.
Τριγυρνούσαμε σχεδόν όλες τις λιγοστές αυλές, ήταν μικρό το χωριό, χτυπούσαμε τις πόρτες, ανταλλάσαμε καλημέρες, εμένα με κοιτούσαν πάντα σα ξένη, ποιανού είσαι εσύ με ρώταγαν, ζητούσαμε, τι θα μας δώσετε μέρα που είναι λέγαμε, μας έκοβαν από κανένα ανθισμένο δέντρο, τα τριαντάφυλλα λιγοστά, πρασινάδα μπόλικη, κάποτε τέλειωνε η γύρα, προς το μεσημεράκι τα κορίτσια τα έβρισκες στο ύψωμα, στο μικρό εκκλησάκι του προφήτη Ηλία να στολίζουν τον επιτάφιο.
Στις γιρλάντες, έβαζα το χεράκι μου κι εγώ, τις φτιάχναμε από πασχαλιές, παίρναμε ένα ένα τα μικροσκοπικά μυρωδάτα ανθάκια και τα περνούσαμε από μια φυσική τρυπούλα, όλα σε μια κλωστή μεγάλη, κι αυτά μετά, αφού τέλειωνε όλο το στόλισμα, έμπαιναν χαλαρά σα τελευταία πινελιά από πάνω.
Στην ανάσταση, πήγαινα πάντα με καινούργια ρούχα και κλάμματα. Ο χώρος της εκκλησίας με πίεζε. Είχα πάντα την αίσθηση πως οι συνηθισμένοι άνθρωποι γύρω μου κάτι άλλο ήθελαν να δείξουν εκεί μέσα, το οποίο δε μπορούσα να εξερευνήσω αλλά ούτε να συμβιβαστώ.
Θυμάμαι ένα μπλουζάκι κοντομάνικο κόκκινο, μερσεριζέ το έλεγε η μαμά μου, μια άλλη φορά ένα παντελόνι κίτρινο, και μια άλλη ένα κόκκινο καρώ, πάντα από τα πιό μοδάτα της αγοράς και παπούτσια λευκά, μπαλαρινέ.
Πρόσεχε να μη στάξει κερί επάνω σου, μου φώναζαν κι όλη μου η χαρά ήταν αυτή η μοναδική στιγμή που θα άναβα τη λαμπάδα μου.
Αυγά κόκκινα, παίρναμε μαζί μας, από το μεγάλο ταψί που ήταν κρυμμένο κάτω από το ντιβάνι, πάνω από εκατό, μεριμνούσε για αυτό κάθε χρόνο η γιαγιά μου, μαζευόμασταν και πολλοί, αδέρφια, ξαδέρφια, θείοι, θειές..
Στην ανάσταση, όλοι είχαμε μαζί μας από ένα αβγό, και τσακ τσουκ σπάγαμε ο ένας του άλλου, και νικητής ήταν αυτός που το αβγό του θα έμενε ανέπαφο. Είχα μάθει να διαλέγω τα πιό μικρά και στενά, που δεν ήταν κούφια, αλλά θυμάμαι μια χρονιά που ένα από τα ξαδέρφια μου είχε φέρει ενα ψεύτικο ξύλινο, και μας τα είχε σπάσει ολονών, μέχρι που κάποιος το μαρτύρησε.
Την παρέα μου την ξαναέβλεπα τη μέρα του Πάσχα το απόγευμα, αγαπιόμασταν, μα δύσκολα τακίμιαζα μαζί τους, είχαν το δικό τους τρόπο, που μέχρι εγώ να τον ξαναμάθω κάθε φορά που ξαναερχόμουν, περνούσαν γρήγορα οι μέρες κι έφευγα.
Τριγυρνούσαμε σχεδόν όλες τις λιγοστές αυλές, ήταν μικρό το χωριό, χτυπούσαμε τις πόρτες, ανταλλάσαμε καλημέρες, εμένα με κοιτούσαν πάντα σα ξένη, ποιανού είσαι εσύ με ρώταγαν, ζητούσαμε, τι θα μας δώσετε μέρα που είναι λέγαμε, μας έκοβαν από κανένα ανθισμένο δέντρο, τα τριαντάφυλλα λιγοστά, πρασινάδα μπόλικη, κάποτε τέλειωνε η γύρα, προς το μεσημεράκι τα κορίτσια τα έβρισκες στο ύψωμα, στο μικρό εκκλησάκι του προφήτη Ηλία να στολίζουν τον επιτάφιο.
Στις γιρλάντες, έβαζα το χεράκι μου κι εγώ, τις φτιάχναμε από πασχαλιές, παίρναμε ένα ένα τα μικροσκοπικά μυρωδάτα ανθάκια και τα περνούσαμε από μια φυσική τρυπούλα, όλα σε μια κλωστή μεγάλη, κι αυτά μετά, αφού τέλειωνε όλο το στόλισμα, έμπαιναν χαλαρά σα τελευταία πινελιά από πάνω.
Στην ανάσταση, πήγαινα πάντα με καινούργια ρούχα και κλάμματα. Ο χώρος της εκκλησίας με πίεζε. Είχα πάντα την αίσθηση πως οι συνηθισμένοι άνθρωποι γύρω μου κάτι άλλο ήθελαν να δείξουν εκεί μέσα, το οποίο δε μπορούσα να εξερευνήσω αλλά ούτε να συμβιβαστώ.
Θυμάμαι ένα μπλουζάκι κοντομάνικο κόκκινο, μερσεριζέ το έλεγε η μαμά μου, μια άλλη φορά ένα παντελόνι κίτρινο, και μια άλλη ένα κόκκινο καρώ, πάντα από τα πιό μοδάτα της αγοράς και παπούτσια λευκά, μπαλαρινέ.
Πρόσεχε να μη στάξει κερί επάνω σου, μου φώναζαν κι όλη μου η χαρά ήταν αυτή η μοναδική στιγμή που θα άναβα τη λαμπάδα μου.
Αυγά κόκκινα, παίρναμε μαζί μας, από το μεγάλο ταψί που ήταν κρυμμένο κάτω από το ντιβάνι, πάνω από εκατό, μεριμνούσε για αυτό κάθε χρόνο η γιαγιά μου, μαζευόμασταν και πολλοί, αδέρφια, ξαδέρφια, θείοι, θειές..
Στην ανάσταση, όλοι είχαμε μαζί μας από ένα αβγό, και τσακ τσουκ σπάγαμε ο ένας του άλλου, και νικητής ήταν αυτός που το αβγό του θα έμενε ανέπαφο. Είχα μάθει να διαλέγω τα πιό μικρά και στενά, που δεν ήταν κούφια, αλλά θυμάμαι μια χρονιά που ένα από τα ξαδέρφια μου είχε φέρει ενα ψεύτικο ξύλινο, και μας τα είχε σπάσει ολονών, μέχρι που κάποιος το μαρτύρησε.
Την παρέα μου την ξαναέβλεπα τη μέρα του Πάσχα το απόγευμα, αγαπιόμασταν, μα δύσκολα τακίμιαζα μαζί τους, είχαν το δικό τους τρόπο, που μέχρι εγώ να τον ξαναμάθω κάθε φορά που ξαναερχόμουν, περνούσαν γρήγορα οι μέρες κι έφευγα.
πάσχα στο χωριό..
ReplyDelete:)
γλυκό το οδοιπορικό σου σε πασχαλιές παιδικές
ReplyDeleteμε καινούργια ρούχα και με κλάμματα ε; ..παρομοίως χαχα
φιλί
Καλή Ανάσταση,φεγγαρένια μου! :))
ReplyDeleteφιλί
@ okeanida
ReplyDeleteαπο τα καλυτερα
@ μεγκυ
ReplyDeleteπαντα ετσι
χχχ
καλη ανασταση
@ καλη ανασταση ψυχη μου
ReplyDeleteΌμορφες αναμνήσεις πολύτιμες...
ReplyDeleteΣου εύχομαι ολόψυχα Καλή Ανάσταση και.... πρόσεξε, μην στάξει το κερί!!
Τι όμορφες μνήμες φεγγάρι μου. Πάνω κάτω κοινές για τους περισσότερους. Άλλη "μαγιά" είχαν εκείνες οι εποχές. Καλή Ανάσταση μικρή μου. Να μου χαμογελάς ;))
ReplyDelete