Διατηρούσε ένα κατάστημα οπτικών ειδών, στην συμβολή δύο οδών, Λεωφόρου Στρατού και Χαριλάου, ίσα που την χωρούσε, ούτε είκοσι τετραγωνικά, αλλά τζαμαρία τριδιάστατη, τίγκα στο γυαλί, ηλίου και παθήσεων, επώνυμα και μη και σε τιμές για όλες τις τσέπες και τα βαλάντια. Δυό χρόνια πριν τα εγκαίνια, ούτε σπίτι να έφτιαχνε, πλακάκια στο δάπεδο, γυψοσανίδα στους τοίχους, διπλή οροφή με κρυφούς φωτισμούς και τέτοια, όπως τα πρόσταζε η μόδα της εποχής. Γραφείο, ταμειακή, και εμπόρευμα από τα καλύτερα κι ας ήταν κέντρο απόκεντρο η περιοχή. Λίγο κοντά σε νοσοκομείο, λίγο κοντά σε σχολείο, καλούτσικη κι η αγορά τριγύρω, αν κι ο κόσμος είχε περισσότερα λεφτά, κι αν δεν είχε αδειάσει η μισή θεσσαλονίκη από τους ντόπιους, ίσως και να ήταν καλύτερα, μα κι από το να έχει αφεντικό στο σβέρκο της και τώρα τα κουτσοβόλευε μια χαρά.
Σκούπιζε κάθε πρωί, ένα φαρδύ πλατύ πεζοδρόμιο φάτσα κάρτα μπροστά της, που έκοβε στη μέση μία λεωφόρο, εκεί που οι δύο οδοί γίνονταν ένας δρόμος μεγάλος κι ευθύς, που οδηγούσε την ματιά ως επάνω ψηλά στην εκκλησία των Αγίων Θεοδώρων, στη συνοικία των Συκεών.
Ένα πρωινό, Απρίλης ήταν, ήρθε, άνοιξε τις κλειδαριές μηχανικά, άφησε τσάντα και παλτό στο υπόγειο και πήρε τη σκούπα. Έδιωχνε το χώμα από το πλακόστρωτο, όταν αισθάνθηκε πως ο χώρος της είχε μικρύνει τόσο που της προκάλεσε μία στιγμιαία δύσπνοια, σήκωσε το χέρι να πάρει από τα μάτια τα μαλλιά της, και καθώς τα τακτοποιούσε πίσω από το αυτί, το είδε να υψώνεται μεγαλόπρεπο μπροστά της, μικρό σε όγκο αλλά επιβλητικό σε παρουσία, ένα περίπτερο στη μέση του πεζοδρομίου, εκεί στη διασταύρωση των δύο οδών, μα πως ξεφύτρωσε έτσι ξαφνικά από το πουθενά, κι έτσι όπως ένοιωσε ξαφνικά σαν να της παραβίαζαν ένα χώρο ολόδικο της, ξαναμπήκε φουριόζα και συνοφριωμένη μέσα, περισσότερο να ανασυνθέσει δυνάμεις από το ξαφνικό και να ανασυγκροτήσει τις σκέψεις της ώστε να δει πως θα έπρεπε να ενεργήσει..
Αφού πήρε τις απαιτούμενες ανάσες, σήκωσε το ακουστικό του τηλεφώνου, κι άρχισε να σχηματίζει νούμερα, ότι της ερχόταν κατά νου, πήρε στο δήμο, πήρε στην αστυνομία, μα πείτε μου πως βρέθηκε αυτός εδώ και με πιο δικαίωμα ρωτούσε μα η απάντηση ίδια και αποστομωτική.
Στα σημεία της πόλης όπου γίνονταν τα έργα για το μετρό, όπου υπήρχαν περίπτερα, είχαν το δικαίωμα της νέας θέσης, όπου και όπως όριζαν συμβάσεις και χαρτιά, άρα έστω για μικρό χρονικό διάστημα, θα ήταν αναγκασμένη να το καταπιεί, μα ουδέν μονιμότερον του προσωρινού σφύριζε ανάμεσα στα δόντια της, και τι θα κάνω μυξόκλαιγε, αφού αυτό το βρωμοπερίπτερο, της έκοβε τον ήλιο, τη θέα, της ρουφούσε τους πελάτες και πάνω απ όλα την έκανε να ασφυκτιά καθώς της ρουφούσε ακόμη ναι, ακόμη και αυτό το ίδιο το οξυγόνο.
Έβλεπε έναν τύπο περίεργο να τακτοποιεί τα εμπορεύματα έξω, να καθαρίζει και να συμμαζεύει, και κάποια πρωινά μια κοπέλλα,σαν υπάλληλος φαινόταν, ούτε που τον κοιτούσε τις πιο πολλές φορές, τέτοια φούρκα, μέχρι που εκείνη την μέρα, καλοκαιράκι πιά και το είχε ανάγκη, όρκο έπαιρνε πως το είχε πολύ ανάγκη εκείνο το μπουκάλι νερό που αγόρασε, εκείνη την ημέρα που τους είχαν κόψει το νερό για ένα εικοσιτετράωρο, αιτία μια ζημιά σε σωλήνες της ύδρευσης, τόσο ζέστη που έτρεχε ο ιδρώτας κι αυτή ήθελε τόσο πολύ, μα τόσο πολύ ένα δροσερό καφέ να φτιάξει.
Τον βρήκε μέσα στο περίπτερο, απόρησε πως ο όγκος του άντρα που είχε δει πολλές φορές χωρούσε πίσω από το μικρό παραθυράκι που άφηνε ελεύθερη μόνο την προτομή, ένα συμπαθές πρόσωπο με μαλλιά μακριά πιασμένα στον αυχένα λόγω ζέστης, καλημέρα γειτόνισσα της είπε και του το αντιγύρισε σφυρίζοντας ανάμεσα από τα δόντια της, για του λόγου το αληθές άφησε να ακουστεί μόνο ένα εεε…αααα…κι έναν ήχο σα του φιδιού και ξαναχώθηκε μέσα στο μαγαζί της, τάχα μου πως είχε πελάτη.
Δυό τρεις μέρες μετά, εκείνος χάζευε τα γυαλιά στη βιτρίνα της, έκανε πως δε τον είδε, μα άνοιξε αποφασιστικά την πόρτα και μπήκε μέσα, δεν έφτανε το πεζοδρόμιο του γάιδαρου, ήθελε να της μαγαρίσει κι άλλον δικό της χώρο, τι χώρος ολόκληρη η περιουσία της ήταν, αλλά επαγγελματικά, τελείως αναγκαστικά έβαζε το χέρι της στην φωτιά, του χάρισε ένα από τα πιο όμορφα της χαμόγελα, κι αυτός της κατέβασε ένα σωρό γυαλιά, της τάδε και της δείνα φίρμας, έδωσε προκαταβολή γερή και ζήτησε να του κρατήσει ένα ολοκαίνουργιο ζευγάρι GUCCI, μέχρι την επόμενη Τρίτη που θα είχε να εισπράξει μια επιταγή.
-Θα σας τα δώσω τώρα..
- Μα σας παρακαλώ δεν είναι καιρός έως την Τρίτη, έχω υπομονή..
-Όχι, παρακαλώ πολύ να τα πάρετε από σήμερα, τι γείτονες είμαστε άλλωστε, και καλοφόρετα του ευχήθηκε καθώς τα έβαζε σε μία εντυπωσιακή μαύρη πλαστική θήκη.
Χαμογέλασε πλατειά, είχε όμορφη οδοντοστοιχία και της έτεινε το χέρι του..Κώστας της συστήθηκε..εσείς;
-Μαρία..
-Μμμ..ασυνήθιστο όνομα της είπε..κλείνοντας της το μάτι..
Την επόμενη Τρίτη, μαζί με τα υπόλοιπα χρήματα, της έβαλε στη μούρη και μία πρόσκληση, ήταν λέει γιά τη συνάντηση, κάτι σα γιορτή, μιάς ομάδας, που παρακολούθησαν τον προηγούμενο χειμώνα όλοι μαζί κάποια σεμινάρια ιστορίας της τέχνης..
Μπα; Και κουλτουριάρης ο περιπτεράς μας; Σκέφτηκε, τι δουλειά είχε αυτός ο άξεστος με τις τέχνες και τα παρόμοια.
-Αν δεν έρθεις, θα αναγκαστώ να πάω μόνος κι αυτό δεν θα μου ήταν καθόλου ευχάριστο της είπε..σε παρακαλώωω..
Του είπε ναι, όχι γιατί την παρακάλεσε, ούτε αισθάνθηκε οίκτο μα περισσότερο γιατί θα έβρισκε την ευκαιρία να του αποδείξει πόσο ανώτερο άτομο ήταν αυτή, και πόσο χοντροκομμένος κι εγωκεντρικός ήταν αυτός που με το έτσι θέλω παραβίαζε τον χώρο της, την οπτική της γωνία, αγόραζε το εμπόρευμα της, και τώρα αποζητούσε και την ίδια..
-Ααα όχι κύριε.. μέχρι εδώ ήταν.. αυτό δε θα περάσει έτσι..
Σάββατο βράδυ ήταν η γιορτή, ετοιμαζόταν από το απόγευμα. Μπάνιο, νύχια, ελαφριά απολέπιση προσώπου με κόκκους άμμου, υδατική κρέμα παντού, μέηκ απ, αι λάινερ, ένα απλό μα αεράτο κόκκινο φόρεμα και να ‘την, να την κουβαλάει ακουμπισμένη στην πλάτη του, στο πίσω μέρος της μηχανής του.
Κυριακή πρωί, ξύπνησε με το πιο όμορφο συναίσθημα που είχε ποτέ. Ο Κώστας, ήταν ολόκληρος μία έκπληξη, από τις λίγες. Οι φίλοι του επίσης. Η βραδιά άψογη. Και το κυριότερο, είχε τελειώσει μ ένα πολύ καλό σεξ στο σπίτι του. Μα υπήρχαν ακόμη τέτοιοι άντρες; Υπερβολικά διακριτικός, τρυφερός, συναισθηματικός, ευγενικός! Ερωτεύτηκε τα πάντα του, από τον τρόπο που κρατούσε το τσιγάρο, μέχρι τον τρόπο που της ψιθύριζε κατά την διάρκεια του σεξ, μα κι εκείνη η γεύση ανάμεσα στα σκέλια του ήταν όλα τα λεφτά. Δυσκολεύτηκε να τον βγάλει από το μυαλό της ακόμη και αργά το βράδυ, όταν πιά πήγε για ύπνο.
Δευτέρα πρωί, έβγαλε τα κλειδιά από την τσάντα, άνοιξε το μαγαζί, κατέβηκε στο υπόγειο και πήρε την σκούπα.
Έκανε την αδιάφορη, περίμενε να της μιλήσει πρώτος αυτός, να τον ζυγίσει ήθελε, μια που ολόκληρη την Κυριακή ούτε τηλεφώνημα ούτε μήνυμα στο κινητό.
Έδιωχνε την σκόνη του Σαββατοκύριακου από το πλακόστρωτο, όταν ένοιωσε πως ο χώρος της σαν να είχε μεγαλώσει, κοίταξε πέρα μακριά κι έβλεπε ξανά όλη την λεωφόρο έως ψηλα στην εκκλησία των Αγίων Θεοδώρων, ψάχνει το πεζοδρόμιο, όλο δικό της.
Έπεσε ο ουρανός στο κεφάλι της κι ούτε ένα σύννεφο μες το κατακαλόκαιρο. Γύριζαν οι πολυκατοικίες γύρω της σαν σε λούνα παρκ, της κόπηκε η ανάσα, μελάνιασε, δύσπνοια, νοσοκομείο, χάπια..
Μετά από καιρό, εξιστορούσε τα γεγονότα στην πιο καλή της φίλη.. δίχως ακόμη καλά καλά να το πιστεύει, όπως ήρθε έτσι κι έφυγε..έλεγε και ξανά έλεγε, από το πουθενά.. στο πουθενά!
Ποτέ δε φανταζόταν πως η ελευθερία που της άφησε η φυγή του, θα την ασφυκτιούσε ακόμη για πολύ..
υ.γ. στα περίπτερα που ξεφυτρώνουν από το πουθενά..