Tuesday, October 14, 2008

ο θείος Οδυσσέας

Πέντε χρόνια θα 'ναι δε θα 'ναι που είχαν φύγει παρέα γιά το νησί. Μοναχά οι δυό τους, οι γυναίκες πίσω. Ήθελαν λέει να θυμηθούν τα νιάτα τους. Μέρες όμορφες κι από χρόνια περασμένες.

Είχαν πάρει το καράβι από το λιμάνι της Θεσσαλονίκης, εκείνη την περίοδο έσφιζαν τα πήγαινε-έλα στα νησιά όχι σαν τώρα που λιμάνι λέμε και λιμάνι δεν έχουμε! Εγώ η ίδια τους είχα πάει ως εκεί. Μάλιστα, έτσι όπως τους είδα να χαίρονται σα μικρά παιδιά γιά το ταξίδι, μετά την επιβίβαση, στα τέλη ενός δύσκολου καλοκαιριού, έδωσα στον εαυτό μου την χαρά ενός μοναχικού εσπρέσσο, πλάι στην θάλασσα. Είχα πάρει κι ένα περιοδικό από αυτά που διέθετε γιά τους πελάτες το καφέ, το ξεφύλιζα, τους σκεφτόμουν και χαμογελούσα. Ευτυχώς ήταν πολύ νωρίς ακόμη και δεν είχα κόσμο γύρω μου.
Φίλοι από παιδιά κι ερωτευμένοι με δυό αδερφές τις οποίες και παντρεύτηκαν. Ο πατέρας μου συμβολαιογράφος κι ο θείος μου δικηγόρος, και οι δυό στην σύνταξη.
Από τότε που ένοιωσα τον εαυτό μου, τους θυμάμαι μαζί. Στις λύπες, στις χαρές, στα γεννητούρια των παιδιών. Σε τρελλά γλέντια και χορούς. Σε ατέλειωτα μεθύσια και πλούσια φαγοπότια. Ήμουν η μεγαλύτερη από τα ξαδέρφια. Κι η πιό αγαπημένη. Ίσως που ήμουν η μόνη που με είχαν βαφτίσει με το όνομα της μάνας τους. Αγγελική.

Από εκείνο το ταξίδι, είχαν γυρίσει δυό μέρες νωρίτερα.
Ο πατέρας σχεδόν κουβαλούσε τον θείο Οδυσσέα. Κι έβλεπα το πρόσωπο του, ξαφνικά σκαμμένο και γερασμένο. Προβληματισμένο και με μία έκφραση αγωνίας.
Τον πήγε κατ ευθείαν στο νοσοκομείο.
Ο θείος είχε αισθανθεί μιά μικρή αδιαθεσία. Το προηγούμενο μεσημέρι, με τα μεζεδάκια και τα τσίπουρα που έγινε ακόμη πιό έντονη το βράδυ.
Αφου του έκαναν όλες τις εξετάσεις, ο γιατρός διέγνωσε ένα ελαφρύ προβληματάκι με την καρδιά. Από εδώ και πέρα, θα έπρεπε να προσέχει. Και το ποτό και το τσιγάρο, κομμένα!
Αρχίσαμε όλοι μαζί τις περιποιήσεις. Στα ώπα ώπα τον είχαμε, σαν μωρό! Όλο θείε θέλεις από αυτό; Θείε πρόσεχε εκείνο..
Μέχρι και τα βαριά ψώνια, τους τα κουβαλούσα πλέον εγώ. Του το οφείλαμε, άλλωστε τα δικά του παιδιά έλειπαν στο εξωτερικό. Είμασταν τα πιό κοντινά του πρόσωπα.

Ο θείος Οδυσσέας όμως από τότε άρχισε να παίρνει την κάτω βόλτα. Κι όχι πως είχε τόσο μεγάλο πρόβλημα η καρδιά του, όοοχι!
Το μυαλό του ήταν το θέμα και μάλιστα η μνήμη του.΄
Στην αρχή έλεγε πως θα μας πάρει τηλέφωνο και το ξεχνούσε είπαμε εε εντάξει μιά ηλικία έχει ο άνθρωπος, φυσιολογικό είναι. Εδώ νέος είσαι, λες κάτι και μετά το αφήνεις να το πάρει ο έξω από δω. Μετά, έχανε τις μέρες την εβδομάδας. Αυτός που μπορούσε να σου υπολογίσει πόσα χρόνια πριν τι μέρα ήταν πχ η 10η Αυγούστου!
Ένα απόγευμα βγήκε από το σπίτι του γιά να έρθει σε μας, σχεδόν ένας δρόμος δίπλα και τον πήραν τα δάκρυα. Χάθηκε και βρέθηκε στην παραλία.
Όλοι ανησυχούσαμε πολύ. Τον πήγαμε σε ένα γιατρό κορυφή, έτσι μας τον είχαν συστήσει.
Αλτσχάιμερ είπε. Άνια!
Μέρα με την μέρα μαράζωνε. Δυό χρόνια διαφορά με τον πατέρα μου, φαίνονταν σα δέκα. Μάζεψε, ένα κουβαράκι έγινε!

Σήμερα Κυριακή. Από τις πιό όμορφες μέρες του Οκτώβρη. Ούτε κρύο ούτε ζέστη, μέρα κατάλληλη γιά εκδρομή.
Ο πατέρας μου ντύθηκε και βγήκε γιά εφημερίδες. Τον παρακολουθούσα από το μπαλκόνι. Ελαφρά σκυφτός, είχε χάσει εδώ και καιρό το ευθυτενές κορμί του. Ένα είδος παράδοσης είχα ζωγραφιστεί στο πρόσωπο του. Τον είδα να κατευθύνεται προς το περίπτερο.
Διόρθωσε με ανασφάλεια το σακκάκι του. Έβαλε τα χέρια του ιδρωμένα στις τσέπες. Παραμέρισε δυό μεγάλους πλαστικούς κάδους της ανακύκλωσης, κι έστρεψε το βλέμμα του με τρυφερότητα, προς τον πρώτο όροφο της οικοδομής που είχε απέναντι του.
Τον είδα να σηκώνει, το χέρι, ημιλυγισμένο σε μιά κίνηση παραπονιάρικου, δειλού χαιρετισμού.
Ήξερα ποιόν χαιρετάει κι ας ήταν πέρα από την ορατότητά μου.

Ο θείος Οδυσσέας καθόταν σ ένα κρεββάτι, που ακουμπούσε σχεδόν το παράθυρο, φορώντας ένα ζευγάρι πεντακάθαρες ριγέ πυτζάμες. Κοίταζε έξω μ ένα βλέμμα απλανές τώρα πιά. Δεν αναγνώριζε κανέναν μας, ούτε γυναίκα, ούτε φίλο, ούτε ανήψια. Ήταν εξαιρετικά αδύναμος και δεν είχε κανένα πάθος γιά οτιδήποτε. Ούτε να περπατήσει, αν και δύσκολα θα το κατάφερνε, μόνο το πιάτο του, σχεδόν με λύσσα το έγλυφε. Ήταν η μόνη κλωστή που τον κρατούσε ακόμη στην ζωή.
Ο πατέρας μου κατέβασε λυπημένος το χέρι του, μα ήξερα πως του έστελνε ένα σινιάλο μ ένα μυστικό νεύμα που έλεγε, έρχομαι να σε δω σε λίγο.
Αγόραζε τις εφημερίδες, κι ένα κουτί γλυκά και πήγαινε από εκεί. Σχεδόν κάθε μέρα. Τις Κυριακές με τα καλά του. Γλώσσα δεν έβαζε μέσα. Σα να καταλάβαινε του μιλούσε. Το και το έγινε. Κι αυτό από τα τώρα, κι εκείνο από τα παλιά. Λες και θα τον γύριζε πίσω.

Μετά ερχόταν σ εμένα, άφηνε στο τραπεζάκι τις εφημερίδες, μουρμουρίζοντας τα νέα.
Συνήθως έλεγε κάτι σαν ''είδες οι αλήτες οι παπάδες;'', ή ''δεν τα κλείνουν λέω εγώ όλα τα χρηματιστήρια να ησυχάσει το κεφάλι μας;''
Ρουφούσε με θόρυβο μιά γουλιά από τον διπλό Ελληνικό που του έφτιαχνα και συνέχιζε. Σα να τον είδα λίγο καλύτερα τον θειό σου σήμερα Αγγελικούλα. Του είπα για εκείνη την παλιά την ιστορία.. που.. θυμάσαι;
Μου φάνηκε, όχι νομίζω πως είμαι σίγουρος, το είδα, γέμισαν τα μάτια του, υγράνθηκαν.. να στο ορκίζομαι σου λέω..
Είναι δοσμένος θαρρείς σε μιά προσμονή, παιδιάστικη σχεδόν, απ αυτές που γνωρίζεις καλά την έκβαση εκ των προτέρων, μα δεν θέλεις να δεχτείς την ήττα.
Δεν μου το μαρτυράει ποτέ μα εγώ ξέρω.

Μετά από εκείνο το καλοκαίρι που είχαν φύγει οι δυό τους στο νησί, τίποτα δεν ήταν ίδιο. Πολλές φορές έπλαθα σενάρια με το μυαλό μου πως ίσως του είχε εκμυστηρευτεί τότε ο φίλος του κάποιο πολύ μεγάλο μυστικό, κάτι καθοριστικό και σπουδαίο, ένα ζήτημα ζωής ή θανάτου.
Είσαι τρελλή μου φώναζαν τα ξαδέρφια μου, όταν τόλμησα να τους το εκμυστηρευτώ, Χριστούγεννα που είχαμε βρεθεί όλοι μαζί.

Δεν ξέρω τι λέτε εσείς είπα, εγώ λέω πως όλα τα θυμάται, κατά βάθος όλα είναι ακόμη καταγραμμένα στον σκληρό δίσκο του νου του.
Το βλέπω όταν στηλώνει το βλέμμα στο πουθενά, έχει μιά γλύκα το κενό στα μάτια, έχει βάθος κι ομορφιά. Δε μπορεί να μη θυμάται τίποτα, δε μπορεί να μη βλέπει, δε μπορεί! Δεν μπορεί να έχει χάσει όλη αυτή την ομορφιά!
Να μην υπάρχουν μέσα του οι στιγμές της ζωής του.
Κενό.. ένας ζωντανός νεκρός.
Σα μία άρρωστη κουβαριασμένη κούκλα.

Ο θείος Οδυσσέας έφυγε ένα βράδυ, την ώρα που κοιμόταν.
Στην κηδεία του δεν έκλαψα, μόνο πέρασαν από μπροστά, όλη η αγάπη που μου είχε, τα δώρα, τα κανακέματα, οι αγκαλιές.
Ένα χρόνο μετά έφυγε κι η θεία μου. Ήταν πολύ δεμένοι και δεν το άντεξε.
Τα ξαδέρφια μου παρέμειναν στο εξωτερικό, ίσως δεν νοιώθουν πιά πως κάτι τους δένει στην Ελλάδα.

Όποτε περνώ έξω από το σπίτι τους, ξεχνιέμαι και κάνω να σηκώσω ελαφρά το χέρι σε ένδειξη χαιρετισμού.
Μα μπερδεύομαι που βλέπω στα σκοινιά απλωμένα ρούχα μωρουδιακά και μετά χαίρομαι.
Είναι οι νέοι ένοικοι, που πρόσφατα απέκτεισαν μωράκι.
Φεύγω!


υ.γ.
στον άγνωστο παππού που συνάντησα τυχαία μιά μέρα, το βλέμμα στο κενό, ακολουθώντας τον χαιρετισμό του συνομήλικου φίλου του.
Δεν τον ξαναείδα ποτέ, όποτε κι αν ξαναέστρεψα το βλέμμα, το παράθυρο ήταν άδειο και το διαμέρισμα μοιάζει ακατοίκητο!

20 comments:

  1. Πονάει πολύ. Να "φεύγουν", πριν να φύγουν για τα καλά. Αναρωτιέμαι τί νοιώθουν, άν νοιώθουν. Και νομίζω πως κανείς δε μπορεί να δώσει μιά απάντηση...
    Κι' ο μπαμπάς σου βίωσε ένα θάνατο, πολύ πριν συμβεί. Πόνεσε πολύ, πιστεύω.
    Το ίδιο κι' εγώ, διαβάζοντάς σε....

    ReplyDelete
  2. @..βιολιστη μου..

    ο πατερας του διηγηματος ναι, ο δικος μου πατερας οχι..μια χαρα ειναι προς το παρον..

    ηταν ενας παππους στον πρωτο οροφο μια πολυκατοικιας..

    με οδηγησε σ αυτον ο χαιρετισμος ενος αντρα, υπεθεσα φιλος του

    ReplyDelete
  3. Γράφεις πολύ όμορφα Αγγελικούλα...θέλω κι εγώ διπλό ελληνικό από τα χεράκια σου ... ζήλεψα :))

    Καλό βράδυ Φεγγαρένια μου !!!

    ReplyDelete
  4. Από τα λίγα ανθρώπινα κείμενα που έχω διαβάσει τελευταία!
    Τουλάχιστον όμως ο θείος του διηγήματος έφυγε ήσυχα, αβασάνιστα... Κάτι είναι κι αυτό!
    Φιλιά φεγγαρολουσμένη μας!

    ReplyDelete
  5. @..krye μας..

    δεν ειμαι η αγγελικουλα..ΕΙΠΑ!!!
    :)))

    ελληνικο ναι; απο τα χερακια μου;
    ΕΦΤΑΣΕΕΕΕ..

    αλλα ουδεμια ευθυνη φερω να το θυμασαι αυτο..

    πολυ πολυ καλη μερα σου ευχομαι αγαπητε

    ReplyDelete
  6. @..ηλιαχτιδα μου..

    ηταν αυτη η συναντηση μου ανθρωπινη..επρεπε να εβλεπες ολο το σκηνικο..

    καλημερα να εχεις

    ReplyDelete
  7. oi υπεροχοι παππουδες!!! δεν ετυχε να γνωρισω παππου. πεθαναν κ οι δυο οταν ημουν μωρο. ετσι δανειστηκα τον παππου της μαμμας μου , κ τον αδελφο της γιαγγιας του ανδρα μου. ποσο μου αρεσε η παρεα τους... πολυ μου ερεσε το αφιερωμα

    ReplyDelete
  8. M'άρεσε,ζωντανό,περιγραφικό,συγκινητικό.
    Το είχες στον ειρμό σου,έτσι ένιωσα,δεν το έχασες.
    Ίσως κάνουμε όλοι ένα λάθος,πρέπει να βγούμε λίγο από τον εαυτό μας νομίζω και να γράφουμε συνειδητά για αυτόν που διαβάζει.
    Εννοώ φράσεις όπως αυτή :'Ευτυχώς ήταν νωρίς ακόμα και δεν είχα κόσμο γύρω μου'θέλεις να πεις πως αν υπήρχε κόσμος ίσως σε περνούσαν για χαζοχαρούμενη αλλά του αναγνώστη του κόβεις τον ειρμό και χάνει τη συνέχεια γιατί προσπαθεί να καταλάβει τι εννοείς .
    Κατά τα άλλα σούπερ,αν διαβάσεις κάτι δικό μου μη μου χαϊδεύεις τα αυτιά ε ...διόρθωνε με.

    Καλημερούδια

    ReplyDelete
  9. Οι μεγάλοι, σε ηλικια, άνθρωποι είναι βιβλιο!!

    Έναν παππου σαν το δικο σου, στην ιστορια σου, είχαμε στην διπλανη πολυκατοικια.
    Έφυγε, μεσα στον δικο του κόσμο.



    Φιλια.

    ReplyDelete
  10. Υπέροχη συγκινητική ιστορία για της ζωής το παίδεμα. Όμορφα γράφεις

    ReplyDelete
  11. Παπουδες και γιαγιαδες αντιστιχα. Σταθηκα πολυ τυχερη στη ζωη μου που ειχα ως προσφατα τις δυο απο αυτες και τον εναν παπου! Εφυγαν.. με πληρη τα λογικα τους και χωρις να "πεθανουν πρωρα" βουτηγμενοι στη μοναξια και τη σιωπη.. Τον αλλον δεν προλαβα καν να τον γνωρισω.
    Και λυπαμαι ιδιαιτερα!
    Καλο βραδακι με το φεγγαρι γκαλια.. Να μας αφυπνιζεις παντα ετσι ομορφα!

    ReplyDelete
  12. εχεις προσκληση για παιχνιδακι σε μενα! :)

    Καλημερα!!

    υ.γ. περαστικουλια :)

    ReplyDelete
  13. Έτσι που όλα και όλοι κυρίως, ζουν στην μνήμη μου, με φοβίζει απίστευτα η πιθανότητα αυτήν ακριβώς να στερηθώ. Σε καλημερίζω. Όμορφο, τρυφερό, συγκινητικό...

    ReplyDelete
  14. @..venceremos..

    @..κωνσταντινε..

    @..παλμε..

    @..kat..

    @..λακη..

    @..xeimwniatikhliakada..

    @..dee dee

    @..madame de la luna

    ειναι κι ο δικος μου φοβος η απωλεια της μνημης..
    αλλωστε ειναι πια η ασθενεια της εποχης..

    ευχαριστω για τους σχολιασμους

    ReplyDelete
  15. Kατάλαβες πώς μεταδίδεις λοιπόν, έτσι;

    ReplyDelete
  16. @..βιολιστη μου..

    τι εννοεις..δε καταλαβα η ερμη!!

    ReplyDelete
  17. μια Οδύσσεια,η ζωή μας.Σκέφτηκα την οδύσσεια λόγω του ονόματος του θείου σου.Αδυσώπητη η παρακμή και πόσο μας φοβίζει...Και πόσο αυτή η ασθένεια,που όλο και περισσότερο κερδίζει έδαφος κατακερματίζει τον άνθρωπο...Από την ίδια έφυγε και η αγαπημένη μου γιαγιά.
    Ευαίσθητο το ποστ σου,με άγγιξε.Να σαι καλά.Καλημέρα!

    ReplyDelete
  18. Στο έχω ξαναγράψει, νομίζω, ξανά και ξανά: Γράφεις πολύ όμορφα και σου αξίζουν συγχαρητήρια! Κι ευχαριστίες... Σπουδαίο "κεφάλαιο" οι ηλικιωμένοι. Κρίμα, πράγματι, να φεύγουν πριν να φύγουν (όπως σχολίασε κάποιος). Εδώ που ήμασταν ήτανε, κι εκεί που είναι μπορεί κι εμείς να πάμε... (Ποιός ξέρει πώς τα φέρνει η ζωή;...)

    Καλό ΠΣΚ

    ReplyDelete

Η Κάρι μας

  Η απειρία της την έκανε να  αφήνει ελεύθερη την φαντασία της,  που οργίαζε πάντα,  ζωγραφίζοντας κάθε ευκαιρία σαν το χρυσό αγκίστρι που θ...