Την συνάντησα τυχαία, ενώ πήγαινα στο γυμναστήριο.
Ήταν φανερά κουρασμένη, με βαθείς μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια. Είχα μόλις μασουλήσει ένα μικρό κομματάκι σοκολάτα, τη φίλησα και σκεφτόμουν πως θα με πρόδιδε η μυρωδιά. Φανερά, σχεδόν ζηλευτά αδυνατισμένη! Ένιωσα τύψεις για το δικό μου ατόπημα. ολοστρόγγυλες τύψεις με ροδαλά φουσκωτά μάγουλα!
Τις διαολόστειλα και ρώτησα τα νέα της. Κάτι είπε, κάτι είπα κι εγώ και μετά κόμπιασα. Πολύς ο καιρός. Τζίφος οι προσδοκίες. Τσακισμένα τα όνειρα. Δεν είχε κάνει παιδιά. Δεν υπήρχε σύζυγος. Εγώ δύο κι ένας αυτός τρεις. Να έχω να σκέφτομαι. Αυτή είχε τη μάνα της. Στα 80 φεύγα. Σε κλινική με άνοια. Κρατούσε μια σακούλα άσπρη. Χάρτινη. Της είχε αγοράσει καινούργιο νυχτικό. Με λουλουδάκια. Κόκκινα. Θα της την πήγαινε, θα της την άφηνε. Δεν θα έλεγε κουβέντα, θα έφευγε.
Την μισώ, είπε. Δε θέλω να τη βλέπω. Δε θέλω να υπάρχει. Μ' ενοχλεί το εκτόπισμα της. Με ενοχλεί το γέμισμα της. Κάποτε ήταν παραγέμισμα. Το μπουκώθηκα. Σα να στούμπωσα βαμβάκια το χώρο μου. Σα να έκοψα με μαχαίρι τον αέρα μου. Δεν χαμογελούσε ποτέ. Δεν γελούσε ποτέ. Δεν μιλούσε ποτέ. Ποτέ από τα βάθη της. Προσποιόταν. Τόσο ρηχά ήταν τα νερά που μ' έπνιξαν, είπε. Ένα ποντίκι, πέρασε κάθετα λίγο πιο πέρα από το σημείο του δρόμου όπου βρισκόμασταν. Ένα χοντρό καλοταισμένο ποντίκι. Άθελα μου, μου ήρθε στο νου η φάση με την θάλασσα τίγκα στα τουμπιανιασμένα τρωκτικά. Δυό ή τρία χρόνια πριν;
Χωρίσαμε. Δεν θα την ξανάβλεπα, δεν ζήτησα τηλέφωνο, δεν ξέρω καν αν έχει προφίλ στο facebook, ούτε πρόκειται να το ψάξω. Λίγο πριν κάτι μου έλεγε για τη μάνα της. Κάτι πως είχε τον τρόπο της και τη χειριζόταν. Η μάνα την κόρη. Πριν την αρρώστια. Η αρρώστια ήρθε σαν ανακούφιση. Σαν λύτρωση ένα περίεργο πράγμα.
No comments:
Post a Comment