Eίναι ένα σεντόνι, δώρο από τη μαμά μου, με φραμπαλά και σιέλ λουλουδάκια. Το κουβαλούσα μαζί μου, σε μια αυτοσχέδια τσάντα, το χρησιμοποιούσα τις ελαφρώς ζεστές μέρες της άνοιξης και του φθινόπωρου συνήθως κάτω από μια πικέ κουβερτούλα, κάθησα σε ένα παγκάκι, από εκείνα τα παλιά, από κόκκινο ξύλο που συνηθίζονταν στα πάρκα, και το έστρωσα διπλωμένο δίπλα μου. Ήταν λίγο νοτισμένο, αυτό σκέφτηκα και το άφησα εκεί να στεγνώσει.
Έφυγα, και πήγα σ' εκείνη την αγαπημένη γειτονιά που μοιάζει με νησί. Μου έφεραν τον καφέ μου κάτω από μια σκιά από φυλλώματα και κλιματσίδες. Εκεί που κάπνιζα ένα τσιγαράκι, να 'σου δυο φίλοι. Το πέρασμα του χρόνου, κάνει τους ανθρώπους ή να μισιούνται ή να αγαπιούνται πιό πολύ. Στην περίπτωση μας συμβαίνει το δεύτερο.
Φτιάχνουν ένα μαγαζί, σε ανοιχτά χρώματα με χιλίων ειδών γλυκά και αλμυρά καλούδια.
Χαρούμενη, πήρα ταξί. Αγωνία για το αν θα βρω το σεντόνι που είχα ξεχάσει.
Με τρόπο, χάζευα το πρόσωπο του ταξιτζή. Δεν μου ενέπνεε εμπιστοσύνη. Είναι αυτό που πάντα φοβόμαστε τις σκέψεις των αγνώστων που δεν έρχονται στην επιφάνεια, αυτή η αίσθηση ότι κρύβουν κάτι!
Ξαφνικά, πήρε άλλο δρόμο από αυτόν που του ζήτησα. Ήμουν σίγουρη ότι ήταν ένας. Τον ρώτησα που πάει. Μου απάντησε κάτι.. δεν τον πίστεψα.. άνοιξα βίαια την πόρτα, δεν είχε προλάβει να σταματήσει, κατέβηκα..
Μετά προφανώς ξύπνησα.. ούτε σεντόνι, ούτε ταξί..
No comments:
Post a Comment