Nα κάτι τέτοιες μέρες σα κι αυτή ήταν που έπαιρνε ανάποδες στροφές το μυαλό του. Αργία σου λέει, μέρα ξεκούρασης αλλά αυτός ήταν χωρίς δουλειά τον τελευταίο καιρό. Μέρα για τραπεζώματα και παρέα αλλά αυτός όσο θυμόταν τον εαυτό του ήταν μόνος. Όλα του φαίνονταν βουνό και πιό πολύ εκείνη. Ή μάλλον η σχέση του μ΄εκείνη. Κι αν ήθελε να γίνει λίγο πιο ειλικρινής και πιο συγκεκριμένος, η εμμονή του μ΄εκείνη.
Κάτι τέτοιες μέρες, ερχόταν αντιμέτωπος με την αλήθεια. Εκείνη δε βοηθούσε σε τίποτα. Κάλυπτε πρόσκαιρα κάτι κενά που μετά αποκτούσαν διπλές και τριπλές διαστάσεις. Στον εαυτό του δεν έδινε απαντήσεις. Ίσως γιατί δεν έμπαινε στη διαδικασία να κάνει ερωτήσεις. Το ''πως'' το ήξερε. Το ''γιατί'' αγνοούσε. Συνήθεια, εξάρτηση ήταν λέξεις που είχαν περάσει πολλά χρόνια πριν από το μυαλό του. Χάιδεψε το μουσάκι του. Του φάνηκε σα να χάιδευε τα μαλλιά της. Πέρασε τη γλώσσα γύρω από τα χείλια του. Είχαν ακόμη τη γεύση της. Εκείνο το φιλί που του θύμιζε πάντα Ντουανό. Και Κάπα. Είχαν κάτι κοινό αυτές οι δύο εικόνες. Κάτι που δε μπορούσε εύκολα να προσδιορίσει.
Ή μάλλον ναι. Ακριβώς αυτό. Κτύπησε με μια γρήγορη κίνηση τα δυό δάχτυλα του δεξιού χεριού. Και στις δύο εικόνες που είχε στο μυαλό του, υπήρχε ένα φιλί. Ένας άνδρας και μια γυναίκα. Και πού ήταν το περίεργο; Μια μικρή βόλτα να κάνεις και συναντάς τόσα ζευγάρια να φιλιούνται.
Όμως εδώ συνέβαινε κάτι άλλο. Το ανδρικό χέρι κρατούσε τη μέση του κοριτσιού. Κι αυτό, το κορίτσι, ήταν ολότελα παραδομένο. Αυτό ήταν το κοινό και στις δύο ασπρόμαυρες εικόνες. Η απόλυτη παράδοση και συγχρόνως μια ευχαρίστηση που σ΄έκανε να χαμογελάς. Και να ζηλεύεις.
Αυτό ήταν που του πρόσφερε κι αυτή. Σαν ένα ποτήρι φυσικός χυμός. Απογείωση. Ενέργεια.
Απορούσε πως δε μπορούσε να το καταλάβει ο φίλος του. Να αυτός που μιλούσαν μαζί προχθές. Και του έλεγε την ιστορία. Εκείνος τον άκουσε προσεκτικά και του είπε πως όλο αυτό ήταν σαν ένα κατακόκκινο μπάλωμα στο γκρίζο ολόμαλλο παλτό του. Και πως αυτός πραγματικά δεν έμπαινε στον κόπο όχι μόνο να ξοδέψει χρήματα για ένα καινούργιο αλλά ούτε καν να κάνει μια προσπάθεια, να χαζέψει ένα περιοδικό μόδας ή να επισκεφτεί έναν ράφτη.
Κοίταξε έξω από το παράθυρο του. έβλεπε στη διασταύρωση των οδών Δημητρίου Γούναρη με Εγνατία. Την είδε να περπατά με τα λεπτά της τακούνια στο φαρδύ πεζοδρόμιο. Έβρεχε. Ο ήλιος στη δύση του. Θυμήθηκε και κοίταξε εκεί που είχε αφήσει βιαστικά την κόκκινη ομπρέλλα της την ώρα που την πήρε στην αγκαλιά του. Την βρήκε στην ίδια θέση. Την άρπαξε στα χέρια του κι έτρεξε στο ασανσέρ.
Θα την προλάβαινε πριν περάσει το μεγάλο δρόμο απέναντι..