Βγάλε μας μια αναμνηστική είπαμε στον φωτογράφο κι εκείνος κλικ αποτύπωσε όλων μας τα πρόσωπα, χαμογελούσε ακόμη κι ο Κώστας που του έλειπαν κάποια δόντια. Το μωρό στην αγκαλιά της Νίνας κοιμόταν. Ο Ντάνος κοιτούσε τα πράσινα μάτια της Βέρας, βαθιά ερωτευμένος κι ο Γιώργης ονειρευόταν ταξίδια. Εγώ, γέμιζα τα φλυτζάνια τους με τσάι ζεστό, φλαμούρι κοκκινισμένο με λίγο νερό της βρύσης. Μοσχομύριζε βότανα. Στο σταχτοδοχείο αργόσβηνε ένα τσιγάρο.
Πολλά χρόνια μετά, καθισμένη στην ίδια καρέκλα, στο ίδιο τραπέζι, με ένα φλυτζάνι τσάι κι ένα κομμάτι βουτυρένιο κέικ, χαζεύοντας εκείνη τη φωτογραφία που με την ωραία κορνίζα της στόλιζε τον τοίχο με την λουλουδένια ταπετσαρία, πάνω από το βάζο με τις φρεσκοκομμένες βερβερίδες, αναρωτιόμουν ποιοί ήταν όλοι αυτοί πίσω από το τζάμι που με παρακολουθούσαν και πώς θα τους προσδιόριζα σήμερα;