Παρ' όλο που οι συνήθειες μας τα τελευταία χρόνια έχουν αλλάξει, πηγαίνω στο σπίτι της φίλης μου αρκετά συχνά. Κατοικεί σε έναν πολυσύχναστο λεωφορειόδρομο, σε μία πυκνοκατοικημένη γειτονιά, με παμπάλαιες οικοδομές γύρω τριγύρω. Σήμερα το πρωί, καθίσαμε στο ανατολικό μπαλκονάκι, και με τους καφέδες στα χέρια, πιάσαμε την κουβέντα. Κάποια στιγμή μου δείχνει το μπαλκόνι ακριβώς απέναντι. ''Κοίτα'' μου λέει, ''πάλι άπλωσε''.
Ήξερα τι θα δω πριν καν γυρίσω το κεφάλι μου γιατί αυτή η εικόνα μου ήταν τόσο γνωστή, σαν ντεζά βι ένα πράγμα. Ήταν ο πρώτος όροφος μιας πολυκατοικίας με χτιστά μπαλκόνια και κάγκελα που συνήθιζαν να χρησιμοποιούν οι εργολάβοι γύρω στα τέλη του '60. ένα μικρό, γωνιακό διαμέρισμα, όπου υπήρχαν επτά, ούτε πολύ μικρές, ούτε πολύ μεγάλες απλωμένες μπουρνουζοπετσέτες. Σε διαφορετικό χρώμα η κάθε μία, ξεθωριασμένο από την χρήση και τον καιρό.
Τις πρωτοείδαμε ένα χρόνο περίπου πριν. Καθόλου περήφανες, πολυκαιρισμένες, ωστόσο δροσερές και φρεσκομπουγαδιασμένες μέσα στη ζέστη του περσινού καλοκαιριού.
Και μετά τις ξαναείδαμε, και τις ξαναείδαμε, στο ίδιο κι απαράλλαχτο σκοινί πιασμένο ψηλά από τη μια ως την άλλη άκρη του σπιτιού, το καλοκαίρι τέλειωσε, το φθινόπωρο, ο χειμώνας, η άνοιξη και ξαναήρθε το καλοκαίρι και τούτες φανερά πολυχρησιμοποιημένες αλλά αγέρωχες, απλωμένες εκεί, κατά μήκος του μπαλκονιού, μία, καμμιά φορά και δυό φορές την εβδομάδα.
''Τι να τις κάνει;'' αναρωτηθήκαμε κι αρχίσαμε τις υποθέσεις από τότε. Βάζαμε διάφορα με το νου μας, κανένας εργένης που δεν πολυδίνει σημασία στην καθαριότητα, είτε κάποια κομμώτρια που αναγκαζόταν να δουλεύει με μικρό αντίτιμο στο σπίτι, είτε καμμιά μητέρα με μικρό παιδί και με μηδαμινή οικονομική άνεση.
''Ακόμη δεν έχει φανερωθεί ο ιδιοκτήτης αυτού του σπιτιού;'' ρώτησα τη φίλη μου, μου έγνεψε ''όχι''.
''Λες να είναι κανένας άντρας ή καμμιά γυναίκα άρρωστοι;'' εικάστηκα διαγκώνοντας τα χείλια μου, κι εκείνη την ώρα ακούστηκε ένα πολύ δυνατό ''νιαρρρρ'' , η γάτα της φίλης μου πηγαινοερχόταν στα πόδια μας από ώρα, έτριβε επάνω μας την ουρά της, έγλυψε λίγα ψίχουλα από τα μπισκότα μας, ωστόσο τώρα, είχε αναποδογυρίσει την πάνινο σάκο της αφεντικίνας της, έτοιμος για το απογευματινό κολυμβητήριο, είχε τραβήξει δυό χρωματιστές μπουρνουζοπετσέτες, τις είχε κάνει μαξιλάρι και στρογγυλοκαθόταν επάνω κοιτάζοντας μας με σημασία. ''Νιαρρρ'' ξανακούστηκε.. και τότε, μας ήρθε η φαεινή.. το είπαμε και οι δύο μας μ ΄ένα στόμα και μια φωνή.. ''στο κολυμβητήριο πάει'' και νομίζω πως ένα χρόνο μετά, τούτο δω το μυστήριο, αν μη τι άλλο λύθηκε επιβεβαιώνοντας πως πολλές φορές το προφανές το προσπερνάμε.