Στην διπλανή αυλή, ζει ένας γάτος.
Όποτε μπαίνω ή βγαίνω από το σπίτι να 'σου και τον βλέπω να χοροπηδάει.
- Καλημέρα Στελίτσα! Αντίο Στελίτσα! Τι κάνετε σήμερα Στελίτσα! πάντα δείχνει απίστευτο ενδιαφέρον.
Πριν 40 μέρες, έβαλα σε ένα μεγάλο βάζο, κεράσια και ζάχαρη να γίνουν ποτό στον ήλιο.
- Τι είναι αυτό το βάζο; με ρώτησε.
Του εξήγησα, όσο μπορούσα πιο απλά ενώ παρατηρούσα τα δυό μεγάλα του μάτια που γυάλιζαν. Εν τω μεταξύ, με εκείνη τη σοδειά από κεράσια, έφτιαξα κι ένα γλυκό, που το έβαλα σε ένα παρόμοιο άλλο βάζο και το ακούμπησα στον πάγκο της κουζίνας μου, ανάμεσα στα μαχαιροπήρουνα και τα πιατικά.
Το γλυκό έγινε πολύ νόστιμο, κι εγώ λιτοδίαιτη εξ ανάγκης μετρούσα κάθε βράδυ, δυο κερασάκια με μια στάλα σιροπάκι να συνοδεύσουν το γιαούρτι μου.
Ο χρόνος, τα καλοκαίρια μοιάζει μη μετρήσιμος, θα πρέπει να πέρασαν μέρες τρεις, δεκατρείς, θα σε γελάσω. Πως κοιτάζω το βάζο ξαφνικά και τι να δω. Η στάθμη του ελαττωμένη. Κι εκεί που αρχίζω να σκέφτομαι για μυστήρια και μεταφυσικά, πλησιάζω στο ανοιχτό παράθυρο να πάρω λίγο αέρα. Μπροστά μου, στην αυλή. μισοκρυμμένος ανάμεσα σε δυό θάμνους, έγλυφε τα μουστάκια του. Η ουρά του γκρίζα και φουντωτή, κουνιόταν πέρα δώθε όλο νάζι και χαρά.
- Εσύ λοιπόν! του φώναξα θυμωμένος.
- Εγώ τί, Στελλίτσα; μου απάντησε με το πιό αθώο ύφος όλου του ντουνιά.
Δεν είπα τίποτα, με κλέφτη και ψεύτη δύσκολα τα βγάζεις πέρα. Έκρυψα το γλυκό στο βάθος του πιο ψηλού ντουλαπιού τοποθετώντας άλλα προιόντα μπροστά έτσι ώστε να μην είναι ορατό.
- Κι εγώ εδώ μέσα μάλλον θα το ξεχάσω αλλά κι εσύ δεν θα το ξαναδοκιμάσεις φίλε μου, είπα νιώθοντας μάλλον ενοχές γιατί μια αδυναμία του έχω. Μπορεί και δύο και δεν ξέρω αν έκανα καλά!