Δεν θυμάμαι, αλλά ίσως και να με κρατούσε από το χέρι. Σίγουρα οι δυό μας μοναχοί πηγαίναμε. -Πού πάμε παππού; - Θα σου δείξω. Αφού διασχίσαμε όλο το χωριό, μετά τα τελευταία σπίτια, βρεθήκαμε σε ένα χωράφι με σπαρτά. - Τί είναι αυτά παππού; - Καλαμπόκια μου απάντησε και μου έδειξε με τα χέρια του. Έψαχνα με μανία να τα βρω να ξεχωρίζουν από τα φυτά που για πρώτη φορά έβλεπα. Μα αυτά κρύβονταν από τα μάτια μου. -Μα πού είναι παππού, εγώ γιατί δεν τα βλέπω; Τότε έπιασε ένα που ήταν καλυμμένο, στο ίδιο χρώμα με όλο το υπόλοιπο φυτό, και το ξεγύμνωσε. Πέταξε τις φλούδες του κάτω στο χώμα κι έτσι αποκαλύφθηκε στα μάτια μου η αλήθεια πως τα καλαμπόκια στη φουφού ήταν κατακίτρινα σα το χρυσάφι μα στο καλαμποχώραφο κρύβονταν και σκεπάζονταν τάχα μου μη κρυώσουν. - Γιατί είναι έτσι παππού; - Για να μη τα βλέπουν και τα τρώνε τα πουλιά! Αλήθεια ή ψέμματα δε ξέρω μα από τότε εκείνη τη μέρα, εκείνο το χωράφι κι όλη την συζήτηση τα έβλεπα συχνά πυκνά στα πιο όμορφα όνειρα του ύπνου μου. Στα όνειρα που πραγματικά γαλήνευα. Μέχρι και σήμερα!
''Ενα φλιτζάνι καφές, ένα τσιγάρο που καπνίζεις και το άρωμά του σε διαπερνά, τα μάτια μισόκλειστα μέσα στο ημίφως του δωματίου... Δεν θέλω τίποτε άλλο από τη ζωή εκτός από τα όνειρά μου και αυτό... Λίγο είναι; Δεν ξέρω. Μήπως ξέρω τι είναι λίγο και τι πολύ;'' Φερνάντο Πεσσόα
Monday, July 19, 2021
καλαμποχώραφο
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
δυό πλευρές
Όλοι οι άνθρωποι έχουμε δύο πλευρές. Την μια, την άσχημη, την κρύβουμε επιμελώς. Κανείς δεν θέλουμε να την καταλάβει, θέλουμε να μας ...
No comments:
Post a Comment