Μου έλεγε πως θυμάται έναν ελληνικό καφέ, φτιαγμένο σε ένα περιθωριακό κουζινάκι πλάι από το δωμάτιο με τις κόκκινες καρέκλες.
Θυμόταν & το δωμάτιο που ήταν γεμάτο κούτες από ''ανταλλακτικά'', στο πάτωμα ένα βρώμικο μωσαικό, μηχανές, σιδερικά. Είχε χτυπήσει το μικρό δαχτυλάκι του δεξιού της ποδιού σε μια σιδερένια προεξοχή εκεί μου είπε, μα πόνο δε θα καταλάβαινε ακόμη κι αν κάποιος της αφαιρούσε ολόκληρο το πόδι. Ακολουθούσε την ζωή, όμως είχε αγκαλιάσει ένα ζαχαρένιο σύννεφο και πήγαινε. Πού πήγαινε κανείς δεν την ρώτησε αλλά ούτε κι αυτή ήξερε. Μερικές φορές γλυστρούσε από το σύννεφο και έπεφτε. Στην αρχή χαριτωμένα. Μετά όλο και με μεγαλύτερη δυσθυμία. Άλλες φορές πάθαινε υπογλυκαιμία κι άλλες πάλι ο διαβήτης χτυπούσε κόκκινο κι ας μη το έγραψαν ποτέ οι ιατρικές της εξετάσεις. Υπνωτισμένη, εθισμένη στη γλύκα που ξεχείλιζε το σύννεφο, έψαχνε την ετοιμολογία της λέξης ευτυχία, έμοιαζε να κολυμπά στη θάλασσα κλπ κλπ
*να κάτι τέτοια μου έρχονται στο νου όταν βιώνω πόνο ή απογοήτευση, ας ήμουν πάνω σε ένα ζαχαρωμένο σύννεφο κι ας έπεφτα. Αλλά πόνο σωματικό τουλάχιστον δεν θα ένιωθα. Ο πόνος θα ήταν ψυχικός κι αυτόν λίγο πολύ μάθαμε να τον αντέχουμε περισσότερο! Όχι;;;
No comments:
Post a Comment