Aνήμερα των γενεθλίων της, με ένα καινούργιο μαύρο φόρεμα, μία ολόκληρη δικιά της πίτσα από delivery, και ούτε θυμόταν πόσα κουτάκια μπύρας, έβγαλε τη χθεσινή νύχτα ολομόναχη!
Πρωί πρωί, κατέβηκε στο υπόγειο να εμφανίσει το φιλμ από την τελευταία της δουλειά, αγορασμένη ήδη από γνωστό περιοδικό. Ρουφούσε με το καλαμάκι τον πρώτο της καφέ, όταν χτύπησε το κινητό. Το σήκωσε, βγήκε βιαστικά από το εργαστήριο της, τα μάτια της μισόκλεισαν στο φως ανέβηκε τις σκάλες να πάρει μια ανάσα, σκόνταψε και ίσιωσε το κορμί της στο λεπτό! ‘’Να πάρει’’!
-Θάλεια;
-Ναι;
-Σε ξύπνησα; Καλή σου μέρα.
Κοίταξε το ρολόι της για να τσεκάρει την ώρα. Μόλις 8 το πρωί.
Δίστασε λίγο, σκέφτηκε..
-Ποιος; Της ήταν γνωστή αυτή η φωνή.. Ντίνα;
-Ναι εγώ! Παραξενεύτηκες ε; Με το δίκιο σου, πάει καιρός που.. εσύ; Είσαι καλά;
Φωνή αγαπημένη, φίλη παιδική, δέκα χρόνια σχεδόν ξεχασμένη, χρόνου παρελθόντος και απόλυτα τακτοποιημένη, μαζί με ένα πλήθος καταστάσεων, φωλιασμένων στο μέρος της καρδιάς!
-Καλά.. είπε μουδιασμένα, της έφταναν τα τωρινά!
-Θάλεια ξέρεις, συνέχισε η άλλη, ήθελα να σου πω, να.. θεώρησα πως πρέπει να το μάθεις.. ο αδερφός μου, ο Δημήτρης..
Ταράχτηκε. Αυτός της έλειπε τώρα! Έκανε λίγα βήματα ως το παράθυρο. Ψιλόβρεχε από το προηγούμενο βράδυ. Η Αίγινα απέναντι με δυσκολία διακρινόταν. Τράβηξε το πόμολο και ψαχούλεψε σ το συρτάρι, μία τανάλια, τέσσερα πέντε κουτάκια φίλμ, ένα πάκο φωτογραφίες, συνδετήρες, στυλοί, μολύβια, ένα ακόμη κινητό, έβγαλε το πακέτο με τα τσιγάρα της. Το ‘’κλικ’’ του αναπτήρα έσπασε την πρωινή ησυχία.
Πόσος καιρός είχε περάσει από την τελευταία φορά; Μιλούσαν στο τηλέφωνο τακτικά. Μια καλημέρα, τι κάνεις, πως είσαι, τι καιρό έχει επάνω σήμερα, τα τυπικά. Για τα άλλα, τα ουσιώδη , τσιμουδιά.
-Ο Δημήτρης τι Ντίνα;
-Είναι στην εντατική. Μια βδομάδα τώρα.. δεν μας δίνουν και πολλές ελπίδες οι γιατροί.
Ασυναίσθητα άπλωσε το χέρι της να παίξει με τα μαλλιά της. Παίδευε την μνήμη της. Πόσο διάστημα είχε να τον ακούσει; Μια βδομάδα; Δυό;
Σίγουρα πριν το ταξίδι στο Λονδίνο.. Άρα δυό σωστά το υπολόγιζε..
-θάλεια φοβάμαι..
Έριξε βιαστικά δυό μπλουζάκια, ενός κακού μύρια έπονται σκέφτηκε, δυό παντελόνια, βιβλίο, φωτογραφική, σε ένα σάκο, μία ζακέτα επάνω της και μπήκε στο αυτοκίνητο. Σε 6,5-7 ώρες θα ήταν επάνω. Βγήκε στην εθνική.
Έριχνε μικρές σταγόνες τώρα αραιά και που. Άνοιξε τους υαλοκαθαριστήρες.
Ο Δημήτρης στην εντατική! Της ήταν δύσκολο να το πιστέψει.
Έξω από τη Λαμία, φούλαρε βενζίνη στο πρώτο πρατήριο και πήρε καφέ.
Ήπιε μια γουλιά.
Δεν ήταν καλά! Πέταξε την ζακέτα, παρ όλο που η εξωτερική θερμοκρασία την αποζητούσε. Υγρασία και ζέστη, αυτό ένιωθε. Τον λαιμό της να ιδρώνει και να μην δέχεται ούτε το σταυρουδάκι. Έκλεισε τελείως τα παράθυρα και άνοιξε κλιματιστικό.
Oι ρόδες της κατάπιναν την άσφαλτο . Κι αυτή προσπαθούσε να χωνέψει τα γεγονότα που άλλη μια φορά έτρεχαν μπροστά της.
Προσπέρασε ένα φορτηγό. Ο οδηγός της κόρναρε. Τον κοίταξε μέσα από τον καθρέφτη. Της έκανε την γνωστή κίνηση με το χέρι.
Του έφτυσε μια βρισιά κι ας μη την άκουγε.
Έβαλε μουσική. Η γνώριμη φωνή της Χαρούλας.
‘’Δώσ’ μου μια μέρα να κατοικήσω στα μάτια σου’’
‘’Δώσ’ μου μια νύχτα να παραδώσω ψυχή’’
‘’Σαν τον αέρα σφυρίζω στα μονοπάτια σου
Την μοναξιά μου δεν την ξεπλένει η βροχή’’
Χτύπησε το κινητό. Ήταν ο Πέτρος.
-Που είσαι;
-Γιατί να σου πω; Αλλά κι αν σου πω δεν θα το πιστέψεις, είπε να το πιάσει ανάποδα!
-Πες και βλέπουμε..
-Στην εθνική οδό.
-Έτσι ξαφνικά; Γιατί; Τι έγινε;
-Θα τα πούμε κάποια στιγμή.
-Πότε;
-Όταν..
Ψιλόβρεχε ακόμη. Κάποτε ο Σεπτέμβρης ήταν ο αγαπημένος της μήνας. Μήνας αλλαγών και αποφάσεων.
Στα Τέμπη πήρε δεύτερο καφέ, κι ένα κουτί μπισκότα, από αυτά τα σοκολατένια με την κρεμώδη γέμιση στο εσωτερικό.
Όταν άφησε τη Θεσσαλονίκη υγρή και θολή πίσω της, η βροχή κτυπούσε με δύναμη τα τζάμια του αυτοκινήτου.
Ο Δημήτρης! Σε ένα κρεββάτι νοσοκομείου. Όσο πιο πολύ το σκεφτόταν τόσο δε το πίστευε. Και να πάρει η ευχή γιατί δεν του είχε τηλεφωνήσει τόσο καιρό;
Κάλεσε στο τηλέφωνο την Ντίνα.
-Κοντεύω. Θέλω να τον δω. Σήμερα. Έστω για λίγο.
-Σου έχω κλείσει ήδη δωμάτιο στο Lousy. Υπέθεσα πως θα ήταν δύσκολο να μείνεις στο σπίτι σου. Στις 5 είναι τα επισκεπτήρια της εντατικής. Αφήνουν μόνο τους πολύ στενούς συγγενείς. Θα είμαι κι εγώ εκεί.
Όταν κατά την άφιξη στην γενέθλια πόλη σου η βροχή δίνει την σκυτάλη σ έναν γελαστό, ολόλαμπρο ήλιο λογαριάζεις πως όλο αυτό γίνεται τουλάχιστον προς τιμήν σου, οπότε οφείλεις τουλάχιστον να το απολαύσεις.
Έψαξε στην τσάντα της τα γυαλιά της, τα έβγαλε και τα φόρεσε. Κοιτάχτηκε στο καθρεφτάκη και χαμογέλασε. Στα 35 της ήταν ακόμη μία πολύ εντυπωσιακή γυναίκα. Αρκεί που και που, κάποιος να της το θύμιζε!
Άφησε το αυτοκίνητο στα αριστερά του λιμανιού, στους πρόποδες του βράχου. Πήρε τα κλειδιά στο χέρι κι ανέβηκε τα χωμάτινα σκαλιά. Στο πρώτο πλάτωμα, στάθηκε συγκινημένη πίσω από τα φυλλώματα ενός δέντρου και κοίταξε πέρα μακριά, τους λόφους, τα σπίτια, το λιμάνι, τη θάλασσα.
Παρ όλο που αυτή την πόλη ένιωθε πως την είχε χορτάσει, πως είχε ήδη πάρει όσα είχε να της δώσει και δεν είχε απομείνει τίποτα πιά, τίποτα δεν είχε αλλάξει από την γραφικότητα της.
Είχε αυτό το ‘’κάτι’’, αυτό το άγουρο, μέσα στην ωριμότητα της, αυτή την αίσθηση πως είσαι πολύ κοντά στην φύση, και συγχρόνως τόσο μακριά, αυτή η πόλη της θύμιζε μικρό αγόρι που είχε υποσχεθεί να μεγαλώσει και στην πορεία ξεχάστηκε, διατηρώντας στο πέρασμα του χρόνου την αγνότητα του.
Ήταν η Kαβάλα, η πόλη όπου είχε γεννηθεί και μεγαλώσει, με χιλιάδες αναμνήσεις κρυμμένες πίσω από την κάθε πατημασιά της, από κάθε της πτυχή, κάθε λόφο, σκαλισμένες σε κάθε δέντρο, σημειωμένες στην αμμουδιά, στα βραχάκια της θάλασσας, στις σκαλωσιές του βράχου, και κυρίως, έστρεψε το υγρό βλέματης πίσω και λίγο ψηλότερα.. κρυμμένες κυρίως στα τείχη και στο εσωτερικό αυτού του κάστρου, όπου έπαιζαν σαν παιδιά!
Ήταν μαγευτικά θα μπορούσε να τραβήξει κάποια στιγμή φωτογραφίες και να προτείνει το θέμα στο περιοδικό. Εντυπωσιάζουν και πουλάνε ακόμη οι τόποι που διατηρούν αναλοίωτη την φυσικότητα τους.
Ανέβηκε ψηλότερα, έκανε αριστερά και βγήκε στο δρόμο που οδηγούσε προς το κάστρο.
Ένα ηλικιωμένο ζευγάρι ξένων, περνούσε την είσοδο του Ιμαρέτ, αυτό το εντυπωσιακό αιγυπτιακό οικοδόμημα του 1817, είχε ενημερωθεί πως λειτουργούσε πιά ως ξενοδοχείο.
Δέκα βήματα αριστερότερα, έβαλε το κλειδί σε μία μεγάλη κλειδαριά. Η πόρτα υποχώρησε. Μπήκε μέσα. Ήταν το σπίτι της, το σπίτι των γονιών της μέχρι μία δεκαετία πριν. Το σπίτι όπου την επισκεπτόταν κάποτε ο Δημήτρης.
Τράβηξε τα σεντόνια που σκέπαζαν τα έπιπλα, άνοιξε τα παράθυρα.
Ήταν ολοφάνερη η σκόνη, η εγκατάλειψη και οι αναμνήσεις. Όπως ακριβώς τα είχε αφήσει. Ανέγγιχτα και κουρασμένα.
Κοιτούσε αποστασιοποιημένη. Ψυχρά. Αλλού ήταν η ζωή της τώρα. Μα κι εκεί αποσύνθεση. Και τα γεγονότα να διαδέχονται βιαστικά το ένα το άλλο. Τρεις λύπες, μία χαρά.
Φωτογραφίες και πίνακες παντού. Ο πατέρας της ζωγράφιζε. Ένας πίνακας μισοτελειωμένος. Το χέρι της απλώθηκε να τον αγγίξει!
Πως θα ήταν άραγε Αν..
Αν δε συνέβαινε εκείνο το μοιραίο τροχαίο που της τους άρπαξε βίαια και τους δύο μαζί.
Αν δεν γνώριζε τον Πέτρο. Αν ήταν ακόμη με τον Δημήτρη. Αν ζούσε ακόμη σ αυτή την πόλη, μέσα σ αυτό το όμορφο σπίτι. Το πατρικό της σπίτι.
Αν δεν την έδιωχναν τα ίδια τα γεγονότα.
Αν το πάλευε, αν πάλευε ενάντια σε κάθε συντηρητισμό αυτής την μικρής πόλης στα βόρεια της χώρας.
Αν δεν ονόμαζε τους φόβους της ΄΄αγάπη΄΄.
Πήρε στα χέρια της μια φωτογραφία. Σκονισμένη και κιτρινισμένη. Ήταν από κάποια γενέθλια της. Δίπλα της συνομήλικος ο Δημήτρης. Δυό χρόνια μεγαλύτερη η Ντίνα. Τα πόσα έκλεινε; Τα δύο; Τα τρια;
Θα έπρεπε να τις είχε πετάξει. Δεν ήθελε. Να που στάθηκε σωστή.. Να που έπρεπε να ξανα ‘ερθει αντιμέτωπη με ένα παρελθόν με το οποίο πίστευε πως είχε ξεκαθαρίσει φεύγοντας. Δε πετιέται έτσι μια ζωή. Δεν καθαρίζεις τόσο εύκολα από ότι σε έχει καθορίσει . Ότι σε οριοθετεί σε δεσμεύει. Σε καλεί πίσω. Ξανά και πάλι.
Πήγε στο δωμάτιο της. Όλα ήταν όπως τα είχε αφήσει. Κούρδισε ένα καρουζέλ, δώρο του πατέρα της και το ξανα ακούμπησε στο κομοδίνο της. Φταρνίστηκε. Τα μάτια της γέμισαν δάκρυα και νοσταλγία.
Βγήκε στο μπαλκόνι. Πεταμένα άχρηστα πράγματα, φύλλα, κλαδια. Ακούμπησε στην κουπαστή. Όλη η πόλη απλωνόταν μ ένα νωχελικό ερωτισμό στα πόδια της.
Κοίταξε το ρολόι . Θα ακολουθούσε το ξενοδοχείο και μετά το νοσοκομείο. Έπρεπε να αντιμετωπίσει τα δυσκολότερα. Τουλάχιστον ήταν σε κατάσταση υπεροχής, μετάνιωσε για την σκέψη της, μα δεν είχε καμμιά διάθεση να αντιπετωπίσει το ειρωνικό ύφος του. Όχι τώρα!
Το κινητό κουδούνιζε ακατάπαυστα. Το άνοιξε κουρασμένη.
-Έλα Πέτρο.
-Πού είσαι;
-Μπα.. από πότε τόσο ενδιαφέρον ξαφνικά;
-Γιατί το λες αυτό;
-Κοίταξε να δεις, έχουμε χρόνο να τα συζητήσουμε αυτά. Τώρα έχω δουλειά. Άσε με στην ησυχία μου λοιπόν.
-Να ζηλέψω;
-Άσε με ρε Πέτρο με τις ζήλειες σου μια ζωή.
-Μα είμαι ο άντρας σου, δε θα έπρεπε να ξέρω που βρίσκεσαι αυτή την στιγμή;
-Ο πρώην άντρας μου εννοείς.
Μωρέ αλλάζει ο άνθρωπος; Όσο κι αν λες θα του αποδείξω το αντίθετο, αυτός αυτό που θα έχει κολλημένο πίσω από το όμορφο προσωπάκι του, αυτό θα πιστεύει.
Όσο κι αν του φωνάζεις ‘’σε χρειάζομαι’’αυτός θα είναι ‘’απών’’. Γιατί ο Πέτρος ζούσε μέσα από την απόσταση. Βολευόταν σ αυτήν. Κι από την άλλη εγωισμός και ανασφάλεια.
Που πας; Τι θα κάνεις; Πως θα το κάνεις και με ποιόν; Γιατί φόρεσες αυτό; Δεν βάζεις κάτι πιο μακρύ; Ε μα πια βαρέθηκε μια ζωή τα ίδια και τα ίδια.
Δε λέω άνθρωπέ μου, σε ερωτεύτηκα, σε ακολούθησα, προσπάθησα, ξεπέρασα τις δυνάμεις μου μα ΔΕΝ.. δεν μας παίρνει άλλο.. κατάλαβες; Δεν Μας Παίρνει Άλλο!!!
Δεν ήθελε να του μιλήσει. Να τελειώνουν αυτό μόνο ήθελε. Να σταματήσει να σκέφτεται ‘’που είναι τώρα’’. Αν πεινάει ή τι φοράει. Να ξεφύγει από την καθημερινότητα που της είχε επιβληθεί.
Όχι κύριε, αν ήθελες να είσαι μαζί μου, δεν θα σε μοιραζόμουν με τις άλλες. Ότι περπατάει κι ότι πετάει, τον νου σου στο κουτούπωμα εσύ! Περιζήτητος γκόμενος. Γλυκοτσούτσουνος!
Αλλά όλα κι όλα. Μέχρι εδώ ήταν. Ξεχύλισε το ποτήρι από το κρασί. Πήγαινε εσύ με τις πουτάνες σου, κι άσε με εμένα να κάνω την δουλειά μου!
Αυτό ήθελε, από μακριά κι αγαπημένοι, και θα το κατάφερνε!!
Bρήκε την Ντίνα στον προθάλαμο της εντατικής. Ίδια κι απαράλαχτη. Ελαφρώς γεμάτη και γλυκιά. Με ένα απλό φόρεμα που έπεφτε ανάλαφρο στα αφράτα μπράτσα της και καλοχτενισμένη. Συζητούσε όρθια με έναν από τους γιατρούς που παρακολουθούσαν τον Δημήτρη, καταπίνοντας χαρακτηριστικά εκείνο ‘’ρο’’ , που την έκανε να δείχνει ακόμη πιο άμεση και οικεία. Αγκαλιάστηκαν τρυφερά.
-Αχ ρε Θάλεια, τόσα χρόνια, που χάθηκες; Την κοίταξε με περιέργεια από τα μαλλιά ως τα νύχια των ποδιών.
-Για να σε δω, για να σε δω.. άλλαξες πολύ, αδυνάτισες, κι αυτό το ντύσιμο.. μα εσύ θα πρέπει να βγάζεις πολλά λεφτά!!! Της σφύριξε ελαφρά και μετά το μούτρο της άλλαξε τελείως έκφραση. Την πήραν τα κλάματα.
-Μην κάνεις έτσι κορίτσι μου, είναι δυνατός, θα το ξεπεράσει! Πως είναι σήμερα;
-Η ίδια στάσιμη κατάσταση εδώ και μια βδομάδα.
-Πως έγινε αυτό βρε παιδί μου;
-Τροχαίο. Τον χτύπησε ένα αυτοκίνητο κι εξαφανίστηκε. Ίσως αν φορούσε το κράνος!!
-Θέλω να τον δω. Κατάπιε σαν να είχε μια ψύχα ψωμιού στο λαιμό της.
-Άργησες Θάλεια! Τόσα χρόνια πέρασαν.. γιατί;
Γιατί; Γιατί στην αρχή δεν έβλεπε ούτε την μύτη της μαγεμένη από το καλοδουλεμένο περίβλημα του κυρίου. Τρελλά ερωτευμένη. Κι έπειτα, έπειτα για πολύ καιρό, ούτε θυμόταν πόσο της πήρε, πάσχιζε να δώσει ένα τέλος σ αυτό το κομμάτι της ζωής της.
Από την άλλη ήταν κι οι δουλειές. Είχε πέσει με τα μούτρα στα επαγγελματικά ταξίδια και στις φωτογραφήσεις.
Άλλωστε τι; Οι σχέσεις δεν κρατούν για πολύ. Όλα κάνουν τον κύκλο τους Ντίνα ήθελε να της πει, αλλά μπροστά στο πονεμένο πρόσωπο της σιώπησε.
Τον είδε, ξαπλωμένο σ ένα κρεββάτι, ένα σώμα ανάμεσα σε άλλα, άψυχο σχεδόν. Την έλουσε κρύος ιδρώτας, σα να πιάστηκε χέρι χέρι με ένα παρελθόν που πάσχιζε να λησμονήσει. Κάτι φτερούγισε μέσα στο στήθος της. Ακολούθησε με το βλέμμα της τα δεκάδες καλώδια. Την ανάσα του που έμοιαζε περισσότερο με παλμό μηχανήματος, παρά ανθρώπινου σώματος , μέσα στην νεκρική ησυχία του ‘’τίποτα’’ που μύριζε οινόπνευμα, φάρμακο και απολυμαντικό.
Ζωή κρυμμένη σε μηχανήματα, σκέφτηκε.
Τα μάτια του ήταν κλειστά. Τα χείλη μισάνοιχτα. Είχε ξεχάσει το πρόσωπο του. Είχε δώσει το δικαίωμα στην μνήμη της να τον θυμάται διαφορετικά. Η θέα του, από την μια ήθελε να την ρουφήξει κι από την άλλη της έφερνε τρόμο, μα έκανε μία προσπάθεια. ΄΄Τι θέλω εγώ με όλα αυτά’’μονολόγησε! Θα μπορούσε να φύγει, αυτή την στιγμή να κάνει μια στροφή και να φύγει. Αντί γι αυτό τον κοιτούσε με δέος!
-Δημήτρη.. είπε ψιθυριστά με φωνή που με δυσκολία έβγαινε και του έπιασε την παλάμη του χεριού.
Καμμία ανταπόκριση.
Είχε αλλάξει. Ήταν πιο παχύς, και είχε γκρίζα μαλλιά, όσα τουλάχιστον ξεχώριζαν μέσα από τις γάζες. Δέκα χρόνια ήταν πολλά, από τα εικοσιπέντε έως τα τριανταπέντε, οι αλλαγές είναι εμφανείς, αν τον συναντούσε τυχαία στο δρόμο, ίσως και να της περνούσε απαρατήρητος!
-Δημήτρη.. έκανε δυνατότερα, εγώ είμαι η Θάλεια.
Το σώμα παρέμεινε ακίνητο κι ανέκφραστο.
-Δημήτρη μου σε παρακαλώ μίλα μου, δεν ήξερα, μόλις σήμερα το πρωί έμαθα..
Μη παίρνοντας απάντηση, έσπασε, την πήραν τα δάκρυα.
Να ήξερες πόσο μου έλειψες! Κράτησε το χέρι του για ώρα μέσα στο δικό της.
-Ξέρεις; Ξέρεις ποιο είναι το ποιο αστείο από όλα; Τρόμαζα στην ιδέα μιάς υποτιθέμενης συνάντησης μας. Φοβόμουν τον θυμό σου, ξέρω τίποτα δεν θα έλεγες.. τα μάτια σου όμως θα σε πρόδιδαν, θα με αποδοκίμαζε το βλέμμα σου Δημήτρη.
Και τι δεν θα έδινα να μου μιλούσες αυτή τη στιγμή κι ας με έδιωχνες. Ας με κοιτούσες υπεροπτικός και κακιωμένος, μόνο να μίλαγες!
Χάιδεψε τρυφερά την παλάμη του. Σχημάτισε μέσα της ένα Δ, μεγάλο και με στρογγυλεμμένες γωνίες. Μέσα σ ένα τέτοιο Δ τρύπωσε και χάθηκε χρόνια πριν. Στο ίδιο ξαναχανόταν τώρα! Μόνο που οι γωνίες του είχαν γίνει αιχμηρές αναμνήσεις και την βελόνιαζαν.
Τον χάιδευε, έτσι όπως έκανε πάντα, τότε, πριν από…
Παιδιά έπαιζαν μαζί. Στις γιορτές, τις διακοπές, στο Δημοτικό, στο Λύκειο στα φροντιστήρια, ακόμη και στη σχολή. Παντού μαζί!
Όλοι, η οικογένεια της, η οικογένεια του, οι φίλοι τους, το θεωρούσαν δεδομένο, πως και η μετέπειτα ζωή τους θα ήταν μία κοινή συνέχεια του εφηβικού τους έρωτα.
Πόσο μισούσε τα δεδομένα. Τα σίγουρα. Γιατί είναι αυτά που φέρνουν τις πιο μεγάλες αλλαγές. Τις πιο μεγάλες φουρτούνες. Τα πάνω κάτω. Το μέσα έξω. Εκεί που λες μια χαρά είμαι τώρα, ας αφεθώ, εκεί φοράς τα ρούχα σου ανάποδα και λες κι ευχαριστώ. Για να αποφύγεις τα ακόμη χειρότερα!
Τελειώνοντας την σχολή, ο Δημήτρης άρχισε να έχει λόγο στην εταιρεία του πατέρα του.
-Έλα να δουλέψεις μαζί μου της ζήτησε.
-Άσε με να το σκεφτώ.. του είχε απαντήσει αυτή.
-Τι συμβαίνει Θάλεια;
-Τίποτα Δημήτρη..
Λίγες εβδομάδες μετά γνώρισε τον Πέτρο. Ένας Αθηναίος φωτογράφος, συνεργάτης ενός περιοδικού, που βρέθηκε για λίγους μήνες στην πόλη τους. Την κέρδισε η σπιρτάδα και το χιούμορ του. Τα υπόλοιπα δεν τα είδε, ή έκανε πως δεν τα είδε.
Το ίδιο βράδυ, σ ένα μπαράκι, ζήτησε από τον Δημήτρη να χωρίσουν.
Λίγους μήνες αργότερα του κοινοποιούσε την απόφαση της να κατέβει Αθήνα. Εν τω μεταξύ είχε χάσει τους γονείς της.
Ήταν χαρούμενη που της δινόταν η ευκαιρία να φύγει. Εκεί το μόνο που ένιωθε ήταν μια μόνιμη τριχιά γύρω από τον όμορφο λαιμό της. Πνιγόταν. Ανάσαινε δύσκολα σαν κάτι να την δυσκόλευε στην αναπνοή. Είχε πέσει σε κατάθλιψη, έτρεχε σε ψυχολόγους, έπαιρνε αντικαταθλιπτικά.
-Εσύ ήσουν που δεν θα μ άφηνες ποτέ;
Θα είμαι δίπλα σου Δημήτρη, όποτε με χρειαστείς, όποτε με ζητήσεις θα είμαι Εδώ.
-Τι έτσι; Δεν θέλω έτσι, εσένα θέλω το καταλαβαίνεις; Θέλω εσένα δίπλα μου!
Θα μιλάμε Δημήτρη, θα μιλάμε καθημερινά σου του υπόσχομαι.
Πίστευε τότε, πως με το να ακολουθήσει τον Πέτρο, ξεπερνούσε τις συμβάσεις. Μα δεν ήξερε πόσο βαθιά θα συμβιβαζόταν στην νέα της ζωή.
Κλείστηκε ηθελημένα στο κελί που της έφτιαξε. Το φτιασίδωσε κι όλα με καινούργια έπιπλα, ασημικά, σπίτι στην εξοχή, φουσκωτό!
Η ζήλεια του όμως υπονόμευε και την πιο μικρή χαρά της, η απουσία του έφτανε ώστε να ζει με ένα διαρκή φόβο απώλειας.
Άνθρωπος συναισθηματικά ανάπηρος. Ένας άνθρωπος που αδυνατούσε να αγαπήσει, που εκμεταλευόταν όποιον είχε την ανάγκη του, ένας εγωιστής αυτός ήταν ο Πέτρος!
Πόσα έχω να σου πω να ‘ξερες! Για τους φόβους μου που δεν σου μίλησα ποτέ. Τρύπωναν μέσα μου σαν εφιάλτες τις νύχτες.
Για τις αναμνήσεις μου που έκαιγαν τον νου και την ψυχή μου.
Για τα όνειρα μου, θυμάσαι, γέλασες κάποτε, κι είχες δίκιο, απόδειξη τούτη δω η στιγμή. Δεν ήθελα να δεχτώ την ήττα μου επιστρέφοντας Δημήτρη!
Τα λάθη μου, τα Αν, τα Ισως.. ποτέ δε σου μίλησα για όλα αυτά, έπρεπε να υποστώ τις συνέπειες της απόφασης μου. Έπρεπε να δείχνω ευτυχισμένη και χαρούμενη.
Έπεσα με τα μούτρα στην δουλειά. Έγινα η καλύτερη συνεργάτης των περιοδικών. Η
πιο σπουδαία φωτογράφος.
Κάνε κουράγιο, κάποια μέρα, όλα αυτά θα τελειώσουν, κι εσύ θα μπορέσεις να σταθείς στα πόδια σου, και τότε θα σου δείξω την καινούργια μου δουλειά. Μία κατάθεση ψυχής, της δικής μου ψυχής Δημήτρη! Την έχω πουλήσει ήδη στο καλύτερο περιοδικό! Θα κάνει θραύση!
Αναπολούσε το παρελθόν, μιλούσε δυνατά και γελούσε σαν να διηγιόταν ένα παραμύθι εκ των προτέρων γνωστό και στους δύο. Όταν πέρασε ο χρόνος της επίσκεψης, τον φίλησε τρυφερά στο μάγουλο.
Έπιασε την Ντίνα από το μπράτσο και βγήκαν έξω στον καθαρό αέρα. Ανάσαναν και οι δύο βαθιά μια νύχτα δροσερή. Ένιωσε τύψεις και συνάμα τυχερή που μπορούσε και χαιρόταν μια τέτοια βραδιά το φεγγάρι.
Έβγαλε τσιγάρο. Πρόσφερε και στην Ντίνα. Από εκεί και ύστερα άρχισαν οι ερωτήσεις. Οι απαντήσεις έβγαιναν χαμηλόφωνες, στάζοντας κρύο ιδρώτα.
Ο Δημήτρης τελευταία δεν ξεχώριζε την μέρα από την νύχτα. Εργαζόταν ακατάπαυστα. Οι σχέσεις του με το άλλο φύλο ήταν πολλές και σύντομες. Δεν ήθελε δεσμεύσεις. Το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν η δουλειά. Έβαζε συνεχώς πλάνα. Κι όταν τελείωνε με επιτυχία το ένα σχέδιο, δημιουργούσε άλλο. Τι αξία έλεγε έχει μια ζωή δίχως στόχους;
Έκλαιγε η Ντίνα και της τα έλεγε. Παράπονο έσταζε το στόμα της.
-Του έλεγα να συνεχώς.. πρόσεχε.. πρόσεχε.. σα να ήξερα..
Λαχτάρησαν να συναντήσουν ένα Θεό και να τον παρακαλέσουν με όλη τους τη δύναμη..
Όταν οι άνθρωποι παρακαλούν με όλη την δύναμη της ψυχής τους, ο Θεός λυπάται και κρατάει σημειώσεις. Εκείνη την μέρα, το χαρτάκι όπου γράφτηκε η ευχή της Θάλειας, φαίνεται πως το έκλεψε και το έκρυψε κάποιος σκανδαλιάρης άγγελος.
Την κηδεία του Δημήτρη, συντρόφεψε ένας ουρανός γεμάτος μαύρα σύννεφα. Έριχνε μια βροχή δυνατή, όλο θυμό κι εκδίκηση.
Ήταν η μόνη που δεν φορούσε σκουρόχρωμα ρούχα. Κρατούσε μία μεγάλη κόκκινη ομπρέλλα. Τα μεγάλα μαύρα γυαλιά έκρυβαν τα πνιγμένα στο κλάμα μάτια της.
Η αδερφή του ήταν απαρηγόρητη. Η Θάλεια την κρατούσε στην αγκαλιά της. Ζαλισμένη από τα ηρεμιστικά, της είχε μείνει μόνο μια μικρή δύναμη που έβγαινε από το στόμα της μ ένα ξεψυχισμένο ‘’γιατί’’.
Ένα μήνα μετά, έκανε τσιγάρο, καθισμένη στην δυτική πλευρά του φρεσκοπεριποιημένου σπιτιού της, παρατηρούσε τους ψαράδες στο λιμάνι. Οι περισσότεροι, ήσαν ηλιοκαμμένοι Αλβανοί, που καθάριζαν κάτι κίτρινα απλωμένα δίχτυα μετά την τελευταία ψαριά. Δυό τρεις έδειχναν να μιλούν πολύ έντονα μεταξύ τους. Η μυρωδιά της θάλασσας έφτανε ως επάνω. Φύκι, ιώδιο κι αλμύρα.
Οι μικρές ήττες της ως τώρα ζωής της. Ο Πέτρος τις έλεγε ‘’εμπειρίες’’, ο Δημήτρης, ρομαντικός, περίμενε πάντα πως κάτι θα αλλάξει! Η αγάπη έλεγε όταν είναι πραγματική δε χάνεται, είναι πάντα εκεί.
Περίμενε την Ντίνα, να της πει τα νέα.
Είχε δει ένα πολύ καλό μαγαζί στο κέντρο της πόλης και το διαπραγματευόταν, ίσως κατόρθωνε καλύτερη τιμή κι ένα πιο συμφέρον συμβόλαιο.
Ότι έπρεπε για να στεγάσει το εργαστήριο της!!
Στην Αθήνα κατέβηκε ίσα με μία φορά, όσο για να αμπαλάρει τα απαραίτητα και να τα στείλει επάνω με μια φορτωτική!
Έξι μήνες μετά, είχε το διαζύγιο στα χέρια της..
Πήρε την Ντίνα στο κινητό..
Διάλεξε καλό εστιατόριο φιλενάδα, σήμερα κερνάω εγώ!
Καλησπέρα,
ReplyDeleteτο διάβασα όλο!Εντελώς :)
Μ' άρεσε,ακόμα και ο κάπως ελλειπτικός χαρακτήρας του...
περίμενα ένα ποιο συγκινησιακά φορτισμένο τέλος ως ξέσπασμα αφού με οδηγούσες συγκινημένο αλλά κι αυτό το τέλος δεν με χάλασε,ωραία ήπιο ήταν.
Γράφεις καλά,δυνατά.
@..κωνσταντινε μου..
ReplyDeleteκαι μονο για το κουραγιο και την υπομονη σου αξιος συγχαρητηριων.. :)))
ηταν μια προσπαθεια να γραψω πρωτη φορα κατι τοσο μεγαλο..
χχμμμ δυσκολο..οχι αυτο..αυτο που θα ηθελα, ετσι οπως θα το ηθελα ωστε εγω να ειμαι ικανοποιημενη..
πολυ δουλεια και κουραζει..
το τελος ηθελα να ηταν αυτο..ηταν μια ευκαιρια να δει η Θαλεια την πραγματικοτητα..εκει ανηκε!!
ευχαριστω για τον χρονο σου
καλο βραδυ
Το διάβασα όλο, με μεγάλη προσοχή. Όχι σκανάρισμα, μη νομίζεις, πρέπει να τα λέμε. Πολύ με άγγιξε. Η ζωή, οι συμπτώσεις, οι αποφάσεις, όλα οδηγούν στο σήμερα.
ReplyDeleteκαλή βδομάδα
@..σοφια..
ReplyDeleteσε αγγιξε..
ειναι φορες που φευγεις απο την μια κατασταση πιστευοντας πως καταριπτεις τις συμβασεις..και βυθιζεσαι ολοσδιολου στον συμβιβασμο..
φιλι
Αγκαλίτσα μου, πολλά... πολλά είπες... και όχι, δεν κουράστηκα. Ξέρεις, περίμενα να ακουστεί η ευχή, αλλά αυτό δε είναι το τίμημα; Και χάρηκα για την κόκκινη ομπρέλα. Ακόμη και για την βροχή. Κάθε που βρέχει νιώθω πως ο Θεός μου, καταλαβαίνει, και κλαίει κι αυτός. ΔΕν είναι εγωιστικό. Κάθε νέα αρχή, θέλει και το τέλος του από πίσω..
ReplyDeleteΝα γράφεις...
Θα με πάεις τώρα μια αγκαλιά;
@..καναρινενια μου..
ReplyDeleteειναι καποιες ευχες που πραγματοποιουνται..οι πιο πολλες στα παραμυθια..η ζωη δυστυχως μας στελνει αλλα μηνυματα.. ;)
αγκαλιτσα;;;
ελα μου το
νααα τοοοσα μεγαλα λανοιξαν τα χερια μου, ναι;
φιλι γλυκο μου κοριτσι
Δεν 8α αφησω σχολιο ..
ReplyDelete8α το ξαναδιαβασω ! Παλι και Παλι! πολυ καλο! Καταθεση ψυχης..
καληνυχτα με το Φεγγαρι αγkαλια :-)
Είναι παράξενο το πως αλλάζουν οι ζωές. Τίποτα δεν είναι δεδομένο και πολλές φορές είναι οι απώλειες που μας δείχνουν το δρόμο.
ReplyDeleteΠολύ καλό και δυνατό!
ReplyDeleteΤόσο πολύπλοκη η ζωή.
ReplyDeleteΑπρόβλεπτη και με κάτι αλυσίδες που σε πηγαίνουν εκει που δεν το περιμένεις.
Συμφωνώ, δεν μπορεις να διαγράψεις κομάτια από τη ζωή σου.Μόνο να τα βάλεις σε μιαν άκρη.
Μου αρέσει το μαύρο. Πολύ. :-)
παρα πολυ καλο
ReplyDeleteχωρις σχολιασμο στα ιδιαιτερα του για να μην το χαλασω
Κριμα να χρειαζεται ενα σοκ για να συνειδητοποιησεις οτι μπορεις να γυρισεις καπου οταν καταλαβεις οτι ο μονος που σε διωχνει απο παντου ειναι ο εαυτος σου!
ReplyDeleteΟ Δημητρης μπορει να μην ηταν καν ο ιδιος, τιποτα δεν θα ηταν το ιδιο με πριν. Σιγουρα τα βηματα ομως γινονται πιο σταθερα και η ανασες ευτυχιας ειναι μεγαλυτερες....στιγμες, στιγμες που βρεχει και εσυ δεν κρατας πια ομπρελα :)
Καλο απογευμα φεγγαρενια μου!
Πρώτη μου επίσκεψη στο blog σου και το κείμενο με καθήλωσε!!! Απλά υπέροχο...
ReplyDelete@..χειμωνιατικη λιακαδα..
ReplyDeleteκι εχει μια γλυκια λιακαδα εξω σημερα, να το ξαναδιαβασεις καλη μου..
καλημερα σου
Δεν έχω λόγια. Το αύριο είναι τόσο μικρό κι ας φαίνεται τεράστιο... μα τι θα ήμασταν χωρίς τα λάθη μας...
ReplyDelete@..λακη..
ReplyDeleteτοσο ευκολα, οσο κι ενα τσιμπημα στο μαγουλο..
@..anel..
ReplyDeleteχαιρομαι που το
απολαυσες
@..δεσποινα..
ReplyDeleteγια το μαυρο θα πω, ειναι απλα μια αλλαγη, επουδενι δεν εκφραζει την ψυχολογια μου..ναι;
@..orelia..
ReplyDeleteειδικα εσυ νομιζω πως με χαιδευεις..ξερεις πως θα ηθελα να ηταν πολυ πολυ καλυτερο..
σιγα σιγα ισως..
ισως παλι και ποτε..
αλλα κι απο μονο του παλι θετικο ναι;
Είναι αλήθεια πως η πραγματικότητα έχει πάντα την τελευταία λέξη, όσα σχέδια κι αν κάνουμε στη ζωή μας.
ReplyDeleteδεν διαβασα τι ακριβως εγραψαν οι υπολοιποι για να ξερω αν εγω ειδικα σε χαϊδευω..!
ReplyDeleteαλλα σε διαβεβαιω πως σχολιασα αμεσα οπως αισθανθηκα τελειωνοντας το θεμα σου
ηταν οτι μου εβγαλε
αν καθησω να το αναλυσω στις λεπτομερεις του, δεν θα ειμαι εγω
επισης δεν ειμαι βιβλιοκριτικος.. οποτε, δικαιουμαι να υπερβαλλω αν κατι μου αρεσει :)
οπωσδηποτε κι απο μονο του ειναι θετικο
αλλά δεν ειναι μονο του
εχεις γραψει κι αλλα μεγαλα που ηταν εξ ισου δυναμικα αν οχι ομορφα(για να μη λες πως σε χαϊδευω)
κι επειδη εχω μνημη, θα σου θυμησω αυτο που περιεγραφες μιαν σκηνη βιασμου(;) σε παραδρομο της Αγγελακη
θαναι κανα δυο χρονια πριν
υπαρχουν ομως σιγουρα κι αλλα
αν γραφεις σαν ασκηση για να το "εκμεταλλευτεις" αργοτερα επαγγελματικα ας πουμε, με την εξασκηση, ναι! σιγα σιγα σίγουρα θα ειναι ακομη καλυτερα τα οσα πραγματευεσαι
μα να θυμασαι... κανενος ποτε, ακομη και των πολυ εμπνευσμενων δημιουργων, δεν ηταν ολα τα δημιουργηματα τους το ιδιο αρτια.. :)
καλο βραδυ
@..dee dee ..
ReplyDeleteτιποτα δεν θα ηταν ιδιο..
ο δημητρης θα την εβλεπε με τροπο διαφορετικο, αφου πληγωμενος ειδε με αλλο τροπο τις γυναικες..ισως δεν την εμπιστευοταν ποτε πια..
η θαλεια, απλα απετυχε στους στοχους της..
χαμογελο;ε;
@..ellie..
ReplyDeleteτι να πω; σ ευχαριστω γλυκια μου..
καλως ηρθες
@..freedula..
ReplyDeleteτι ομορφα ομως που θα ηταν να ηταν η ζωη στρωμενη με ροδοπεταλα!!
θα βαριομασταν λες;
μμμ εγω θα το ηθελα και αυτο..να κανω ευχες και απλα να πραγματοποιουνται..τι ευτυχια!!
:)))))))
@..caesar..
ReplyDeleteετσι ειναι..οι στροφες που δεν ξερεις τι κρυβουν παντα!!
μας κολησες ;)
τοχει ο καιρος φαινεται
καλο σου βραδυ
@..ορελια..
ReplyDeleteμερικες φορες εχω την αισθηση πως μου βαζεις κατσαδα..
και τοτε ναι, θυμαμαι την ιδιοτητα σου..
αλλα πιστεψε με δε το βλεπω εξ αρχης ετσι..
απλα ξερω..Σε ξερω..κι αν θες πες το αντιθετο..δεν αφηνεις θετικο σχολιο αν δε σ αρεσει πολυ..μα παρα πολυ..
κι επειδη εμενα δεν μου αρεσε παααρα πολυ, αρα γιατι να συμβει αυτο σ εσενα (λογικη δικη μου αυτη χεχε) λεω πως με χαιδευεις..
μια παρανυχιδα μονο οχι πολυ!!
παω να δω ταινια..
φιλι
Καλησπέρα Φεγγαρένια μου
ReplyDeleteΤο διάβασα και χάθηκα στις λέξεις και τις φράσεις σου ... πολύ όμορφο και δυνατό !!!
Ζούμε κάνοντας επιλογές που μας οδηγούν σε άγνωστα μονοπάτια κάθε φορά .... ο τελικός όμως προορισμός είναι πάντα ο εαυτός μας ... εκείνον καλούμαστε να γνωρίσουμε και παρόλο που τον κουβαλάμε πάντα μαζί μας τον βλέπουμε μόνο μέσα από τα μάτια των άλλων ...αυτών που πάλι εμείς θα επιλέξουμε να πρωταγωνιστήσουν στο έργο της ζωής μας .... Η Θάλεια διάλεξε τον Δημήτρη και τον Πέτρο για να την οδηγήσουν ένα ακόμα βηματάκι στον δρόμο της αυτογνωσίας της ... και το βιβλίο έχει πολλές σελίδες ακόμα .
Θέλω να σ' ευχαριστήσω για την τιμή να πρωταγωνιστεί η πόλη μου στο υπέροχο κείμενο σου .
Μόνο μια μικρή διόρθωση :) Στα ψαροκάικα τα τελευταία χρόνια δουλεύουν μόνο Αιγύπτιοι ... θαλασσινός υπέροχος λαός που κατέχει την τέχνη ...και κάθε φορά που φεύγουν (περίπου στους έξι μήνες ) γεμίζουν τις αποσκευές τους με δώρα για τις εκεί οικογένειες τους .
Να έχεις μια υπέροχη νυχτιά γλυκιά μου !!!
Δεν απετυχε η Θαλεια!
ReplyDeleteΕκανε λαθη, οπως κανουμε ολοι, αλλα ειχε την δυναμη να επιστρεψει, να ερθει αντιμετωπη με τη ζωη της και να κανει μια νεα αρχη!!
Εγω δεν ξερω πολλους με τετοια δυναμη!!!
:) ;)
xxxxxx
@..ηλια μου..
ReplyDeleteσ ευχαριστω για την διευκρυνηση..
οσο για την επιλογη της πολης..ειναι πολυ αγαπημενη μου..
αν ποτε, αν ποτε εγραφα κατι ακομη πιο μεγαλο σε εκταση, θα ηθελα ενα μερος της ιστοριας να διαδραματιζεται στους δρομους της Καβαλας..
καλημερα να εχεις..
βλεπω εναν αδυναμο πρωινο ηλιο σημερα πισω απο τα συννεφα
@..dee dee
ReplyDeleteεχεις δικιο..
οι πιο πολλοι,την κανουμε με ελαφρια πηδηματακια,εαν μας τηλεφωνησουν και μας πουν ''ο ταδε ειναι στην εντατικη''
ηταν ομως και η γενεθλια πολη της, ο τοπος της, η κολλητη της..
ειναι που ηταν και μονη..
φανταζομαι πως ισως εκλεινε και ψυχρα το τηλεφωνο, εαν ζουσε ευτυχισμενη..
καλημερουδια χαμογελακι μου!!!
αν, οπως ισχυριζεσαι, με ξερεις, τοτε γιατι αυτη η κουβεντα;;
ReplyDeleteειλικρινα δε ξερω σε τι να απαντησω!
παρεπιπτοντως, εβαλα ερωτηματικο σε παρενθεση διπλα στην λεξη βιασμος οταν αναφερθηκα σε μια πολυ παλια εγγραφη σου γιατι κι εγω δε θυμομουν πολυ καλα αν ηταν οντως τετοια η σκηνη ή απλα μια εντονη ερωτικη σκηνη που εξελιχθηκε στο δρομο
αλλά, εσυ που γραφεις, που ειναι τα δημιουργηματα σου, θα ξερεις που να το βρεις και να το επαναφερεις στην μνημη σου
και για να συμπληρωσεις τις γνωσεις σου για μενα, να σου πω πως αντιθετα με οτι εκτιμας, σχολιαζω ακομη κι αν δεν μου αρεσει κατι παρα πολυ σαν συνολο αλλά με αγγιζει στα επι μερους
καλο απογευμα :)
"Ό,τι αξίζει πονάει, κι είναι δύσκολο
ReplyDeleteγια να μην υποφέρεις φύγε μακριά μου, κρύψου από μένα
δεν ξέρω αν φεύγεις, τώρα, για το λίγο μου
ή αν αυτό που νιώθω ήταν πολύ
πολύ για σένα, πολύ για σένα
Για τις παλιές αγάπες μη μιλάς
στα πιο μεγάλα θέλω κάνουν πίσω
δεν άντεξαν μαζί και χάθηκαν μακριά
κρύφτηκαν στις σπηλιές χαμένων παραδείσων..."
Τα σέβη μου.
Χωρίς άλλο σχόλιο
Καλησπέρα
κι δυό φιλιά