Ο Αριστείδης . Πατημένα τα πενήντα αλλά ωραίος άντρας.Άα..όλα κι όλα..Με το καλοσιδερωμένο παντελονάκι του,το κολαρισμένο πουκαμισάκι του,το καλοβαμμένο παπουτσάκι του..πρόσωπο φεγγάρι..μάγουλο βερύκοκο..φαλακρίτσα γοητεία..καλοκουρεμμένο μαλλί και φρεσκοπεριποιημένο μουστάκι..
Επάγγελμα έμπορος..πολύ χρήμα.Όχι πως δεν κόπιαζε.όχι πως δεν πλήρωνε το τίμημα.Αλλά ανταμοιβόταν με το παραπάνω.
Γυναίκες πολλές.Είμαι γλυκοτσούτσουνος έλεγε..και το χαμόγελο του πλάταινε τόσο που φανέρωνε όλη την κατάλευκη οδοντοστοιχία του με κάμποσα ακριβοπλήρωτα φυτευτά δόντια ανάμεσα.
Ο Αριστείδης ήταν χρεωμένος δυο αποτυχίες στη ζωή του.Έναν αρραβώνα ,που πολύ σύντομα ξεχάστηκε από όλους κι έναν γάμο που ενώ φαινόταν μια χαρά,κάτι στην πορεία τον στράβωσε.Λίγο οι πολλές ώρες στη δουλειά,λίγο η επικοινωνία που λιγόστευε με τα χρόνια,λίγο οι γλυκοστραβοτιμονιές του,έριξαν την γυναίκα του στην αγκαλιά ενός άλλου άντρα,που την παραμύθιασε με ένα συναίσθημα ,ένα πάθος κι έναν έρωτα όλο γλύκα και μέλι..Όταν περάσει ο έρωτας θα δεί αυτή..η σκρόφα..η τιποτένια,η τέτοια η πάτια,πιπίλαγε νύχτα μέρα ο κερατάς..όταν έχασε το κελεπούρι που του έκανε τα γούστα..και έμεινε να μεγαλώνει μια κόρη άγγελο στα δεκαπέντε..μόνος..αλλά βέβαια όχι και ανήμπορος.
Μια και δυό περνούσαν τα χρόνια ο Αριστείδης..δεν ξαναέκανε δεσμό..μόνο από πήδημα σε πήδημα..της μιας βραδιάς..του ενός γλεντιού..ίσα με μια σαββατιάτικη διασκέδαση στα μπουζούκια..δυο τρεις ώρες σε ένα ξενοδοχείο κι έπειτα πάλι στο σπίτι μπουζάτος και καθαρός και κυρίως άμεμπτος..γιατί προς θεού..το μόνο που δεν ήθελε ήταν να βάλει στο σπίτι του μια παστρικιά..μια ξένη μαζί με το παιδί,για ποιό λόγο εξ άλλου,μιά χαρά τα βόλευαν οι δυό τους.Μιά γυναίκα ερχόταν μια φορά την εβδομάδα να τους καθαρίσει,σ ένα διαμέρισμα 140 τμ.,με θέα βουνό και θάλασσα μαζί,τίναζε χαλιά..έγλυφε πατώματα,γυάλιζε σερβίτσια,να πλύνει και να σιδερώσει,κολαριστά και καλοδιπλωμένα τα ασπρόρουχα,μοσχομυριστά τα χρωματιστά,δύο φορές να τους μαγειρέψει,κυρίως μουσακάδες και παστίτσια,γεμιστά και εκπληκτικό ιμάμ,δύσκολα φαγητά που τους κρατούσαν και δυο μέρες,τις Κυριακές ήταν πάντα προσκαλεσμένοι στης αδερφής του,τις μέρες που περίσσευαν κάτι πρόχειρο έφτιαχνε και μόνος του,τρίτο άτομο δε χρειάζονταν.Ακόμη και όταν η κόρη του έφυγε για σπουδές στην πρωτεύουσα,της είχε κανονίσει τα πάντα,από το τι θα σπουδάσει,που θα μείνει,ακόμη και σε ποιά δουλειά θα την έμπαζε αύριο μεθαύριο αν δεν ήθελε να συνεχίσει με το εργοστάσιο,εισαγωγές κι εξαγωγές,κι αν δεν ήθελε να στήσει μία μονάχη της,ποιες πόρτες θα κτυπούσε,με την ανωτερότητα του ανθρώπου που ελέγχει τα πάντα,εγκρατής,αυτόνομος,ανεξάρτητος, κύριος των συναισθημάτων του,ούτε τότε ήθελε σοβαρό δεσμό ,κι ας του γυάλιζε η νεοφερμένη γειτόνισα,πέντε χρόνια χήρα με ένα κοριτσάκι κι αυτή,ψηλή κι επιβλητική,με δυό ατελείωτες γάμπες κι ένα στήθος μπαλκόνι και τι μπαλκόνι..ρετιρέ,αλλωστε τι θα έλεγαν οι γείτονες..αμ τα αδέρφια του..τα ανήψια..που κάθε φορα που τον έβλεπαν..θείε κι έσταζε το στόμα τους μέλι..αλλά κι αυτός..καλός άνθρωπος το χέρι πάντα στην τσέπη το είχε..ό,τι του ζητούσαν χατήρι δε χαλούσε..
Πριν λίγο καιρό, αισθάνθηκε κάποιες ενοχλήσεις..στην αρχή δεν έδωσε σημασία,μαθημένος στη σκληράδα της υπομονής κι αποροφημένος από τη δουλειά..αλλά αυτές επίμονες τον ανάγκασαν κάποια στιγμή να επισκεφτεί γιατρό.Μετά από μια αγωγή με χάπια που όμως δεν έδωσε αποτέλεσμα..αποφασίστηκε χειρουργείο.
Αύριο πρωί πρωί σκέφτηκε.Στις οκτώ..νηστικός..!!Όλη η διαδικασία δυο-τρεις ώρες θα κρατούσε..κι έπειτα θα έφευγε σα να μη συνέβει τίποτα.Μια εγχείρηση λιγότερο σημαντική από μια αφαίρεση σκωληκοειδητιδας,έτσι του είπε ο γιατρός,κι αυτός σα μια βόλτα το είδε..να σαν ένα διάλειμμα στην καθημερινότητα του..
Δεν πήγε απόψε στη δουλειά..έδωσε κάποιες οδηγίες τηλεφωνικά,έκλεισε το κινητό και βγήκε μια βόλτα να ξεσκάσει..Περπάτησε ως το περίπτερο..άνοιξε το γυάλινο καπάκι της κατάψυξης.Το πρόσωπό του φώτισε πάνω από ένα παγωτό ξυλάκι.Στο σπίτι, μόνος..έσκισε άτσαλα την νάυλον συσκευασία..κι εβγαλε από μέσα το παγωτό..είχε αποκτήσει τη σωστή θερμοκρασία ..ούτε πολύ ζεστό ούτε πολύ κρύο..ίσα να σπάει εύκολα η επικάλυψη της σοκολάτας ανάμεσα στα όμορφα δόντια του..και να λοιώνει στη γλώσσα του η ολόλευκη κρέμα..Το κρατούσε σταθερά ,κι έτρωγε με λαιμαργία,ήταν η τελευταία τροφή που του επιτρεπόταν για σήμερα..αύριο,μεθαύριο ποιος ξέρει..το γεύτηκε κομμάτι κομμάτι μέχρι που ρούφηξε γυμνό το ξυλάκι κρατώντας το αρκετή ώρα στο στόμα του πριν το πετάξει στα σκουπίδια.
Τα μαλλιά του ήταν ξεχτένιστα και το μουστάκι του γεμάτο παγωτό..πήγε στο μπάνιο..συγυρίστηκε..τα μάγουλά του ήταν ωχρά.
Πρωί πρωί,έκανε ένα ντουζ,βούρτσισε τα δόντια του,φόρεσε το κουστούμι του με την μπορντώ γραββάτα,το λευκό πουκάμισο με τον φρεσκοκολαρισμένο γιακά, το πανάκριβο rolex του στον αριστερό καρπό,κινητά, λ;aπτοπ και την τσάντα του τα άφησε για πρώτη φορά στο σπίτι.. και πήρε ένα ταξί..ήταν στην κλινική ένα τέταρτο πριν το προκαθορισμένο ραντεβού.Δεν είχε πει τίποτα σε κανέναν μήτε φίλο μήτε συγγενή,δεν ήθελε να τους στεναχωρήσει,άλλωστε η ανησυχία τους θα ήταν υπερβολική,πάντα έκαναν την τρίχα τριχιά,να ..σε δυό ωρίτσες θα ήταν πάλι έξω σα να μη είχε συμβεί τίποτα...Στην κόρη του έκανε το καθιερωμένο τηλέφωνο από βραδύς και θα το επαναλάμβανε απόψε ,ούτε γάτα ούτε ζημιά.Τέλειωσε με τα γραφειοκρατικά και πήγε στο δωμάτιο που του υπέδειξαν.Αμήχανα κοίταξε έξω από το παράθυρο,ήταν Σάββατο σήμερα μ έναν ήλιο όλο νάζι,έξισε το κεφάλι του,στραβομουτσούνιασε λίγο με τη διάχυτη μυρωδιά του αντισηπτικού και μη έχοντας άλλο να κάνει,ξάπλωσε σ ένα καλοστρωμένο κρεββάτι με κατάλευκα τριμμένα από το χρόνο και τα πλυσίματα σεντόνια.Έτσι ,με τα ρούχα.. Στα διπλανά κρεββάτια δεν υπήρχε κανείς.Η πόρτα άνοιξε κι ένας νοσοκόμος μπήκε με ένα καροτσάκι καλημερίζοντάς τον ζωηρά.Στη θέα του καροτσιού σφίχτηκε.!.Του έδωσε μια ρόμπα από κατάλευκο τσίτι να φορέσει με μια σειρά κορδελάκια που έκλειναν σφιχτά πάνω ως κάτω στο άνοιγμα.Τότε ένοιωσε το μυαλό του να ανακατεύεται τη σκέψη του να σταματάει.Μπήκε στο μπάνιο να ξεντυθεί,δε κατάλαβε που άφησε γραβάτα,ρολόι,για πότε ξεκούμπωσε πουκάμισο παντελόνι,φόρεσε τη ρόμπα,έδεσε τα κορδελάκια,σκέφτηκε να την ξαναβγάλει,να φορέσει τα ρούχα του και μη τον είδατε,άλλωστε στο χέρι του ήταν,δική του η απόφαση,δικό του το σώμα.Αμ δε.!
Με βαρύ χέρι άνοιξε την πόρτα και μουδιασμένος κάθισε στο καροτσάκι.Απο εκεί και πέρα ελάχιστα άκουγε..τον νοσοκομο να του λεει το όνομά του..κάτι σα Χρύσανθος του φάνηκε..να τον ρωτάει αν είναι αλλεργικός ,να του δίνει ένα μπουκαλάκι με ένα άσπρο υγρό στο χέρι,να τσουλάει το καροτσάκι ως το ασανσέρ,οι φωνές στο διάδρομο,οι κινήσεις,τα βλέμματα,δεν έβλεπε,δεν άκουγε τίποτα,ήταν άβουλος πιά ένα άψυχο σώμα που κάποιοι άλλοι το ήλεγχαν και το οδηγούσαν.Μέχρι να ανέβουν στον τελευταίο όροφο που φιλοξενούσε τα χειρουργεία,είχε ξεχάσει όνομα,επάγγελμα,νικες,ηττες,κέρδη,χασούρες,πληρωμές,υπαλλήλους,
τράπεζες,κοντέινερ,μετοχές,συμφωνίες,συμφέροντα,αποτυχίες,
γκαντεμιές,γρίνιες,φίλους,αδέρφια,ανήψια,την σκρόφα που τον παράτησε,ερωτικές επιδόσεις,θηλυκές αγκαλιές,σγουρομάλλες μελαχροινές..όλα.
Ένοιωσε να ιδρώνει..αλλά όχι δεν ίδρωνε ,κρυωνε..Έτσι παγωμένος μπήκε στο δωμάτιο του χειρουργείου.Δεν μίλησε στον αναισθησιολόγο που ήταν ήδη εκεί,μόνο κάτι μουρμούρισε..που ούτε ο ίδιος δεν κατάλαβε.Του ζήτησαν να βγάλει το εσώρουχό του.Ένοιωσε ντροπή..τι γελοίο..ένοιωσε ντροπή..Γύρισε από την άλλη να μη τον δουν να βγάζει το σώβρακο,μέσα στη ζαλάδα του αισθάνθηκε να τον κοιτούν ειρωνικά και ξάπλωσε στο κρεββάτι κατά την υπόδειξη του νοσοκόμου.
Η καρδιά του έτρεχε με 200 την ώρα, προσπαθούσε να αναπνέει κανονικά..αλλά μάταια.Τον σύνδεσαν με πολλά μικρά καλώδια, και του ανασήκωσαν το κεφάλι με μια ροδέλα.
-.Έχετε ταχυπαλμία..του είπε ο νεαρός νοσοκόμος..δεν κάνει.
-Σκεφτείτε κάτι ευχάριστο.
Χιλιάδες εικόνες κι άλλες τόσες στιγμές μπερδεύτηκαν στο μυαλό του,μάταια ξεσκάλιζε μέσα στην αγωνία του να βρει το ευχάριστο.Μήπως η τελευταία του συναλλαγη??..η μήπως η πιό επικερδής??..ή μήπως το ποιό νόστιμο θηλυκό που έπεσε στην αγκαλιά του..??Μπαα..πιο πολύ με εφιάλτης έμοιαζαν τούτη τη στιγμή όλα αυτά.Η πάλη μεταξύ συνειδητού και ασυνείδητου σταμάτησε και το προσωπάκι της κόρης του,ήρεμο φάνηκε μπροστά του.Το κατάλευκο δέρμα της,το αθώο, γεμάτο αφέλεια γαλανό βλέμμα.Δε του μιλούσε,μόνο τον κοίταγε.Αυτό ναι ,μπορούσε να το θεωρήσει ευχάριστο,;ήταν το μόνο που του άρεσε.Ησύχασε.
Να ήταν που είχε αρχίσει να επιδρά η νάρκωση??Άκουσε βαθειά τη φωνή του αναισθησιολόγου κι έπειτα χάθηκε.Γαλήνεψε.