Αυτές τις μέρες, το στομάχι μου καταδέχεται περισσότερο το τσάι από τον καφέ, τα εισπνεόμενα σταμάτησαν τον έντονο βήχα κι έπειτα ξεκίνησε το συνάχι, καθοριστικό και απόλυτο στην γενικότερη κατάρρευση. Η μύτη μου έχει ζηλέψει τη μύτη του Ρούντολφ, μετά από τόνους πυκνόρρευστων εκκρίσεων κι έχω γεμίσει κι έχω πετάξει σακούλες με τόνους από χρησιμοποιημένα χαρτομάντηλα. Στα όνειρα μου σε βλέπω. Έρχομαι μεσάνυχτα κι αφήνω στο μαγαζί σου άλλες φορές μια σοκολάτα LACTA κι άλλες φορές ένα τριαντάφυλλο. Καμμιά φορά σε βρίσκω μέσα και σε παίρνω να πάμε μια βόλτα κρατώντας σε από το μπράτσο. Ακόμη; με ρωτάς. Ακόμη, σου απαντάω. Δεν αλλάζει εύκολα το μυαλό των ανθρώπων. Ακόμη καμμιά φορά κι αν ξέρουν πως αυτό τους διαλύει. Μερικοί άνθρωποι, βρίσκουν το συναίσθημα και την ομορφιά παντού. Άλλοι πάλι όλα τα βλέπουν μαύρα κι από όλα τα πουλιά του ουρανού θα διαλέγανε τα κοράκια και τις κάργιες. Εγώ θα διάλεγα ένα παπαγάλο για τα χρώματα και τη φωνή. Θα του μάθαινα να σου λέει σ αγαπώ κι αν τον δυσκόλευε θα το έγραφα σε ένα μικρό χαρτάκι και θα το έδενα στο πόδι του. Όταν δεν νιώθεις καλά, να γίνεσαι. Είναι φάρμακο το σ αγαπώ, είναι βάλσαμο τα χρώματα, είναι ό,τι άξιζε σ αυτή τη ζωή κι αν θα επέλεγα να ξαναζήσω σ αυτόν τον πλανήτη για αυτό το λόγο θα το επέλεγα.
Είχα πέντε ολόκληρες μέρες να βγώ, φοβόμουν πως το κρύο θα επιδεινώσει την κατάσταση μου, σήμερα ο ήλιος γλύκανε το σύμπαν μου και θυμήθηκα πως έχω πόδια, παπούτσια και κάλτσες. Τύλιξα το πλεκτό κασκόλ τρυφερά στο λαιμό μου. Η γειτονιά μου μοιάζει με μικρό χωριό, που οι κάτοικοι μεγάλωσαν πολύ και άρχισαν να το παραμελούν. Ένας μεγάλος κύκλος όλος κι όλος, βρωμιά παντού. Η πιο θλιβερή εικόνα, είναι το όμορφο αγόρι έξω από την εκκλησία, καθισμένο στο παγκάκι. Εθισμένο στις ουσίες, ζητάει λεφτά, οτιδήποτε, ακόμη και με μερικά 20λεπτα χαίρεται. Μας μιλάει, τί κάνετε, πώς είστε. Τα γαλάζια του μάτια είναι λαμπερά. Μοιάζει λιγότερο ταλαιπωρημένος από το πώς τον είδαμε την τελευταία φορά. Μας χαμογελάει. Κατεβάζει το κεφάλι. Τον λυπάται η ψυχή μου. Τί κάνουν η μαμά, ο μπαμπάς, η αδερφή; Δεν έχει πια καμμία σχέση μαζί τους. Αυτός και τα περιστέρια και τα αναμμένα κεριά στο παρεκκλήσι που τσιρτσιρίζουν κάτω από τις εικόνες. Τί μπορούν να κάνουν οι εικόνες σε μια κοινωνία σκληρή και διαβρωμένη; Τίποτα! Για αυτό σου λέω. Να ξυπνάς το πρωί και να ονειρεύεσαι και να νοσταλγείς. Να ανασαίνεις βαθιά. Πάντα υπάρχουν χαραμάδες που από μέσα τους βγαίνει φως και πάντα να το καταπίνεις το φως, να το μασάς, να το αναπνέεις, και να ψάχνεις τους παπαγάλους στα πόδια, έχουν δεμένα χαρτάκια με γραμμένα ποιήματα. Να ένας ακόμη λόγος που θα ξανά ερχόμουν στη γη. Για αυτές τις συμπυκνωμένες μπουκιές ζωής.