Sunday, August 05, 2007

σαν σφουγγαράκι


Αρρώστησε.Δηλαδή όχι ακριβώς.Πήρε τα αποτελέσματα από κάποιες εξετάσεις αίματος.Εξετάσεις ρουτίνας.Μου τηλεφώνησε μόλις βγήκε από το ιατρείο.
-Κάτι δεν πάει καλά μου είπε.Η φωνή του ήταν ψύχραιμη,όπως πάντα.
Τον ζήλευα.Τον τρόπο που θα κρατούσε αυτή τη στιγμή τους φακέλλους των εξετάσεων.Το πως κατάφερνε και στρίμωχνε σημαντικά πράγματα στην άκρη του νου.Είχε έναν ολόδικο του τρόπο να τα κάνει ασήμαντα.Στην αρχή πίστευα πως ήταν ένα από τα κόλπα του για να μη με στεναχωρήσει.Όχι,δεν ήταν τόσο απλό.
Ζήλευα αυτόν τον ευθύ και συγχρόνως τρυφερό τρόπο που μιλούσε στους φίλους του.Σα να ξεχνούσε τα δικά του προβλήματα.Σαν να ήταν εκεί για όλους.Δυνατός,βράχος.Σα να φώναζε..εγώ είμαι εδώ,ακουμπήστε επάνω μου αλλά ωστόσο συγχωρήστε με εαν συγχρόνως ασχολούμαι με τις αμέτρητες υποθέσεις μου.
Ετσι ήταν αυτός.Όλα μέσα στον δικό του εγκέφαλο,όλα μέσα σ ένα σάκκο κι ήταν πάρα πολλά αυτά τα 'όλα',ατέλειωτα θα έλεγα.
Εγώ μπροστά του αισθανόμουν μηδαμινή.Όσο κι αν προσπαθούσε να με ανεβάσει.Όσο κι αν προσπαθούσε να επικεντρώσει,όχι απλά σε θέματα που κέντριζαν το ενδιαφέρον,αλλά σε θέματα που είχα αποδειχτεί πολύ καλή.
Εκείνος είχε αποδεχτεί, προβληματισμούς ,έννοιες και δυσκολίες,είχε απαριθμήσει σειρά προτεραιότητας κι απλά έπαιζε απολαμβάνοντας μια αγαπημένη παρτίδα σκάκι,κινώντας το άλογο του,φτιάχνοντας την άμυνα του,και τείχη προστασίας , έτοιμος για την επόμενη επίθεση.Ότι είχε μέσα στο μυαλό του ήταν όμορφο,κι αν δεν ήταν το ομόρφαινε ο τρόπος που το σέρβιρε,το διηγιόταν.
Τον ζήλευα αυτό τον τρόπο,πρώτα τον ζήλευα,μετά τον θαύμαζα και μετά τον μισούσα με όλη την δύναμη της ψυχής μου.Είχα το συναίσθημα πως μου ωραιοποιεί τα δύσκολα.Για να μην πονέσω,για να πέσω στα μαλακά.Αφού πρώτα μ άφηνε ν ανέβω,ν ανέβω ψηλά.Να αγγίξω τα σύννεφα.Ήταν σαν να μ έβλεπε ν ανεβαίνω,σαν να γελούσε μόλις εγώ στρωνώμουν στο πρώτο συννεφάκι,κι έκανα να ανάψω το τσιγαράκι μου,ήταν σαν να φώναζε από κάτω..
-Εεεε δεν είναι τα σύννεφα για καθισιό καλή μου..
Κι έπεφτα..απλά έπεφτα,ούτε τσιγάρο δεν προλάβαινα να ανάψω.
Εκείνη την ημέρα λοιπόν που μόλις είχε πάρει τα αποτελέσματα των εξετάσεων,μας διέκοψαν ίσα με πέντε φορές το τηλεφώνημα.Κι άλλες πέντε κάτι υποχρεώσεις και δουλειές.
Το συνειδητοποίησα το ίδιο απόγευμα.Ήταν άρρωστος.Η φαντασία μου κάλπαζε.Δεν της άφησα περιθώρια ούτε για ιατρικό λάθος,ούτε πως θα μπορούσε να ήταν κάτι απλό.Έτρεξε στα πιο δύσκολα,από αυτά που δεν έχεις πισωγύρισμα.Έτσι ήμουν εγώ.Μια κουταλιά νερό την έκανα ποτάμι κι εκεί μέσα πνιγόμουν.Δεν έβγαινα ούτε με απλωτές έμπειρου κολυμβητή.
-Τον χάνω σκέφτηκα.Με πήραν τα δάκρυα.
Βρεθήκαμε.Τα δάκρυα μου με πρόδωσαν.Δεν το πίστευε,δεν πίστευε πως νοιαζόμουν τόσο γι αυτόν.Αυτό με εξόργισε.Πως μπορούσε να είναι τόσο κοντά και συγχρόνως τόσο μακριά;Πως είναι δυνατόν τόσα χρόνια να μην είχε καταλάβει πόσο μπορεί να με πονούσαν κάποια πράγματα.
Ένοιωθα άσχημα,που φανέρωνα τόσο εύκολα την αδυναμία μου.Κι ένοιωθα πως η αδυναμία μου τον πίεζε,σαν να ήθελε περισσότερο χώρο ανάμεσα μας.Είχα την αίσθηση πως τον έσφιγγα πολύ στην αγκαλιά μου,πως τα δάκρυά μου είχαν μουσκέψει το πουκάμισο του πολύ περισσότερο από όσο έπρεπε.
Όλο το βράδυ υπέφερα.Δεν ήταν που μ ενοχλούσε πως θα τον έχανα,άλλωστε μου είχε ήδη εξηγήσει πως κάποια πράγματα είχαν ήδη ιατρικά αποκλειστεί.
Ήταν που ένοιωθα πως ήταν μακριά μου.Αυτός ο άνθρωπος όπου κι αν βρισκόταν ήταν πάντα αλλού.Ακόμη και σ ένα απλό τηλεφώνημα θα μας διέκοπταν εκατομμύρια φορές.Ακόμη και σε μια αρρώστεια θα είχε να κάνει με εκατομύρια γιατρούς και αποφάσεις,επαγγελματικά με άλλους τόσους πελάτες,φίλους,συγγενείς,αδέρφια κι ανήψια κι όλους αυτούς που είχαν και είχε την ανάγκη τους.Κι εγώ είχα την ψυχή μου έτοιμη σαν σφουγγαράκι..να γεμίσει νερό,από ένα μικρό τόσο δα κουβαδάκι..
Την επόμενη μέρα,στο τηλέφωνο ζήλεψα την σταθερή φωνή,που μου έλεγε καλημέρα.
Την αυτοπεποίθηση που έκρυβε.Κι αυτό το δε με μέλει..ξέρεις ακόμη κι αν πεθάνω δε με μέλει γιατί η ζωή μου είναι στιγμές κι εγώ έχω ζήσει πάρα πολλές από δαύτες.
Ένοιωσα σαν σκουπιδάκι.Σαν να ήμουν γεμάτη σκόνη,βρώμικη και λίγη ίσως γιατί κάτι σαν να μου έλεγε εκείνη τη στιγμή πως το σφουγγαράκι μου ποτέ δεν θα γέμιζε το νερό που ήθελα.
Λάθος τρόπος είπα μέσα μου,λάθος άνθρωπος.
-Τέλος του είπα,τελειώσαμε.
Απόρησε αλλά ήμουν ανένδοτη.
Κατηγόρησε το ότι πάντα ήμουν απρόβλεπτη,απότομη,κυκλοθυμική ακόμη και για τους φίλους μου είπε,είπε πολλά,για όλους τους άντρες φίλους μου φυσικά.
Τον τσαλάκωσα μέσα μου και τον πέταξα,ή μάλλον τον άφησα στην άκρη.
Λυπόμουν που ίσως πάθαινε κάτι.Αλλά συνειδητοποίησα πως η δική μου ψυχή διψούσε.
Κι είπα για πρώτη φορά να της κάνω το χατήρι.

4 comments:

  1. Δε γνωρίζω, ψυχή μου, αν είναι πραγματικό γεγονός ή κάτι συμβολικό.
    Είναι αναφαίρετο δικαίωμα του καθενός η αυτοσυντήρηση.
    Δεν είναι κακό να διψά η ψυχή, ανάγκη είναι.
    Σίγουρα είναι σκληρό να φεύγεις έτσι απότομα, ακόμα περισσότερο στην περίπτωση αυτή.
    Ίσως να το έκανα κι εγώ, θέμα στιγμής είναι άλλωστε.

    Δύσκολη πάντως απόφαση.

    ReplyDelete
  2. @..ηχε μου..
    δεν φευγεις αποτομα..ειναι το κενο που μεγαλωνει καθημερινα και σε στελνει μακρια τοσο ωστε να μη μπορεις να σταθεις στα δυσκολα..
    κι εκει σπας..ακριβως εκει!!

    ReplyDelete
  3. Αχ, μου αρέσει να σε διαβάζω, έχεις έναν ιδιαίτερο, προσωπικό τρόπο έκφρασης και αφήγησης

    Γλαρένιες αγκαλιές

    ReplyDelete
  4. @..φυρδην μιγδην..χαιρομαι που προσφερω ευχαριστηση,με καποιο τροπο!!
    φιλι

    ReplyDelete

οι συγνώμες

  Μια μπουκιά ψωμί από της μαμάς το ζυμωτό,  χαλιά που περιμένουν να απλωθούν νωχελικά στο πάτωμα ώστε να προσθέσουν ζεστασιά στις χαμηλές θ...