη της, έως ότου τα τραβήξει μέσα στα δικά του και νοιώσει την γεύση του στόματος της, αυτού του στόματος που τόσες και τόσες φορές του έβγαζε με αναίδεια γλώσσα στις διάφορες συνεδρίες.
Η Βίκυ δεν έβλεπε μήτε την μύτη της στο σκοτάδι, μόνο αισθανόταν, πρώτα μία απόγνωση, έπειτα πως έπρεπε να δικαιολογηθεί για την απροσδόκητη προσγείωση της και μετά, μετά το σώμα του κυρίου Αντωνάκη του πέμπτου να πέφτει επάνω στο δικό της.
Ούτε που μπήκε στη διαδικασία να σκεφτεί αν τον καλόβλεπε ή όχι, σηκώθηκε όρθια και τον άφησε να μαλάξει τα στήθια της, να της τραβήξει προς τα κάτω το κολάν, να σηκώσει την φούστα της και να τριφτεί επάνω της με πάθος και δύναμη.
Τριβόταν και προσπαθούσε ο Αντωνάκης, άλλωστε ο χρόνος ήταν με το μέρος του, βογγούσε και λαχάνιαζε, μα το μόριο του δεν ακολουθούσε τις σκέψεις του, τις κινήσεις, τον πόθο του..Φούντωνε και κοκκίνιζε, ευτυχώς που τον έκρυβε το σκοτάδι, αγκομαχούσε, τριβόταν και ήλπιζε μα τίποτα..μάταια..
Η κυρία Ειρήνη
Το ασανσέρ, κινιόταν παράλληλα με τον δικό του ρυθμό, γουργούριζε παράξενα και θυμωμένα, σαν να τον επέπλητε για αυτή του την ανικανότητα της στιγμής, τόσο που η κυρία Ειρήνη του δεύτερου, άνοιξε την πόρτα της και κοίταξε ψηλά..
-Τι γίνεται εκεί επάνω; Φώναξε και ξαναφώναξε μα απάντηση δεν πήρε.
Έπειτα γύρισε στο σπίτι της και πήρε τηλέφωνο την πυροσβεστική.-
Είχαμε διακοπή ρεύματος είπε..μάλλον κάποιοι έχουν κλειστεί στο ασανσέρ και κούνησε το κεφάλι της όλο υπονοούμενα.
-Αμ θα σας βρω εγώ ποιοι είστε πουλάκια μου.σκέφτηκε και γέλασε για το κοτσομπολιό που θα χαιρόταν τις επόμενες μέρες.
Η πυροσβεστική έκανε ένα μισάωρο να έρθει.
Ο κύριος Αντωνάκης .βγήκε με στημένους ώμους και όρθιο το κεφάλι, τινάζοντας το σακκάκι του με ύφος σαράντα καρδηναλίων.
Η Βίκυ ζήτησε ναζιάρικα να την αφήσουν να ψάξει με την ησυχία της το κούμπωμα του σκουλαρικιού της..
Η κυρία Ειρήνη συνέχισε να κουνάει το κεφάλι της όλο υπονοούμενα..βρε δε θα ερχόταν η γειτονισσα η κυρα Μάρθα από το εξοχικό, να δεις πόσα θα είχαν να πουν..
Δεν ξέρω εάν έτυχε ή αν ήταν εσκεμμένο, αλλά ο Αντωνάκης με την Βίκυ δεν ξανασυναντήθηκαν ποτέ. Ούτε απάντησε σε οποιαδήποτε ερώτηση αφορούσε την ωριαία συμβίωση του μαζί της.. και γιά το ότι αποδείχτηκε ''τζούφιος'' τσιμουδιά.
Κι ας οργίαζε η φαντασία των γειτόνων του..από καζούρα δε..
Αν ήξεραν κι όλας…