''Στέλιο, θαρρώ πως κάποιος σκαλίζει μέσα στο σπίτι. Άντε να δεις. Σήκω που σου λέω!''
Φέρνουν βόλτα το δίπατο με την ανάσα της πικρή και λαχταρισμένη.
Είναι μόνοι. ''Όνειρο ήταν γλυκιά μου''. Την φιλάει.
Η Μέλια τυλίγει το χέρι της, φίκι στο μπράτσο του. Ελαφρωμένη από τον φόβο, μαλακώνει την ανάσα της στο στήθος του. Θερμαίνει τα χείλια της στο στόμα του.
Λίγο μετά, παίζει την γλωσίτσα της στην τρυφερή γούβα του αφαλού του. Αφήνει μέσα το σάλιο της και ξαναρουφάει την νοστιμάδα της γεύσης του.
Ταλαντεύεται σαίτα πάνω από το σώμα του. Τον καταπίνει μέσα της.
''Πες μου το, πες μου'' το εκλιπαρεί πάνω στον πόθο.
Πλησιάζει στο αυτί της. Υγραίνει το λοβό.
''Μελί.. Μελί mon cherrie της ψιθυρίζει.''
Στην έκσταση επάνω, παίρνει τούτες τις λέξεις, τις πλέκει όνειρα και κυλιέται μέσα τους. Όλη νύχτα.
Το πρωί, θα ξυπνήσει μόνη. Θα βρει το σημείωμα. ''Μελί.. mon cherrie, στα δάχτυλα των ποδιών σου ζω'' θα της έχει γράψει ο Στέλιος, γεννημένος από Γαλλίδα μητέρα.
Δίνει οδηγίες στην μαγείρισα, φρεσκοπλυμμένα πατώματα, καλογυαλισμένα ασημικά, πουλερικό μαγειρεμένο σε πορτοκαλόζουμο. Να μοσχοβολά το σπίτι ρίγανη και βασιλικό.
Να ανθίσει το βάζο με λουλούδια του κήπου.
Πιάνει το τελαράκι και κεντά τη γλύκα δυό αγγέλων να βαστούν το μονόγραμμα της, με μπαμπάκι λευκό.
Ράβει με την βελόνα ροδοπέταλα και ρένει με ροδόζουμο.
Με ότι περισσεύει βρέχει τα σεντόνια.
Ξέρει πως η παγωνιά στον αέρα, φέρνει καταιγίδες. Κι αυτή χρειάζεται νύχτα καλοκαιρινή να κανακεύει ζαχαρένια σύννεφα.
Προστάζει την μαγείρισα, την μπακιρένια χύτρα ως απάνω με νερό. Να βράσει, να αμολύσει ατμό. Περνάει το πρόσωπο από πάνω, ν' ανοίξουν οι πόροι, να στάζει ομορφιά πρώιμου μπουμπουκιού.
Γεμίζει με το υπόλοιπο την ασημένια σκάφη.
Ξεγυμνώνεται. Ριγεί η ραχοκοκκαλιά της.
Χωρίζει βρεγμένα ακόμη τα μαλλιά σε τούφες. Τα δένει στρίβοντας σε κουρελάκια λινά. Γεμίζει το κεφάλι της άσπρους κόμπους.
Δυό ώρες μετά, φέρνει τον καθρέφτη μπρος της. Εκατό βουρτσιές να γίνουν σα μετάξι. Το βράδυ, τον βάζει να ξεχωρίσει μία μία τις μπούκλες της απαλά, να αποβάλλει σταλιά σταλιά την κούραση, πριν του δώσει να γλύψει την κάψα κάτω από το δαντελωτό εσώρουχο. Λάγνο και ζουμερό το θηλυκό κορμάκι. Στιλπνό κι αντρίκιο τ' αρσενικό. Τα άκρα της να τσαλαβουτούν στο σπέρμα.
Την αυγή, θα της γράψει πάλι, με την πένα υγρή από μελάνι. ''Μελί.. Μελί mon cherrie, στα δάχτυλα των ποδιών σου ζω.''
Θα ξυπνήσει μόνη.
Θα ανοίξει το βυσσινί συρτάρι, και θα αφήσει να κυλήσει το σημείωμα, μαλακά πλάι στα άλλα.
Στο ημερολόγιο της, στην σημερινή άγραφη ακόμη σελίδα, μ ένα παχύ, γνώριμο σημάδι, θα σημειώσει άλλη μιά νίκη!