Τους χειμώνες τους ντύναμε με ένα μαύρο ημίπαλτο που το λέγαμε μοντγκόμερι. Ήταν ελαφρύ και είχε κάτι περίεργα κουμπιά σε σχήμα ελεφαντόδοντου που τα περνούσαμε μέσα από τις φαρδιές κουμπότρυπες και το κλείναμε ως επάνω, να μην παίρνει αέρα ο λαιμός. Τα κασκόλ έφταναν σχεδόν μέχρι το πάτωμα, ήταν πλεχτά και τα περνούσαμε χαλαρά πίσω από το κεφάλι.
Στις χαμηλές θερμοκρασίες κρυώναμε, όταν όμως χιόνιζε κρύο δε νιώθαμε. Ήταν τόση η χαρά, τόσο που το βλέπαμε να πέφτει, όσο και όταν βγαίναμε στις πλατείες και ήταν στρωμένο σα λευκό χαλί. Φορούσαμε γάντια και με τα χέρια μαζεύαμε μπάλες από αφράτο χιόνι, και τις ρίχναμε στην παρέα, η δική μου παρέα ήταν τότε η μικρή μου αδερφή, και η μεγάλη μου ξαδέρφη.
Παρ' όλο το νεαρό της ηλικίας μου, είχα μυστική ζωή.
Νομίζω πως ο άνθρωπος, είναι φτιαγμένος να στήνει φράχτες για να τους πηδάει. Ένα χοπ και έξω. Αυτό το έξω μπορεί να ήταν το οτιδήποτε, τώρα πια μου φαίνεται πως δεν είχε σημασία. Τότε, ήταν η κοπάνα από τις καθιερωμένες ώρες του σχολείου. Το άν περνούσες ή όχι καλά δεν είχε σημασία. Και όταν λέω ''καλά'' εννοώ αν έκανες κάτι άλλο που να είχε πραγματικό ενδιαφέρον. Ποτέ δε συνέβαινε αυτό. Αλλά είχες πηδήξει τον δικό σου φράχτη κι αυτό από μόνο του ήταν μια μικρή επανάσταση.
Επαναστάσεις δεν ζήσαμε. Αλλά τις παρακολουθήσαμε στις κινηματογραφικές ταινίες. Τις καταβροχθήσαμε όλες αχόρταγα χωρίς κανένα κίνδυνο τραυματισμού, ή έστω κάποιας άμυαλης μετατόπισης. Τις νιώσαμε κατά εκατοντάδες στο πετσί μας, καθισμένοι σε βυσσινιά καθίσματα τρώγοντας σοκολάτες γεμισμένες με κρέμα φράουλα. Είπαμε πολλά ''ναι'', είπαμε ακόμη πιο πολλά ''όχι'', όλα εκ του ασφαλούς.
Από μια ηλικία και μετά φοβάμαι πως η λέξη ''ασφάλεια'', αποκτά μια άλλου είδους έννοια.