Monday, November 10, 2008

au revoir

Μπήκε στο μπαρ και κάρφωσε τα μάτια της στα δικά του.
Αυτός, την έκοψε από πάνω ως κάτω και την ακολούθησε με το βλέμμα έως ότου ήρθε και βολεύτηκε σ ένα ψηλό σκαμπώ μπροστά στην μπάρα.

Έβγαλε το παλτό της, κάθισε με άνεση, και δίχως να πάρει λεπτό τα μάτια της, του έγνεψε μ' ένα νεύμα ''ναι, εγώ είμαι''!
Ακίνητος, έμεινε να την κοιτάζει με δέος σαν κάτι σπάνιο, ακριβό, ιδανικό και άπιαστο, ζωντανό πιά..

Δούλευε σ ένα μικρό αλλά ατμοσφαιρικό ΄΄στέκι΄΄ γιά καφέ και ποτό. Ήταν υπάλληλος, μα της είχε γράψει πως ήταν δικό του. Τα κατά συνθήκην ψέμματα. Ταμπέλα κάθετα αιωρούμενη σε σχήμα καρδιάς, όνομα ''Au revoir''. Μιά πόρτα ξύλινη, ενισχυμένη με μιά βαριά, βαμμένη στο χρώμα της σκουριάς, σιδεριά. Ένας προθάλαμος και τέσσερα τραπεζάκια με θέα στον δρόμο. Μιά κατεβασιά από δυό σκαλάκια, πλατύσκαλο, άλλα τρία, ένα δωμάτιο μακρύ, ημιυπόγειο και στενό που χωρούσε άλλα οκτώ τραπέζια, δυό καναπέδες, το μπαρ αριστερά, και μιά γύρα ψηλά σκαμπώ στο περίγραμμά κάτω από την μπάρα του. Μουσική ήρεμη.

Αυτός ή ο συνάδελφος, όποιος είχε πρώτος βάρδια, άνοιγαν τις πόρτες, πολύ πριν την Δύση του ήλιου. Εξυπηρετούσαν τόσο κάποιους μεσημεριανούς πότες, όσο και αυτούς που ήθελαν να συναντηθούν ''διακριτικά'', είτε στο διάλλειμα κάποιας δουλειάς, είτε στην διάρκεια ενός ραντεβού.

Όρθιος, στην άμεση διάθεση του οποιουδήποτε πελάτη, φορώντας κατάσαρκα την χειμωνιάτικη ''στολή'', ένα μαύρο πουκάμισο κι ένα στενό μαύρο καπαρντινέ παντελόνι .

Της έδωσε το χέρι. Την δειλία του την φώναζε μ ένα απαλό κοκκίνισμα στο πρόσωπο κι ένα αμήχανο χαμόγελο.
Από την πλευρά της, ήταν ψύχραιμη. Έδειχνε μπασμένη, γυναίκα με τσαμπουκά..
Είχε τον αέρα του ανθρώπου, που έχει εντρυφίσει σε τέτοιου είδους γνωριμίες και συναντήσεις.

Απόγευμα Σαββάτου, πολύ νωρίς ακόμη γιά τους βραδινούς πελάτες του μαγαζιού. Τέσσερις καφέδες στο παράθυρο μπροστά κι αυτό ήταν όλο. Τυχερός, να τον πετύχει σε μέρα που δεν ήταν εδώ το αφεντικό.
-Λοιπόν; Που εξαφανίστηκες τόσες μέρες εσύ; έκανε πλησιάζοντας την τρυφερά. Την είχε χάσει από τον υπολογιστή τις τελευταίες δυό μέρες! Τηλέφωνο απενεργοποιημένο. Ανησύχησε!
-Δεν εξαφανίστηκα! Πήρα το αεροπλάνο και ήρθα! Έτσι δεν είχαμε πει; Γνώριζα οδό, γνώριζα αριθμό και να 'μαι.

Την κοίταξε άλλη μία από πάνω ως κάτω. Τον κοίταξε με νόημα.
-Δεν θα μείνω πολύ. Επιστρέφω αύριο το μεσημέρι!
Από κοντά ήταν ακόμη πιό κουκλάρα. Ατέλειωτα πόδια και μπότες ως τα γόνατα. Βαθύ ντεκολτέ και ένα πράσινο φουλάρι περασμένο δυό και τρεις φορές στο λαιμό. Στα αυτιά δυό τεράστιοι ασημένιοι κρίκοι.
Δεν το περίμενε. Όχι το παρουσιαστικό της, αυτό λίγο πολύ το έβλεπε, το είχε φανταστεί. Την ξαφνική εμφάνιση της μπροστά του δεν περίμενε.
Της έδωσε το χέρι..''χάρηκα πολύ που ήρθες. Σ ευχαριστώ!'' Γέλασε!

Μόλις δυό μήνες πριν είχε πάρει το πρώτο mail της.
Μου αρέσει το blog σου, μου αρέσουν οι σκέψεις σου κλπ.
Ζούσε στην Κέρκυρα.
Ζούσε στην Αθήνα.

Ο γραπτός λόγος σου προσφέρει την άνεση να σκεφτείς, να διορθώσεις, να αναθεωρήσεις, να ξεκαθαρίσεις, να κρύψεις! Να τα πεις όμορφα και στρωτά. Με τα λιγότερα λάθη. Η οθόνη δεν σε προδίδει σε αντίθεση με δυό ροδαλά μάγουλα ή μία σπασμένη φωνή.
Οι σωστές λέξεις στο πληκτρολόγιο, αποσιωπητικά γιά να δώσεις μυστήριο, φατσούλες γιά ζωντάνια και παιδικότητα, γελάκια που φανερώνουν χαρά κι ευχαρίστηση, όλα σνηγορούν γιά μία εντύπωση το λιγότερο θετική.

Είχε σαν αρχή στην ζωή του, να είναι ανοιχτός στα πάντα. Της το είπε. Συμφωνούσαν.
Με το διαδίκτυο δεν είχε πολύ καιρό πάρε δώσε. Χρησιμοποιούσε τον υπολογιστή της αδερφής του, στο ακριβώς από κάτω διαμέρισμα, συνήθως τα Κυριακάτικα πρωινά, παρέα με μιά μεγάλη, ζεστή κούπα καφέ.
Τα έσοδα του δεν του επέτρεπαν δικό του μηχάνημα και σύνδεση.
Αυτό δεν της το είπε!

Έφτιαξε ένα blog, λίγο γιά την πλάκα και πολύ γιά να ξεφύγει από τα προβλήματα της καθημερινότητας , να ακουμπήσει κάπου τις περισσευούμενες σκέψεις.
Ογδόντα χρόνια πριν, θα μπορούσε να γράφει σε χειροποίητο χαρτί με αδρή αφή, μελάνι με μυρουδιά, σκληρή πένα και γράμματα αλλού παχουλά κι αλλού λεπτά σα κλωστή, πλάγια, καλλιγραφικά! Εκείνα τα χρόνια φανταζόταν την γραφή δυνατό όπλο στα χέρια ενός ρομαντικού εραστή.
Σήμερα, ένα πληκτρολόγιο και μιά οθόνη είναι must, είναι in, και το δυνατότερο όπλο στα χέρια ενός μοναχικού εραστή.

Πήρε από το ράφι,ένα κρυστάλινο ποτήρι, το γέμισε ρούμι, πάγο και το στόλισε με ένα κλωναράκι δυόσμου. Μοσχομύρισε ο τόπος. Δυόσμος κι αρωματικό κερί που άναψε σχεδόν μπροστά της. Μετά προστέθηκε και ο καπνός του τσιγάρου της. Άνοιξε μιά ταμπακιέρα από μαυρισμένο ασήμι, του πρόσφερε, αρνήθηκε, έβγαλε, κράτησε, άναψε.. ήπιε!
Ήξερε πως ήταν το αγαπημένο της ποτό! Τον ευχαρίστησε.

Μετακινήθηκε γιά να κάτσει σταυροπόδι.
Του άρεσε, του άρεσε πολύ περισσότερο από κείνη την γαμημένη την φωτογραφία που του έστειλε στο τρίτο, αν θυμόταν καλά mail! Κολασμένα περισσότερο κι από την ανοιχτή κάμερα στο μσν!

Στο blog του έγραφε Κυριακή παρά Κυριακή. Λίγα αλλά πιασάρικα ποστ. Εικόνες, φιλοσοφίες, κι απόψεις.
Του ερχόταν κάτι σαν ταξίδι. Από αυτά που δεν είχε προλάβει ακόμη να κάνει, πνιγμένος στις υποχρεώσεις. Στην δικιά του την ψυχή και στις ψυχές των ανθρώπων.

Τα mail του τα άνοιγε σπάνια στην αρχή. Δεν τον απασχολούσαν κι ούτε περίμενε κάτι. Από την στιγμή που πήρε το δικό της, άρχισε να επισκέπτεται την αδερφή του συχνότερα. Εκεί να δεις καζούρα. Τα ανήψια του έκαναν πανηγύρι.

Ήταν ευάλωτος, δεν είχε καιρό που είχε βγει από μιά δύσκολη σχέση, τόσο δύσκολη που είχε ορκιστεί να διαγράψει αυτή την λέξη από το λεξιλόγιο του.
Του είχε αφήσει μιά βρώμικη αίσθηση στα χέρια, στο στήθος, παντού σα να είχε τριφτεί σ ένα λάκκο γεμάτο κολλώδη φύλλα.
Ήταν σε φάση που ακόμη κατηγορούσε τον εαυτό του, γιά όλα τα σημάδια που της είχε επιτρέψει να αφήσει επάνω του.

Η προσπάθεια της να τον προσεγγίσει, ήταν έκπληξη κι ευχαρίστηση μαζί. Δώρο. Την γούσταρε ήδη. Από τα κείμενα, την ευαισθησία, το συναίσθημα και τον λεπτομερή αισθησιασμό που έβγαζε, τις ερωτικές της περιγραφές, σχεδόν σαν να του άνοιγε τα πόδια και να είχε μπει ήδη μέσα της.

Την φωτογραφία της, θα μπορούσε να την έχει στην οθόνη του αν είχε δικό του υπολογιστή,
και μόνο γιά να του φτιάχνει την μέρα. Του άρεσε πολύ! Την φαντασιωνόταν! Έβαλε την αδερφή του να του την τυπώσει και την έδειχνε στους φίλους του.
Σςςςςςςς... μμμμμ... θεογκόμενα ρε! Τυχεράκια! Του σφύριζαν!

Αυτή ήπιε το ποτό της, κάθισε καμμιά ωρίτσα, τσιγάρο πάνω στο τσιγάρο, εξαιρετικό το ταξίδι με το αεροπλάνο, λίγο ακριβότερη, αλλά συνεπέστατη η συγκεκριμένη εταιρεία, δεν το περίμενα πως τελικά θα έρθεις, μα αφού σου το υποσχέθηκα κι όταν εγώ υπόσχομαι κρατώ τον λόγο μου, χείλια κατακόκκινα κι αισθησιακά, καιρό πριν ένοιωθε να τα δαγκώνει, να τα υγραίνει, να τα ρουφάει, να τα καταπίνει.

Φωνή βραχνή κι αισθησιακή, βαθιά κι ερωτική, Θυμήθηκε τις τηλεφωνικές πρωινές της καλημέρες. Τον ερέθιζε.
-Tι ώρα θα μπορέσεις να ξεμπερδέψεις από το μπαρ;
Της έδωσε ραντεβού σε ένα δύωρο, έξω από το continental, ξενοδοχείο τεσσάρων αστέρων.

Σκεφτόταν πόσα για τον εαυτό του της είχε πει. Κι ακόμη πόσα της έκρυβε. Προσωπικά και άλλα. Καμμιά φορά, πάνω στο παρορμητισμό του, ήθελε τόσο να την ενθουσιάσει, που οικειοποιόταν οτιδήποτε του έκανε εντύπωση από ζωές άλλων. Πήγα ταξίδι εκεί, έβγαλα φωτογραφίες, μεγάλη παρέα κλπ. Τρίχες. Ολομόναχος ήταν. Πρωί, μεσημέρι, βράδυ δουλειά κι υπερωρίες.

Στα mail της είχε αποκτήσει εξάρτηση. Όταν δεν ερχόταν στην ώρα τους έκανε σα την τίγρη στο κλουβί.
-Δεν έχεις msn; τον ρώτησε μιά μέρα.
-Έχω πως δεν έχω της απάντησε. Έβαλε την αδερφή του να του το κατεβάσει. Άρχισε να την δωροδοκεί! Γαλυφιές! Αδερφούλα μου αυτό, αδερφούλα μου εκείνο.

Την περίμενε πως και πως. Μεταμεσονύκτιες πολύωρες συνομιλίες και πολύ πιό άμεσες.
Της ζήτησε να ανοίξει την κάμερα. Πάτα το accept του είπε. Εντυπωσιάστηκε διπλά. Από αυτήν κι από την τεχνολογία. Κοίτα να δεις τι έχανα τόσο καιρό έλεγε και ξανάλεγε.
Του είχε εκμυστηρευτεί τα πάντα γιά την ζωή της. Γιά εκείνον τον άντρα που αγαπούσε αλλά ήταν μακριά. Τα συρτάρια όπου έκρυβε τα γράμματα του. Το κομμωτήριο της. Τα δάνεια και τα χρωστούμενα της. Την μοναξιά, την απόριψη, τις φίλες, τους γονείς της. Όλα!!!

Όλα!!!

-Άραγε θα μπορέσω ποτέ να σε γνωρίσω από κοντά; την ρωτούσε γοητευμένος. Πολλές φορές το μακρινό φαντάζει μέσα μας ακόμη πιό ανικανοποίητο, και κυρίως ακόμη πιό ιδανικό.
-Κάνε υπομονή, του έλεγε. ''Όλα θα γίνουν, με την σειρά.''
Καιγόταν από αναμονή.
Τα βράδια που δεν δούλευε, την περίμενε στο μσν, τα βράδια που δούλευε της τηλεφωνούσε από την δουλειά.

Ήταν κάτω από το ξενοδοχείο της.
Την κάλεσε στο κινητό.
-Είσαι έτοιμη κούκλα μου; την ρώτησε.
''Θέλεις να κατέβεις ή να ανέβω;''
Του απάντησε η ίδια αισθησιακή φωνή, ''έλα επάνω ίσως αργήσω λίγο!''
Ζήτησε ένα μπουκάλι λευκό κρασί στη ρεσεψιόν, ανέφερε τον αριθμό του δωματίου κι ανέβηκε.
Κτύπησε, του άνοιξε..

Φορούσε ακόμη, μία μαύρη μακριά ρόμπα, από ένα μισοδιάφανο ύφασμα που στο γύρισμα του κορμιού της άφησε να φανούν δύο πανέμορφα στητά οπίσθια κι ένα επίσης μαύρο υφασμάτινο τρίγωνο ανάμεσα.

Ούτε καλησπέρα δεν της είπε.
Την άρπαξε από την μέση, την κόλλησε επάνω του, τον τύλιξε με το πλάι του κορμιού της, έτριψε με τις ατέλειωτες γάμπες της τους γοφούς του, έβγαλε το πουκάμισο του, την ζώνη, ξεκούμπωσε το φερμουάρ, κατέβασε το παντελόνι.
Δεν κρατιόταν, την ήθελε σα τρελός, την έπιασε από τους γοφούς, την σήκωσε ψηλά, την ακούμπησε με πάθος στον τοίχο.

-Ήθελα από καιρό να σου πω κάτι, του ψιθύρισε στο αυτί μ εκείνη την φωνή που έσταζε πόθο κι έρωτα.
Του φάνηκε περίεργο, ξενέρωσε, αλλά κράτησε τα προσχήματα.
-Τι εννοείς κούκλα μου; απόρησε.

Αντί να του απαντήσει άφησε τα ρούχα της να πέσουν στο πάτωμα.
Έμειναν τα χέρια του στον αέρα! Να κάτι που δεν είχε φανταστεί ως τώρα! Ένα ροδαλό, περήφανο και στητό πέος εκεί που κανονικά θα έπρεπε να φαντάζει το αιδοίο της.
Έστρεψε αλλού τα μάτια με αηδία, την έσπρωξε με δύναμη μακριά του, φόρεσε στα γρήγορα το παντελόνι, πήρε στα χέρια το πουκάμισο, την γραβάτα, το σακάκι κι έφυγε.

Στην πρώτη γωνιά, έσκυψε κι έκανε εμετό. Έβγαλε τα σωθικά του.
-Την πουτάνα γαμώ τη μου, την πουτάνα μου μέσα, έβγαζε, έβριζε και κτυπούσε την γροθιά του στον τοίχο.

Στο μπαρ δεν πήγε την επομένη. Ζήτησε άδεια. Ήθελε χρόνο να σκεφτεί. Να καθαρίσει το μυαλό του.

Ξύπνησε βαριά. Κοίταξε το ρολόι στο κομοδίνο. Περασμένες δέκα.
Κοίταξε τις μισόκλειστες γρίλιες. Συννεφιά.
Κατέβασε το ένα πόδι αργά από το κρεββάτι και μετά το άλλο.
Άνοιξε την πόρτα του μπάνιου. 'Εκανε πάντα ένα χαρακτηριστικό θόρυβο σαν να υπήρχε κάποια σελίδα χαρτιού ανάμεσα στο ξύλο και το πλακάκι.
Έριξε λίγο νερό στο ξυνισμένο μούτρο του. Χάιδεψε με το πλάι του δακτύλου του κόντρα στο αριστερό μάγουλο. Χρειαζόταν ξύρισμα. Αργότερα.

Έβαλε καφέ, ήπιε μιά γουλιά.
Ήταν η πρώτη σκέψη της ημέρας. Αυτή!
Να μπορούσε να δώσει μιά στον κουβά να τον κλωτσίσει.. μα ο πόθος άναβε περισσότερο μέσα του αντί να σβήσει.
Την είχε δαγκώσει χοντρά την λαμαρίνα εδώ και καιρό. Κι αυτό δεν ήταν τίποτα μπροστά στο άγγιγμα και την μυρωδιά του σώματος της. Στον αισθησιασμό και την γλυκύτητα που απέπνεε!
Την γούσταρε την τύπισσα.

Άνοιξε την τηλεόραση. Στις πρωινές ειδήσεις η εκλογή του Ομπάμα στην Αμερική.
Την έκλεισε.
Έβαλε ραδιόφωνο.

Το ίδιο απόγευμα, σχημάτιζε γιά ακόμη μία φορά το τηλέφωνο της..

20 comments:

  1. Και μετα λεω εγω για ανατροπες :))))
    Α! ρε φεγγαρενια :))

    ReplyDelete
  2. Κατά βάθος ο έρωτας είναι ερμαφρόδιτος,φεγγαρένια μου...κι ας κάνουμε εμετό στη θέα του! ;))

    φιλάκι

    ReplyDelete
  3. Αλλη μια από τις καλογραμμένες ιστορίες σου !!!
    Πάντως η εικόνα που πλαθουμε με το μυαλό μας για το άγνωστο, έχει πάντα σχεση με τις δικές μας προσδοκίες.

    Καλο σου βραδυ!

    ReplyDelete
  4. Αυτά κάνει ο έρωτας! Τυφλός,κουφός...και άμα είναι και διαδικτυακός; Μέχρι και τη σεξουαλική σου ταυτότητα μπορεί να ανατρέψει!

    Χωρίς πλάκα για άλλη μια φορά θα σου πω ότι η γραφή σου,η δύναμη των λέξεών σου,ο τρόπος να κρατάς το ενδιαφέρον του αναγνώστη αμείωτο και άλλα πολλά...είναι καθαρά συγγραφικές τεχνικές που διαθέτεις και μάλιστα σε μεγάλο βαθμό θα έλεγα!

    Καλό σου βράδυ!

    ReplyDelete
  5. Τί να ΄ναι άραγε αυτό που σε κάνει να προσκυνάς ό,τι έχεις αποφασίσει να σταυρώσεις;Αυτό που αποστρέφεσαι μα που δε μπορείς να του αντισταθείς και να το απορρίψεις;

    Έρωτας που θέλει να τα ζήσει όλα ή έρωτας που αναζητά ακόμη την ταυτότητα του;...

    Φιλί

    ReplyDelete
  6. @..ματ..

    και που ειμαστε ακομη ματ!!

    ReplyDelete
  7. @..ψυχη μου..

    ο ερωτας εχει πολλα, μα παρα πολλα προσωπα γλυκια μου

    ReplyDelete
  8. @..melian..

    η φαντασια μας πλαθει και ζυμωνει αναλογα με τα θελω μας, αλλα η πραγματικοτητα πολλες φορες ξεπερνα καθε φαντασια..

    ReplyDelete
  9. @..ανασαιμια..

    δεν ειναι ο ερωτας εδω, ο ποθος ειναι..

    ReplyDelete
  10. @..ανιμα..

    ερωτας που οδηγειται απο ενα αστειρευτο ποθο.
    την ειχε ηδη κανει δικια του με το νου..
    εμενε να ξεπερασει, να δεχτει, να χωνεψει, την ανατροπη που τον περιμενε..

    ReplyDelete
  11. Στο μεταξυ μου θυμισε την περιπτωση ενος φιλου που πιτσιρικάς ειχε την πρωτη του εμπιρεια με τον αγοραιο ερωτα . δεκαπεντε χρονων κανει κοπανα απο το σχολειο να παει ο κακομοιρος μαζι με την παλιοπαρεα να ξεφουσκωσουν τον βαζουν πρωτο να δοκιμασει και πεφτει πανω σε τραβεστι
    :ΡΡΡΡ
    Συγνωμη που δεν μπαινω στην διαδικασια να αναλυσω τις κοινωνικες προεκτασεις και στεκομαι μονο στο αστειο του θεματος ( και μην πεταχτει κανεις και πει οτι εχω αποθυμενα και δεν δινω την αναλογη βαρυτητα ) αλλα μερικα πραγματα ισος και να πρεπει να τα βλεπουμε ετσι μερικες φορες :)))

    Ορθογραφια δεν διορθώνω βαριεμαι !!!


    Καλημερα Φεγγαρενια :)))

    ReplyDelete
  12. @..mat..

    εχεις δει ''το παιχνιδι των λυγμων;''
    ταινια ειναι

    κ α τ α π λ η κ τ ι κ η !!!

    ReplyDelete
  13. Φοβερή ιστορία. Συνήθως προβλέπω τη συνέχεια, αλλά η ανατροπή ήταν καθολική. Μπράβο. Μέρα καλή

    ReplyDelete
  14. @..λακη φουρουκλα..

    μα η ανατροπη υπαρχει μεσα στην καθημερινοτητα μας..ετσι ειναι;

    σ ευχαριστω

    ReplyDelete
  15. Μάλιστα :)

    Να σου πω ακριβός τι βίωσα...
    στην αρχή με έβαλες σε κλίμα αισθησιασμού και ρομαντισμού με το μπαράκι κ.λ.π..
    μετά σε έχασα λίγο και έψαχνα να βρω άκρη...
    μετά με τις περιγραφές λίγο σε έχασα πάλι...
    μετά με ρούφηξες και με συνεπήρες...
    μετά με εξέπληξες και γέλασα ...
    και εντέλει το χάρηκα! :)

    Καλό μεσημέρι

    ReplyDelete
  16. Πέρα για πέρα αληθινή ιστορία.
    Ξέρω μία περίπτωση που είναι ίδια με την ιστορία σου, με τη διαφορά ότι ο τύπος ήταν παντρεμένος.

    Γράφε, γράφε. Δεν χορταίνω ;-)

    ReplyDelete
  17. @..κωνσταντινε..

    να το δουμε σαν γραπτο;
    να το δουμε..

    καποιες φορες αυτα που θελεις να γραψεις, ερχονται και βγαινουν απαλα, σαν μια αχνη που πασπαλιζει ενα γλυκο..

    αλλες φορες, το διαβαζεις αυτο που εχεις γραψει, το ξαναδιαβαζεις, κατι δε σου καθεται, ανικανος να το προσδιορισεις, το ποσταρεις ωστε να φυγει πια απο τα δικα σου χερια..

    παμε στα επομενα..

    χαιρομαι που περασες καλα, αν και νομιζω πως μου το λες σα κομματακι ζαχαρη στο στομα..

    ReplyDelete
  18. @..despinak..

    ειπα και στον κωνσταντινο την πραγματικη μου αποψη..

    οπως και να εχει..γραφω..κι ας ΔΕΝ..

    αληθινη ιστορια θα μπορουσε να ειναι, πολυπλευρη μαλιστα

    ReplyDelete
  19. πολλη καλο!!!!
    παλι με εκανες και διαβασα μεγαλο κειμενο :))))
    ειναι αυτο που λεει μια φιλη μου..... αμα σου γα..σει το μυαλο πριν το σωμα..... εισαι ετοιμος να κανεις πολλα :)

    καλο σκ

    ReplyDelete

τί άλλο να πεις;

  Μπαίνεις σε ένα δωμάτιο και μοιάζει παγωμένο.  Σκουπίδια εδώ κι εκεί,  σκόνη πολύ.  Οι καρέκλες άδειες και οι θεατές ανύπαρκτοι.  Όσο και ...