Ξύπνησα, με ένα παράξενο συναίσθημα χαράς και πληρότητας στο στήθος, μια πεταλούδα με τόσο μεγάλα φτερά σαν πουλί, πετούσε προς το μπαλκόνι σου, τα παντζούρια καθαρά, είχαν ανοίξει και έμπαινε το πρωινό φως μέσα στο σπίτι. Ωωω αναφώνησα, δεν ήταν τίποτα που δεν το ήξερα ήδη, εσύ ο παλιός θα ήσουν και ο νέος ένοικος αυτού του πρόσφατα ανακαινισμένου ωστόσο κλειστού διαμερίσματος και να που είδα τα δικά σου ρούχα, μια μπλούζα κι ένα παντελόνι, αφημένα σε μια καρέκλα πλαστική , μια μουτζούρα μαύρη μέσα στα λευκά. Τα χελιδόνια επιστρέφουν στις χελιδονοφωλιές τους κι εμείς θα φωλιάζαμε πάλι ο ένας απέναντι από τον άλλον, επικοινωνώντας με τις γνώριμες μας παντομίμες.
*
Θα έπαιρναν τέλος τα σενάρια, να ζει; να πέθανε; να βρίσκεται σε κάποιο όμορφο ελληνικό νησί; ή μήπως βρήκε δουλειά και νέα ζωή στην Σουηδία; ή μήπως στην Γερμανία;
*
Αυτός που φεύγει αλλάζει ζωή, αυτός που μένει φαντάζεται.
*
Τότε που μου μήνυσες πως θέλεις να με δεις, έπρεπε να σε ρωτήσω πού πας; τί συμβαίνει;
Του μυαλού τα μπρος πίσω πάντα θα τα βασανίζει ένα ίσως!
ReplyDeleteπάντα και για τα πάντα!
Deleteκαλό σου βράδυ
:)
Delete