Άφησε τα σακουλάκια του Λουμίδη με το σήμα του παπαγάλου,στον κυλιόμενο στενό διάδρομο,δίπλα στην ταμειακή.Μέχρι η υπάλληλος να τελειώσει με την προηγούμενη πελάτισσα,είχε ανοίξει το φερμουάρ της τσάντας της,έβγαλε το μώβ λουστρίν πορτοφόλι,έπιασε με τα δύο παχουλά της δάχτυλα,ένα χαρτονόμισμα των πέντε ευρώ και περίμενε.
Μόλις είχε επιστρέψει από την δουλειά,έφαγε το χθεσινομαγειρεμμένο φαγάκι της,φασολάκια λαδερά με μπόλικο τυράκι,ακριβώς όπως τα αγαπούσε και είχε ξαπλώσει στο βαμβακερό μαξιλάρι της,όχι για να κοιμηθεί αλλά να ξεκουράσει για μερικά λεπτά της ώρας τα ευαίσθητα πόδια της.Ούτε μισή ώρα δεν πέρασε και πετάχτηκε απότομα από το κρεββάτι ,με τη σκέψη πως είχε σωθεί ο καφές κι έπρεπε να τρέξει μέχρι το απέναντι τετράγωνο όπου βρισκόταν το σούπερ μάρκετ,πριν επιστρέψει η κόρη της από την δουλειά.
Μάζεψε λοιπόν τις πρισμένες γάμπες της ,ντύθηκε,φούστα εμπριμέ και μπλούζα μακώ με μανικάκι χρώματος ροζ,έβαλε την τσάντα της κάτω από την μασχάλη και βγήκε.
Ήταν μια συμπαθητική γυναίκα,λίγο πάνω από τα πενήντα γι αυτούς που την γνώριζαν,για τους άλλους,τους άγνωστους τους περαστικούς, είχε μια ακαθόριστη ηλικία.Τα μαλλιά της ήταν αλλόκοτα,κομμένα ούτε πολύ κοντά, ούτε τόσο μακριά, βαμμένα σ ένα αρκετά πρόστυχο ξανθό που δεν ταίριαζε με τα χρόνια της,αλλά το είχε συνηθίσει χρόνια τώρα και δεν άλλαζε εύκολα συνήθειες.Είχε πάρει κάποια κιλά τελευταία που την δυσκόλευαν στο περπάτημα,αλλά δεν αγόραζε ποτέ παπούτσια με τακούνι χαμηλότερο των πέντε πόντων,έτσι το βάδισμά της παρέμενε ακόμη, χαρακτηριστικά ρυθμικό και θηλυκό.
Αύγουστος ήταν, ένα απόγευμα μουσκεμένο από ιδρώτα στην καρδιά του καλοκαιριού.
Τα κλιματιστικά δούλευαν ακούραστα δίνοντας μια δροσιά ψεύτικη,ανακατεμμένη με μία επίσης ψεύτικη μυρωδιά καθαριότητας.
Η γυναίκα μπροστά της,μάζεψε τα ψώνια σε δυό –τρεις πλαστικές σακούλες και έπιασε να ρωτάει την ταμία.
-Το Ριτάκι που είναι;Δεν ήρθε σήμερα;
Έψαξε μια στάλα με τα μάτια της στα άλλα ταμεία,δεν την είδε,ξαναγύρισε στα ψώνια της.
-Ήταν πρωινή απάντησε η υπάλληλος χαμογελώντας,δίνοντας της τα τελευταία ρέστα.
Ήθελε να ψωνίσει ένα σωρό πράγματα,αλλά δεν είχε στα χέρια ακόμη την πληρωμή του δεκαπενθημέρου,μόνο να περάσει από τον μανάβη ήθελε, 7-8 μελιτζάνες που ήταν και της εποχής,κρεμμυδάκια,ντομάτες είχε ακόμη στο ψυγείο από προχθές και δυό ματσάκια μαιντανό,να φτιάξει εκείνο το ιμάμ που της ζητάει μέρες τώρα ο Αντώνης,κι η κόρη της δε θα έλεγε όχι,τα δάχτυλά τους θα έγλυφαν,να προλάβει να μαγειρέψει πριν να πέσει η νύχτα,να βάλει τέσσερις μελιτζανούλες στο τάπερ και να του το κρατάει αργότερα στην καθιερωμένη βραδυνή της επίσκεψη.
Ο Αντώνης,έμενε σε ένα δυαράκι,μόνος,δεν παντρεύτηκε ποτέ,δεν νοικοκυρεύτηκε,δεν είχε παιδιά σκυλιά και περαιτέρω υποχρεώσεις,παρά μόνη συντροφιά την κυρά Αγάπη,τα τελευταία δεκαοχτώ χρόνια.Την γνώρισε σε μια βιοτεχνία φασόν,τρείς μηχανές πίσω αυτός,τρείς μπροστά και λίγο πιο δεξιά αυτή,ήταν ζεστή η καλημέρα τους,αργότερα αχώριστα τα απογεύματα τους,κι ακόμη πιο καυτές οι νύχτες τους.Νύχτες πολύ λιγότερες από όσες επιθυμούσε αυτός,γιατί η κυρά Αγάπη,ήταν μάνα και πατέρας μαζί για την κόρη της,από τότε που πήρε την μεγάλη απόφαση και χώρισε τον ανεπρόκοπο.Αναθεμάτιζε την ώρα που κλέφτηκε μαζί του,που δεν άκουσε γονείς και αδέρφια που την εκλιπαρούσαν να ‘μην’.Μήτε η αρρώστεια του για το χαρτί την σταμάτησε,τότε που ολόκληρο μαγαζί γεμάτο με μπαχάρια,κανέλες,ρίγανη και λογής λογής μυρωδικά και τσάγια φερμένα από κάθε γωνιά της γης,τo έπαιξε και τo έχασε στα χαρτιά σε μια νύχτα μέσα,μόνο όταν άρχισε να πίνει,κι ερχόταν με το χνώτο να βρωμάει αλκοόλ τότε γύρισε και του είπε..
-Αα!! όλα κι όλα ,ή διορθώνεσαι ή φεύγεις.
Σε λίγους μήνες άρχισε να την κτυπάει κι από πάνω,δεν έφτανε το μεθύσι,την γέμιζε μελανιές,κυκλοφορούσε με το μωρό στο καρότσι,ντάλα καλοκαίρι, με μακριμάνικα κοριτσάκι είκοσι χρονών.Μια μέρα την άρπαξε από το λαιμό,έσπασε η αλυσίδα που κρατούσε το σταυρό,δώρο της μάνας της,μ εκείνη την μικροσκοπική κοραλένια πέτρα στο κέντρο,τρόμαξε πολύ τότε,μετά τον σιχάθηκε,έλεγε το όνομά του κι έφτυνε,μαζί μ αυτόν και τον εαυτό της έτσι ήρθε η μεγάλη απόφαση, γύρισε το μέσα έξω και μια μέρα που αυτός έλειπε από το πρωί στο καφενείο,φώναξε κλειδαρά,άλλαξε την κλειδαριά και δεν τον άφησε ποτέ να ξαναμπεί στο σπίτι της.Από τότε δεν τον ξαναείδαν,ούτε αυτή ούτε η μικρή που μπουσουλούσε ακόμα.
Πέρασε μπροστά με το πεντάευρο στις άκρες των δαχτύλων,περιμένοντας να το πάρει στα χέρια της η ταμίας,να βρει την τιμή στο χάρτινο αυτοκόλλητο και να κτυπήσει το κωδικό.Αντί γι’ αυτό άκουσε..
-Είναι τρύπιο το σακουλάκι και χύνεται,καλύτερα να πάρετε ένα άλλο πακέτο.
Στάθηκε δυό λεπτά να σκεφτεί τη στιγμή που το διάλεγε,πώς δεν το πρόσεξε που χυνόταν,και πήγε ξανά στα ράφια,στο διάδρομο με τους καφέδες,δίπλα σε κουτιά χάρτινα και μεταλλικά,στιβαγμένα προσεκτικά το ένα πάνω στο άλλο,σκόνες καφέ.τρίμματα,κόκκοι,για γαλλικό,ελληνικό εσπρέσσο,με άρωμα βανίλια καραμέλα,διάλεξε ένα σακουλάκι ελληνικό καφέ,χρώματος καταπράσινου πάντα με το ίδιο σήμα του παπαγάλου ,παραμέρισε τα ντεκαφεινέ,το κούνισε ώστε να σιγουρευτεί για την ακεραιότητά του,επέστρεψε στο ταμείο.
Ο Αντώνης της είχε ζητήσει τόσες και τόσες φορές να παντρευτούν,και με το γλυκό,και με το άγριο και το πονεμένο,άλλες φορές πληγωμένο κι άλλες εγωιστικό,της έλεγε να αφήσει το υπόγειο στην οδό Σπάρτης,να πάρει το κορίτσι που μεγάλωνε χωρίς το αντρικό πρότυπο και να ζήσουν όλοι μαζί σαν οικογένεια στο ίδιο σπίτι,αυτή όμως με μουλαρίσιο πείσμα πάντα έβρισκε μια αθώα και πιστευτή δικαιολογία να αντισταθεί.Τη μια να.. πώς;.. τώρα που ήταν λιγουλάκι άρρωστη,την άλλη.. πώς;.. που είχε χάσει την μάνα της,την άλλη γεννούσε η ανηψιά της,οι Χειμώνες έφερναν τα Καλοκαίρια,το γκριζάρισμα στα μαλλιά,τα πονεμένα πόδια.Στους φίλους και συγγενείς που την ρωτούσαν έλεγε.
-Δεν βάζω εγώ στο σπίτι μου ξένον άντρα και έδειχνε με νόημα την κόρη της που είχε ξεπεταχτεί κι ήταν πιά ολόκληρη γυναίκα,ίδια η κυρά Αγάπη στα μικράτα της.Άς παντρευτεί πρώτα η Ελένη.
Το υπόγειο ήταν η προίκα από την μάνα της,της το έδωσε έξι μήνες αφού κλέφτηκαν,να μείνουν προσωρινά μέχρι να βάλουν λίγα χρήματα στην άκρη,ήταν ακόμη έγκυος στη μικρή,μικρό,ανήλεο και όχι ευάερο,αλλά το σημαντικότερο δικό της,φαντάσου να ήταν και στα ενοίκια,λογάριαζε κάποτε πως θα το πουλούσε μια μέρα,θα έβαζε και δυό δραχμές παραπάνω και θα έπαιρνε ένα διαμερισματάκι με μπαλκόνι κανονικό,είχε σκεφτεί ακόμη και τα λουλούδια που θα το γέμιζε,αλλά ουδέν μονιμότερον του προσωρινού έτσι της έμαθε η ζωή.
Δουλειά μόνιμη δεν είχε,ήταν τα χρόνια της ανεργίας,είχε περάσει πιά κι η ηλικία,προτιμούσαν τα νεώτερα άτομα,δούλεψε στο δήμο με σύμβαση για κάποια διαστήματα,σκούπιζε πάρκα και πεζοδρόμια,ήταν καλά τα λεφτά,δύσκολη δουλειά αλλά κι αυτή σκυλί, το εξάμηνο όμως περνούσε γρήγορα κι έμενε πάλι με τα χέρια άδεια.Τότε,κάθε πρωί, μαζί με το καφεδάκι της,ξεφύλλιζε τον αγγελιοφόρο για κάτι ευκαιριακό,ίσως κάποια δουλειά στο σπίτι κι ευτυχώς που ήταν οικονόμα στα παλιότερα χρόνια,διασκέδαση και ρούχα δεν ήξερε τι θα πει, έτσι δεν έτυχε να μείνουν ποτέ χωρίς ένα πιάτο ζεστό φαγητό.
Ήταν μόνη αυτή τη φορά.
-2.05 ευ. της είπε η υπάλληλος .΄Εδωσε το πεντάευρο που ακόμη κρατούσε στο χέρι.
Ξανά άνοιξε το μωβ πορτοφόλι,την θήκη με τη σούστα,διάλεξε ένα νόμισμα των πέντε λεπτών,πήρε τα ρέστα της,ζύγισε τα λιγοστά χαρτονομίσματα μη και δεν έφταναν για τα λαχανικά,έκλεισε το πορτοφόλι,την τσάντα,έβαλε σε πλαστική σακούλα τον καφέ και πήρε μαζί της την απόδειξη.
Στάθηκε μερικά δευτερόλεπτα μπροστά στην αυτόματη τζαμένια έξοδο,ώστε να την αντιληφθεί το ‘μάτι’ κι έφυγε.