Θέλω να σ' αποχαιρετήσω με ένα παραμύθι. Όπως χωρίζουν δυό άνθρωποι πολύ ερωτευμένοι. Τόσο δεμένοι που αρνούνται να πληγώσουν ο ένας τον άλλον.
Ένα παραμύθι σαν αυτά που μου ψιθύριζες στο αυτί, ένα χρόνο τώρα. Γιά να μου μαλακώσεις την ψυχή, στα δύσκολα. Γιατί ήξερες εσύ, ήσουν ο μόνος που ήξερε τι μου επιφύλασσε η κάθε στροφή. Το μόνο που σε πρόδιδε το ελαφρώς ανασηκωμένο πυκνό φρύδι στην έκφραση που συνόδευε λόγια όμορφα, λόγια, υποσχέσεις!
Θα σου φτιάξω ένα τόπο λοιπόν, ένα τόπο γιορτινό, όπου το μόνο που θα ακούς θα είναι οι φωνές παιδιών. Γέλια, ενθουσιασμός!
Φώτα, φώτα πολλά χρωματιστά κατά προτίμηση, που κάνουν πιό παραμυθένια.
Στέγες, δρόμοι, αυλές στρωμένες με χιόνι, απαλό, κατάλευκο.
Μύτες τρυφερές κατακόκκινες, παγωμένες, γάντια, σκουφιά. Χιονάνθρωποι, καροτένιες μύτες, μάτια ελιές, χέρια κλαδιά, καπέλλο εκείνο το τσαλακωμένο του παππού!
Ο παγωμένος αέρας να φέρνει μελωδίες από το παντού και το πουθενά.
Να μοσχομυρίζει βανίλια και άχνη και μέλι και κανέλλα. Ψητό στο φούρνο και γέμιση με κάστανα, συκωτάκια και δαμάσκηνα μουλιασμένα σε ζεστό κόκκινο κρασί.
Οι πατημασιές των παιδιών στο χιόνι. Χειροτεχνίες στο Χριστουγεννιάτικο χωριό, ένας αη Βασίλης από ασημόσκονη, μιά χάρτινη νιφάδα.
Κούτες ολόκληρες με παιχνίδια κάτω από το χριστουγεννιάτικο δέντρο. Μεσάνυχτα ζωντανεύουν! Νύχτες τώρα. Οι άγγελοι κάνουν ευχές και τα ξωτικά σκίζονται να τις πραγματοποιήσουν.
Έτοιμο το σκηνικό.
Ώρα να δώσουμε τα χέρια. Εσύ κι εγώ. Ώρα να σ' αποχαιρετήσω. Έλα να σου δώσω και ένα φιλί.
Τι; Τι είναι αυτό; Δάκρυ; Εσύ;
Μα καλά δεν έμαθες τίποτα από εμένα; Τίποτα; Έελα, φύγε τώρα. Κοίτα πως σε κοιτούν τα παιδιά. Κοίτα πως περιμένουν. Γύρνα την πλάτη και μη δείχνεις τα συναισθήματα σου. Δεν σε παίρνουν οι ευαισθησίες. Ιδιαίτερα όταν δεν μπορείς να αλλάξεις την ροή της ιστορίας. Έτσι πρέπει. ''Πρέπει'', τι όμορφη λέξη αλήθεια , μα μόνο όταν αφορά τους άλλους!
Αντίο καλέ μου, και που είσαι;
'Οπως φεύγεις πάρε μαζί σου την λύπη και τον πόνο από τους ανθρώπους, και τα όπλα από αυτό τον πλανήτη. Ίσως εκεί που πας να είναι πιό χρήσιμα.
Όλα τα υπόλοιπα τα θέλω. Όπως είναι. Και τους φίλους μου, και τους ανθρώπους που αγαπώ. Τους στόχους μου, τα όνειρα μου, τις επιθυμίες μου. Ό,τι με εμπνέει! Μ' ακούς; Τα θέλω είπα!
Άιντε στο καλό τώρα. Τράβα! Κι ούτε να κοιτάξεις πίσω σου.
η φωτογραφία δανεισμένη από τον aggelospyrou
''Ενα φλιτζάνι καφές, ένα τσιγάρο που καπνίζεις και το άρωμά του σε διαπερνά, τα μάτια μισόκλειστα μέσα στο ημίφως του δωματίου... Δεν θέλω τίποτε άλλο από τη ζωή εκτός από τα όνειρά μου και αυτό... Λίγο είναι; Δεν ξέρω. Μήπως ξέρω τι είναι λίγο και τι πολύ;'' Φερνάντο Πεσσόα
Wednesday, December 31, 2008
Monday, December 22, 2008
ο καρυοθραύστης
-Αχ τι καλά, ήρθαν και πάλι τα Χριστούγεννα, είπε ο καρυοθραύστης και χτύπησε τρεις φορές με το ξύλινο σκήπτρο του το πάτωμα.
Επ ξυπνήστε, ξυπνήστε όλοι, έδωσε το πρόσταγμα, και τεντώθηκε γιά να ισιώσει λίγο ακόμη, το ταλαιπωρημένο από το στρίμωγμα κορμάκι του, πλάι στο παράθυρο.
-Ένα ένα τα παιχνίδια, μ ένα μαγικό τρόπο, άρχισαν να βγαίνουν από τις κούτες που ήταν γιά έναν ολόκληρο χρόνο φυλαγμένες στην αποθήκη.
Πρώτα πρώτα, βγήκε ο ξύλινος Άι Βασίλης, με την μακριά γενειάδα, που ισορροπούσε πάνω σε μία ολόχρυση, βαριά σαν μολύβι μπάλα. Άνοιξε το κουτί του αργά, παραμέρισε όλα τα ψιλόχαρτα που τον προστάτευαν, έριξε μιά ερευνητική ματιά τριγύρω, και πήρε μιά βαθιά ανάσα. Ξεφύσηξε με δύναμη.
-Επιτέλους, επιτέλους ήρθαν τα Χριστούγεννα, φώναξε με την μπάσα φωνή του και πήρε θέση στο κέντρο του μπουφέ, πλάι στις πορσελάνινες πιατέλες που ήταν γεμάτες από κουραμπιέδες, μελομακάρονα και χίλια δυό ακόμη καλούδια.
Έπειτα, άνοιξε το κουτί με το ολόλευκο αστέρι. Ξεκόλλησε σιγά σιγά το καπάκι, έβγαλε το κεφαλάκι του έξω, κοίταξε νυσταγμένο ακόμη, δεξιά, μετά αριστερά, πετάχτηκε με ένα πήδο έξω και έφτασε ως την κορυφή του καταπράσινου έλατου λύγιζοντας με χάρη τα πέντε του ποδαράκια, που ήταν πασπαλισμένα με χρυσόσκονη.
Το βαρύ περσικό χαλί, γέμισε μπάλες, που δυσκολεύονταν να συνηθίσουν το φως του ήλιου, καθώς βγήκαν από το μεγάλο ορθογώνιο κουτί, και η κάθε μία προσπαθούσε να ξεφύγει από το χοντρό νάυλον σακουλάκι της. Ήταν σε αποχρώσεις του ροζ, από το πιό βαθύ, ως το πιό φωτεινό, με πολλά σκαλίσματα σε σκούρα χρυσή πατίνα.
Κάποιες, δεν ήταν ολοστρόγγυλες, μα έκαναν από κάτω ένα σχήμα τέτοιο που έμοιαζε με δάκρυ, κι ήταν οι πρώτες που σκάλωσαν στα κλαδιά του έλατου με περίσσιο καμάρι.
Ένα σύννεφο από χρωματιστά φωτάκια, σαν αστέρια της γης, σκόρπισε μιά γιρλάντα από φωτεινές φλογίτσες.
Το πρόσωπο του καρυοθραύστη φώτισε, σε μία πράσινη απόχρωση κάτω από την μύτη κι μία μπλε στο φρύδι πάνω δεξιά. Έβγαλε τα γάντια του και σταύρωσε τα χέρια ευχαριστημένος.
Νύχτωνε και το δωμάτιο είχε γεμίσει μυρουδιές, από καμμένη ζάχαρη, σιρόπια από μέλι, βούτυρα, κανέλλες και γαρύφαλα. Από το ραδιόφωνο, ακούγονταν μουσικές, Αύριο πρωί πρωί θα έρχονταν και τα παιδιά γιά να πουν τα κάλαντα. Το δέντρο είχε γεμίσει στην βάση του όμορφα τυλιγμένα πακέτα και τα δύο παιδιά της οικογένειας, χτυπούσαν χαρούμενα τα χέρια τους. Ο καρυθραύστης, αλλά και όλα τα παιχνίδια ήταν πολύ ευτυχισμένα. Αν αυτό δεν ήταν μιά χαρούμενη στιγμή, τότε τι; Χαλάλι και η κούραση, χαλάλι και το στρίμωγμα τους υπόλοιπους έντεκα μήνες στην σκοτεινή και υγρή αποθήκη.
Και καθώς τα σκεφτόταν όλα αυτά και καμάρωνε, κάποιος, κάτι, ποιός ξέρει άραγε, άνοιξε το παράθυρο. Η βαριά κουρτίνα, κινήθηκε γρήγορα, από τον αέρα, έξω λυσομανούσε, τον τύλιξε με δύναμη και παρ' τον κάτω.
Πρώτα ντράπηκε, κοκκίνησε ολόκληρος, κι έπειτα άρχισε να συνειδητοποιεί σιγά σιγά που βρισκόταν. Είχε συρθεί ως το διάδρομο, μακριά από όλους τους φίλους του, και το χειρότερο δεν ήταν πιά ολόκληρος.
Έκανε να σηκωθεί, μα ήταν αδύνατον, γιατί του έλειπε το ένα του πόδι. Και δεν ήταν μονάχα αυτό, πονούσε, πονούσε πάρα πολύ. Στεναχωρέθηκε, ράγισε η καρδούλα του.
-Κοίτα, ο καρυοθραύστης σου, είπε το ένα παιδάκι στο άλλο.
Το άλλο τον πήρε με δάκρυα στην αγκαλιά του.
Τα παιχνίδια αιφνιδιάστηκαν από τούτο το κακό. Λυπήθηκαν τόσο που δεν μπορούσαν πιά να σκεφτούν τίποτα άλλο. Το αστέρι σκυθρώπιασε, ο άι Βασίλης μελαγχόλησε παραπονεμένος και τα φωτάκια έπαψαν να δίνουν φως. Ο πληγωμένος καρυοθραύστης είχε γίνει το θέμα της αποψινής νύχτας.
Ο καρυοθραύστης έκλαιγε, ευτυχώς με δάκρυα μαγικά που δεν μπορούσαν να δουν τα παιδιά. Τι θα έκανε τώρα; Θα τον καταχώνιαζαν ξανά στην αποθήκη, αν δεν τον πετούσαν στα σκουπίδια. Και ποιός ξέρει αν τον ξαναθυμόταν κανείς ποτέ. Ήταν καταδικασμένος να χαθεί κάτω από ένα σκοτεινό βουνό από σκουπίδια, ή κάτω από ένα σωρό αχρησιμοποίητα αντικείμενα. Ήταν χαμένος, ναι αυτό ήταν, χ α μ έ ν ο ς!
Και το χειρότερο; Δεν θα ξαναζούσε ποτέ μα ποτέ τις μέρες των Χριστουγέννων.
Τα χέρια του μικρού παιδιού που τον κρατούσαν ήταν τρυφερά και ζεστά, δάκρυα, έπεφταν επάνω του και τον μούσκευαν. Αυτός, δεν είχε πιά άλλο κουράγιο να κλάψει. Πρέπει να είμαι δυνατός, σκεφτόταν, ότι κι αν συμβεί πρέπει να είμαι δυνατός!
Τότε, δυό άλλα χέρια, γέρικα, με σκληρό δέρμα αλλά ακόμη πιό ζεστά, χάιδεψαν το πονεμένο του πόδι. Μετά, τον ακούμπησαν πάνω σε κάτι που του φάνηκε πολύ παγωμένο, τον σκούπισαν με ένα κομμάτι μαλακό πανί και έπειτα ένοιωσε κάτι απροσδιόριστο, να καίει το πόδι του. Τα γέρικα δάχτυλα, έφεραν το σπασμένο κομμάτι του ποδιού, και το κόλλησαν γερά.
Σε δυό λεπτά, τα δυό παιδικά χεράκια, όλο γέλια, τον κράτησαν ξανά, και τον τοποθέτησαν σε μέρος πολύ πιό ασφαλές αυτή την φορά. Τεντώθηκε, δοκίμασε το πόδι του κινώντας το δυό τρεις φορές πάνω κάτω, έστρωσε το παντελόνι του, κούμπωσε τα χρυσαφένια κουμπιά του σακκακιού του, διόρθωσε λίγο τα γένια του, κροτάλισε μιά δυό το στόμα του και ναι, σαν από θαύμα, μπορούσε ξανά να σταθεί. Και το κυριότερο, δεν πονούσε πιά καθόλου.
Ουφ, ήταν σίγουρα ένα βράδυ δύσκολο, τόσο δύσκολο που ίσως να μην ξεχνούσε ποτέ, αλλά σημασία είχε πως τώρα όλα ήταν ξανά όπως πριν. Πως βρισκόταν ξανά, ανάμεσα στα αγαπημένα του πρόσωπα.
Κτύπησε δυνατά το σκήπτρο του.
Το δέντρο τίναξε χαρούμενα τα κλαδιά του, οι μπάλες στραφτάλισαν στο φως κάνοντας ντλιν ντλον, το αστέρι άρχισε να τραγουδάει, τα παιδάκια χτυπούσαν χαρούμενα τα χέρια τους.
Θα ήταν κι αυτά, αναμφισβήτητα, από τα πιό όμορφα, τα πιό αστραφτερά, τα πιό αγαπησιάρικα, τα πιό χνουδωτά Χριστούγεννα.
Και με ένα μαγικό τρόπο, όλοι, μα όλοι θα είχαν πολύ πολύ θετική σκέψη! Τόση πολύ, που δεν θα άφηναν ποτέ πιά και τίποτα τόσο άδικα να τους στεναχωρήσει!
Aκόμη ένα τρυφερό Χριστουγεννιάτικο παραμύθι εδώ!
υ.γ. Εύχομαι σε όλους σας χρόνια πολλά και καλά. Χαρούμενα Χριστούγεννα κοντά στα αγαπημένα σας πρόσωπα. Με πολλές μυρουδιές και γεύσεις. Κυρίως από Ζωή!
Saturday, December 20, 2008
Το ηλιακό ρολόι
Γιάννης Βαρβέρης
''Το ηλιακό ρολόι''
Ο κύριος Φογκ, 1993
Όταν ο κύριος Φογκ
ήθελε να δει τι ώρα είναι
έσκυβε από την πολυθρόνα
και κοίταζε το πρόσωπο του στο νερό:
όμορφος παρά μελαγχολικός και δέκα δευτερόλεπτα
τρυφερός και αγέρωχος και σαράντα δευτερόλεπτα
λυπημένος και λυπημένος ακριβώς
του απαντούσε το νερό.
Μόνο την νύχτα
η ώρα ήτανε πάντα
νύχτα.
Όταν μιά νύχτα ολόκληρη
σου δίνεται
δεν την ρωτάς ποτέ
τι ώρα είναι.
''Το ηλιακό ρολόι''
Ο κύριος Φογκ, 1993
Όταν ο κύριος Φογκ
ήθελε να δει τι ώρα είναι
έσκυβε από την πολυθρόνα
και κοίταζε το πρόσωπο του στο νερό:
όμορφος παρά μελαγχολικός και δέκα δευτερόλεπτα
τρυφερός και αγέρωχος και σαράντα δευτερόλεπτα
λυπημένος και λυπημένος ακριβώς
του απαντούσε το νερό.
Μόνο την νύχτα
η ώρα ήτανε πάντα
νύχτα.
Όταν μιά νύχτα ολόκληρη
σου δίνεται
δεν την ρωτάς ποτέ
τι ώρα είναι.
Sunday, December 14, 2008
τα κόκκινα παπούτσια (χριστουγεννιάτικο παραμύθι)
Δέκα γυναικεία δάχτυλα, με άψογο μανικιούρ, άνοιξαν το χάρτινο κουτί. Ανάμεσα στα τσαλακωμένα χαρτιά ξεπρόβαλε ένα πανέμορφο ζευγάρι κόκκινα παπούτσια.
-Αχ, τι όμορφα που είναι εδώ! είπε το δεξί που ομολογουμένως ήταν πολύ πιό ομιλητικό από το αριστερό.
Τα κομψά, ντελικάτα δάχτυλα, τα κράτησαν γιά λίγη ώρα, τα χάιδεψαν γιά μιά στιγμή, και τα τοποθέτησαν πάνω πάνω σε μία κρυστάλλινη βιτρίνα.
-Πω πω ζαλίζομαι, είπε το αριστερό που ήταν και το πιό παραπονιάρικο.
-Ναι, αλλά έχουμε πανοραμική θέα. Κοίτα τα άλλα τα καημένα εκεί χαμηλά. Μέσα στο σκοτάδι. Ενώ εμείς, είμαστε οι άρχοντες τις βιτρίνας. Να δες, που όλα τα μάτια είναι στραμμένα επάνω μας!
Πράγματι, έξω από το τζάμι, είχαν σταθεί δεκάδες ζευγάρια μάτια να χαζεύουν τα κόκκινα παπούτσια.
Στ αυτιά τους έφταναν τα θαυμαστικά επιφωνήματα.
-Ααα έκαναν όλοι με ενθουσιασμό.
-Τι ωραίο χρώμα! είπε μιά κοντή κυρία που φορούσε ένα πολύ εντυπωσιακό καπελάκι στο κεφάλι της.
-Τι καλοφτιαγμένες πιέτες! είπε μία άλλη πολύ νέα γυναίκα που κρατούσε στο χέρι της ένα παιδάκι.
-Αστράφτουν σα χριστουγεννιάτικα στολίδια! φώναξε ένα μικρό κοριτσάκι.
-Δε σου τα έλεγα; σκούντισε το δεξί το αριστερό. Πως θα μας φέρουν στο καλύτερο κατάστημα της πόλης; Γιά δες κόσμος που μας παρατηρεί; Εε πως να το κάνουμε, είμαστε τα πιό όμορφα παπούτσια του κόσμου. Χαλάλι τόσο ταξίδι. Είδες που γκρίνιαζες;
-Το αριστερό έσκουξε. Ωχ καημένε δε μ αρέσουν τόσα ζευγάρια μάτια στυλωμένα επάνω μου, ούτε να με ζεσταίνουν τόσα φώτα. Με ενοχλεί όλη αυτή η δημοσιότητα.
-Πάψε γκρινιάρα πάψε. Απόλαυσε το και μη μιλάς. Αν μας αγοράσει κάποια όμορφη κυρία, βαστάτε σολίτσες μου. Τότε να δεις πόνος και κούραση. Χώρια οι πληγές.
Οι μέρες και οι νύχτες περνούσαν κάπως έτσι. Δεν υπήρξε ούτε ένας περαστικός, να μη μαγευτεί, από την λάμψη των κόκκινων παπουτσιών. Ούτε ένας!
Μιά βδομάδα μετά, τα παπούτσια είχαν πιά κουραστεί. Πολλά φώτα, πολλές φωνές, όμορφα δάχτυλα τα έδειχναν, κομψά πόδια τα φορούσαν γιά δοκιμή, μα κατέληγαν ξανά, ψηλά στο πιό περίοπτο σημείο της βιτρίνας.
-Πιφ τι βαρεμάρα, είπαν με ένα στόμα μιά φωνή. Έχασα πιά το ενδιαφέρον μου, και το κυριότερο, είμαι ένα πτώμα, ένα αληθινό πτώμα, ασε που κοντεύω να πάθω έγκαυμα από αυτόν τον προβολέα που πέφτει επάνω μου, και έπεσαν βαριά, το ένα πάνω στο άλλο, στο κρυστάλινο ράφι.
Δεν πρόλαβαν όμως να πάρουν μιά ανάσα, όταν ακούστηκε ένας πάρα πολύ μεγάλος θόρυβος. Κραααατττςςςςςςς!!!
-Μα τι γίνεται εδώ, τι είναι αυτό, αναρωτήθηκε μισονυσταγμένο, το δεξί.
-Πέτρα, μας έριξαν μιά πέτρα, μα γιά δες, κάποιοι σπάνε ολόκληρη την βιτρίνα.
Μας παίρνουν, ποιοί είναι αυτοί, που μας πάνε; Μη με πιάνεις έτσι καλέ τσαλακώνεις τις πιέτες μου!
-Τι σκοτάδι είναι αυτό, πονάω, και τι απαίσια που μυρίζει!
-Γκουχ γκουχ γκουχ.
-Ααααα ψουυυυυυ! Η αλλεργία μου, γρήγορα ένα πανί να διώξω την σκόνη. Αχ πως στριμώχτηκα έτσι κάτω από αυτό τον σωρό των παπουτσιών.
-Κοίτα, έχει τηλεόραση μέσα σ αυτό το σκοτεινό δωμάτιο, νομίζω πως γιά μας μιλάνε.
-Κάτι γιά πλιάτσικο πρώτη φορά το ακούω. Τι είναι αυτό;
-Δολοφονία λέει, δολοφονία ενός μικρού παιδιού. Ααα γι αυτόοο..
-Θέλημα θεού είπε κάποιος!
-Ο Χριστός κι η Παναγία.
Tα όμορφα δάχτυλα, ξαναέπιασαν τρυφερά τα παπούτσια, τα χάιδεψαν γιά μιά στιγμή και τα ξανατοποθέτησαν στο πιό θεαματικό σημείο της βιτρίνας.
-Δε σου το έλεγα πως γρήγορα θα μας βρουν; Να 'μαστε πάλι εδώ.
-Κάτσε να φτιαχτώ λίγο, τα χάλια μου έχω. Τους βάρβαρους, έχασα το χρώμα μου!
-Πω πω τι βλέπω, καινούργια πεντακάθαρα τζάμια. Εεε καιρός τους ήταν!
-Μα γιά δες, δε σου φαίνεται πως μέσα σε μιά μέρα άλλαξαν τα πρόσωπα των ανθρώπων; Πως ζωγραφίστηκε επάνω τους η θλίψη και ο θυμός;
-Άκου κι αυτό το μικρό αγοράκι που κρατάει σφιχτά από το χέρι την μαμά του.
-Μαμά αυτοί οι αστυνομικοί θα σκοτώσουν κι άλλα παιδάκια;
-Φοβάμαι.
-Σώπα, ησύχασε.
-Τουλάχιστον έχουμε ο ένας τον άλλον!
-Έλα τώρα κάνε λίγο πιό δίπλα να ξαπλώσω επάνω σου.
-Κοίτα, κοίτα εκεί ψηλά, μιά παιδική ψυχή ταξιδεύει στον ουρανό.
-Θα γίνει ένα μεγάααλο λαμπερό αστέρι που θα φωτίζει τις νύχτες μας γιά πάντα.
-Σ αγαπάω!
-Κι εγώ σ αγαπάω!
-Καλά Χριστούγεννα!
-Αχ, τι όμορφα που είναι εδώ! είπε το δεξί που ομολογουμένως ήταν πολύ πιό ομιλητικό από το αριστερό.
Τα κομψά, ντελικάτα δάχτυλα, τα κράτησαν γιά λίγη ώρα, τα χάιδεψαν γιά μιά στιγμή, και τα τοποθέτησαν πάνω πάνω σε μία κρυστάλλινη βιτρίνα.
-Πω πω ζαλίζομαι, είπε το αριστερό που ήταν και το πιό παραπονιάρικο.
-Ναι, αλλά έχουμε πανοραμική θέα. Κοίτα τα άλλα τα καημένα εκεί χαμηλά. Μέσα στο σκοτάδι. Ενώ εμείς, είμαστε οι άρχοντες τις βιτρίνας. Να δες, που όλα τα μάτια είναι στραμμένα επάνω μας!
Πράγματι, έξω από το τζάμι, είχαν σταθεί δεκάδες ζευγάρια μάτια να χαζεύουν τα κόκκινα παπούτσια.
Στ αυτιά τους έφταναν τα θαυμαστικά επιφωνήματα.
-Ααα έκαναν όλοι με ενθουσιασμό.
-Τι ωραίο χρώμα! είπε μιά κοντή κυρία που φορούσε ένα πολύ εντυπωσιακό καπελάκι στο κεφάλι της.
-Τι καλοφτιαγμένες πιέτες! είπε μία άλλη πολύ νέα γυναίκα που κρατούσε στο χέρι της ένα παιδάκι.
-Αστράφτουν σα χριστουγεννιάτικα στολίδια! φώναξε ένα μικρό κοριτσάκι.
-Δε σου τα έλεγα; σκούντισε το δεξί το αριστερό. Πως θα μας φέρουν στο καλύτερο κατάστημα της πόλης; Γιά δες κόσμος που μας παρατηρεί; Εε πως να το κάνουμε, είμαστε τα πιό όμορφα παπούτσια του κόσμου. Χαλάλι τόσο ταξίδι. Είδες που γκρίνιαζες;
-Το αριστερό έσκουξε. Ωχ καημένε δε μ αρέσουν τόσα ζευγάρια μάτια στυλωμένα επάνω μου, ούτε να με ζεσταίνουν τόσα φώτα. Με ενοχλεί όλη αυτή η δημοσιότητα.
-Πάψε γκρινιάρα πάψε. Απόλαυσε το και μη μιλάς. Αν μας αγοράσει κάποια όμορφη κυρία, βαστάτε σολίτσες μου. Τότε να δεις πόνος και κούραση. Χώρια οι πληγές.
Οι μέρες και οι νύχτες περνούσαν κάπως έτσι. Δεν υπήρξε ούτε ένας περαστικός, να μη μαγευτεί, από την λάμψη των κόκκινων παπουτσιών. Ούτε ένας!
Μιά βδομάδα μετά, τα παπούτσια είχαν πιά κουραστεί. Πολλά φώτα, πολλές φωνές, όμορφα δάχτυλα τα έδειχναν, κομψά πόδια τα φορούσαν γιά δοκιμή, μα κατέληγαν ξανά, ψηλά στο πιό περίοπτο σημείο της βιτρίνας.
-Πιφ τι βαρεμάρα, είπαν με ένα στόμα μιά φωνή. Έχασα πιά το ενδιαφέρον μου, και το κυριότερο, είμαι ένα πτώμα, ένα αληθινό πτώμα, ασε που κοντεύω να πάθω έγκαυμα από αυτόν τον προβολέα που πέφτει επάνω μου, και έπεσαν βαριά, το ένα πάνω στο άλλο, στο κρυστάλινο ράφι.
Δεν πρόλαβαν όμως να πάρουν μιά ανάσα, όταν ακούστηκε ένας πάρα πολύ μεγάλος θόρυβος. Κραααατττςςςςςςς!!!
-Μα τι γίνεται εδώ, τι είναι αυτό, αναρωτήθηκε μισονυσταγμένο, το δεξί.
-Πέτρα, μας έριξαν μιά πέτρα, μα γιά δες, κάποιοι σπάνε ολόκληρη την βιτρίνα.
Μας παίρνουν, ποιοί είναι αυτοί, που μας πάνε; Μη με πιάνεις έτσι καλέ τσαλακώνεις τις πιέτες μου!
-Τι σκοτάδι είναι αυτό, πονάω, και τι απαίσια που μυρίζει!
-Γκουχ γκουχ γκουχ.
-Ααααα ψουυυυυυ! Η αλλεργία μου, γρήγορα ένα πανί να διώξω την σκόνη. Αχ πως στριμώχτηκα έτσι κάτω από αυτό τον σωρό των παπουτσιών.
-Κοίτα, έχει τηλεόραση μέσα σ αυτό το σκοτεινό δωμάτιο, νομίζω πως γιά μας μιλάνε.
-Κάτι γιά πλιάτσικο πρώτη φορά το ακούω. Τι είναι αυτό;
-Δολοφονία λέει, δολοφονία ενός μικρού παιδιού. Ααα γι αυτόοο..
-Θέλημα θεού είπε κάποιος!
-Ο Χριστός κι η Παναγία.
Tα όμορφα δάχτυλα, ξαναέπιασαν τρυφερά τα παπούτσια, τα χάιδεψαν γιά μιά στιγμή και τα ξανατοποθέτησαν στο πιό θεαματικό σημείο της βιτρίνας.
-Δε σου το έλεγα πως γρήγορα θα μας βρουν; Να 'μαστε πάλι εδώ.
-Κάτσε να φτιαχτώ λίγο, τα χάλια μου έχω. Τους βάρβαρους, έχασα το χρώμα μου!
-Πω πω τι βλέπω, καινούργια πεντακάθαρα τζάμια. Εεε καιρός τους ήταν!
-Μα γιά δες, δε σου φαίνεται πως μέσα σε μιά μέρα άλλαξαν τα πρόσωπα των ανθρώπων; Πως ζωγραφίστηκε επάνω τους η θλίψη και ο θυμός;
-Άκου κι αυτό το μικρό αγοράκι που κρατάει σφιχτά από το χέρι την μαμά του.
-Μαμά αυτοί οι αστυνομικοί θα σκοτώσουν κι άλλα παιδάκια;
-Φοβάμαι.
-Σώπα, ησύχασε.
-Τουλάχιστον έχουμε ο ένας τον άλλον!
-Έλα τώρα κάνε λίγο πιό δίπλα να ξαπλώσω επάνω σου.
-Κοίτα, κοίτα εκεί ψηλά, μιά παιδική ψυχή ταξιδεύει στον ουρανό.
-Θα γίνει ένα μεγάααλο λαμπερό αστέρι που θα φωτίζει τις νύχτες μας γιά πάντα.
-Σ αγαπάω!
-Κι εγώ σ αγαπάω!
-Καλά Χριστούγεννα!
Saturday, December 13, 2008
βρέχει ''σκοτάδι''
H Θεσσαλονίκη σήμερα ήταν ακριβώς όπως περιγράφεται στους τουριστικούς οδηγούς και τα παραμύθια. Υγρή.
Η θάλασσα ένα με τον ουρανό κι οι γλάροι τρομαγμένοι και πεινασμένοι.
Ένας καλλιτέχνης φωτογράφος μάζευε υλικό γιά κάποια διαδικτυακή σελίδα. Το βλέπω στην έκφραση. Έχει διαφορά αυτός που θέλει να δείξει, από αυτόν που θέλει απλά να κρατήσει γιά τον εαυτό του. Μνήμες.
Μάθαμε στο πρόσκαιρο και ξεχνάμε πιά τόσο εύκολα.
Ούτε κουτιά, ούτε σκονισμένα τριαντάφυλλα, ούτε ιδιόχειρα σημειώματα φυλαγμένα. Απλά περιμένουμε την επόμενη μέρα. Κι όλα ως διά μαγείας εξαφανίζονται, κι οι φωνές των παιδιών, κι ο τρόμος στα πρόσωπα των μεγάλων, κι η απέχθεια, κι ο θυμός, κι η θλίψη, και το φτύσιμο, κι η απόρριψη, και το σιδερικό, κι η γαμημένη σφαίρα κι ο ακατάλληλος εγκέφαλος, ΟΛΟΙ.
Ψέμματα. Τίποτα δε φεύγει μακριά. Όλα σκεπάζονται με μία σκόνη υγρή γιά να κάνουν την επανεμφάνιση τους μετά από καιρό. Πιό έντονα, πιό δυνατά.
Δεν είναι τυχαίο που τούτη τη φορά η βροχή είναι βαριά σα το μολύβι. Ούτε πως αυτό το απόγευμα νοιώθω πως βρέχει ''σκοτάδι''. Το έχετε νοιώσει ποτέ; Να βρέχει ''σκοτάδι'';
Ε λοιπόν ναι, νοιώθω πως ο χρόνος σταμάτησε μιά βδομάδα πριν. Τέλειωσε. Kαι δεν το κρύβω πως έχω γεμίσει ενοχές. Ντρέπομαι πολύ! Και θλίβομαι! Κι αυτός ο θυμός δεν θα φύγει έτσι εύκολα..
.. και διερωτώμαι, σε ποιά να ήταν ακριβώς στιγμή, στην πορεία της ζωής μας που η βροχή άρχισε να πέφτει μαύρη και πηχτή σα δηλητήριο, κι εμείς απομείναμε με το στόμα ανοιχτό, σα να νομίζαμε πως μας διάβαζαν ένα παραμύθι!
Η θάλασσα ένα με τον ουρανό κι οι γλάροι τρομαγμένοι και πεινασμένοι.
Ένας καλλιτέχνης φωτογράφος μάζευε υλικό γιά κάποια διαδικτυακή σελίδα. Το βλέπω στην έκφραση. Έχει διαφορά αυτός που θέλει να δείξει, από αυτόν που θέλει απλά να κρατήσει γιά τον εαυτό του. Μνήμες.
Μάθαμε στο πρόσκαιρο και ξεχνάμε πιά τόσο εύκολα.
Ούτε κουτιά, ούτε σκονισμένα τριαντάφυλλα, ούτε ιδιόχειρα σημειώματα φυλαγμένα. Απλά περιμένουμε την επόμενη μέρα. Κι όλα ως διά μαγείας εξαφανίζονται, κι οι φωνές των παιδιών, κι ο τρόμος στα πρόσωπα των μεγάλων, κι η απέχθεια, κι ο θυμός, κι η θλίψη, και το φτύσιμο, κι η απόρριψη, και το σιδερικό, κι η γαμημένη σφαίρα κι ο ακατάλληλος εγκέφαλος, ΟΛΟΙ.
Ψέμματα. Τίποτα δε φεύγει μακριά. Όλα σκεπάζονται με μία σκόνη υγρή γιά να κάνουν την επανεμφάνιση τους μετά από καιρό. Πιό έντονα, πιό δυνατά.
Δεν είναι τυχαίο που τούτη τη φορά η βροχή είναι βαριά σα το μολύβι. Ούτε πως αυτό το απόγευμα νοιώθω πως βρέχει ''σκοτάδι''. Το έχετε νοιώσει ποτέ; Να βρέχει ''σκοτάδι'';
Ε λοιπόν ναι, νοιώθω πως ο χρόνος σταμάτησε μιά βδομάδα πριν. Τέλειωσε. Kαι δεν το κρύβω πως έχω γεμίσει ενοχές. Ντρέπομαι πολύ! Και θλίβομαι! Κι αυτός ο θυμός δεν θα φύγει έτσι εύκολα..
.. και διερωτώμαι, σε ποιά να ήταν ακριβώς στιγμή, στην πορεία της ζωής μας που η βροχή άρχισε να πέφτει μαύρη και πηχτή σα δηλητήριο, κι εμείς απομείναμε με το στόμα ανοιχτό, σα να νομίζαμε πως μας διάβαζαν ένα παραμύθι!
Monday, December 08, 2008
γαμημένη σφαίρα
Kαι ξαφνικά σιωπή. Μουλώσαμε όλοι.
Ο θάνατος του 15χρονου, στα Εξάρχεια, μας έκοψε το γέλιο. Γιά άλλη μιά φορά.
Έφταιγε; Ποιός έφταιγε; Ο πιτσιρικάς; Ο ένοπλος;
Το χέρι; Η στιγμή; Το όπλο; Το όπλο σε λάθος χέρι; Το όπλο σε λάθος χέρι και το χέρι να οδηγείται από λάθος εγκέφαλο.
Το παιδί έφυγε. Ο ένοχος θα δικαστεί. Ως το επόμενο.
Γιατί τα λάθος χέρια είναι πολλά.
Έλα μωρέ ένα επάγγελμα είναι. Ναι.. επαγγελματίας δολοφόνος. Από γεννεσημιού σου δολοφόνος. Και μη μου πεις πως δείλιασες στιγμή, μη μου πεις πως σκέφτηκες ποτέ την ευθύνη του να κουβαλάς όπλο. Την ευθύνη του να δώσεις κλωτσιές μέχρι θανάτου.
Από ανάγκη το ξεκίνησες. Ένα επάγγελμα είπες στην μάνα σου που σε κοιτούσε μα μάτια ορθάνοιχτα γιά αυτή σου την απόφαση. Ένα γαμημένο επάγγελμα. Μόνο μη μου κρύβεσαι εμένα και μη μου λες πως δε την τράβαγε η ψυχή σου τούτη την ιδέα εξουσίας ε; Μικρή ή μεγάλη δεν έχει σημασία. Κρεμασμένο το σιδερικό στην ζώνη σε έδειχνε διπλάσιο, κι όχι στο ύψος, όχι, μα στα μάτια της κοινωνίας, ένοιωθες σπουδαίος κι άλλο τρόπο δεν είχες.
Στην σχολή σε ισοπέδωσαν, σε περνούσαν από την μηχανή του κιμά, κι εκεί που ξερνούσες, γινόσουν άνθρωπος και πάλι. Κάθε μέρα άντεχες και λίγο περισσότερο, μέχρι που έγινες πιό σκληρός κι από το πετσί. Άτρωτος. Γιά άμυνα σου είπαν.
Στην πορεία, μεγάλωσες. Μα μέσα σου αντί να στρώσουν τα σκατά γινόταν χειρότερα. Η μάνα πέθανε. Η γκόμενα σε απέρριψε, κι η σύζυγος πηδιόταν με τον καλύτερο σου φίλο. Γαμημένη ζωή. Ρημάδα ζωή.
Σκάσε μαλάκα και προχώρα.
Γαμημένη δουλειά μα μη μου πεις πως δε σου πήγαινε γάντι. Το έβλεπα στο πρόσωπο σου. Τα χείλη σου που στένευαν καθημερινά. Το μαλλί όρθιο φασιστικό, το πηγούνι αποφασιστικό και το χέρι, να χαιδεύει το σιδερικό κάθε που πήγαινε να σε πάρει από κάτω.
Εκείνο το μεσημέρι, πήγες να βρέξεις το στόμα σου με λίγο αλκοόλ. Λίγο είπες και κόντεψες να αδειάσεις το μπουκάλι. Γαμημένη ζωή.
Περνώντας από ένα καφέ, είδες μιά παρέα παιδιών με χαρούμενα πρόσωπα να τραγουδούν και να γελούν. Σου φάνηκε πως σε κορόιδευαν, μα στην πραγματικότητα έβλεπες τα μούτρα σου. Ήταν δυνατόν να έκανες τόσο μεγάλο λάθος;
Πήγες πιό πέρα, έφτυσες δυό φορές στην άσφαλτο, γύρισες πίσω, έπιασες το σιδερικό και πυροβόλησες. Κατάστηθα. Η πεθαμένη μάνα σου πήγε να σου αρπάξει το χέρι, μα εσύ συνέχισες απτόητος, γιατί μη μου πεις πως δεν ήταν από πάντα αυτός ο χαρακτήρας σου;
Πόσες φορές από παιδί δε σε φώναξαν τσογλάνι, κάθαρμα, μούτρο, πόσες;
Όταν είχες άγχος, δεν μπορούσες να σκεφτείς, θόλωνες. Μα δεν είχες άγχος. Κατακάθαρα όλα. Το παιδί είχε ξαπλώσει αιμόφυρτο στο έδαφος κι εσύ ακίνητος να προσπαθείς να θυμηθείς, να θυμηθείς μα τι;
Πως άλλο ΑΜΥΝΑ κι άλλο ΕΝ ΨΥΧΡΩ ΕΠΙΘΕΣΗ, και το παιδί έφυγε.. έφυγε..
ΕΦΥΓΕ Μ ΑΚΟΥΣ;;;
ΕΝΑ ΔΕΚΑΠΕΝΤΑΧΡΟΝΟ ΑΓΟΡΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΔΙΚΗ ΣΟΥ ΓΑΜΗΜΕΝΗ ΣΦΑΙΡΑ..
Μαζί του πέθανες κι εσύ αλλά ποιό το όφελος;
Και ξαφνικά μουλώσαμε όλοι, γιατί πέστε μου έναν που να είναι εναντίον των σημερινών επεισοδίων στα κέντρα των πόλεων.. έναν..
update 10/12/2008
ΜΑΘΗΤΡΙΑ Γ' ΛΥΚΕΙΟΥ Στη σχολή Μωραΐτη, εκεί που φοίτησε ο 15χρονος
«Τίποτα δεν είναι ίδιο, απλά άσε με να κλάψω...»
Πόνος, απορία, οργή για την εν ψυχρώ εκτέλεση του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου από τον ειδικό φρουρό. Μια κατάθεση ψυχής σε τρεις χειρόγραφες σελίδες γραμμένες από το χέρι μιας μαθήτριας της Γ' Λυκείου της Σχολής Μωραΐτη, εκεί όπου φοίτησε για κάποια χρόνια ο 15χρονος. Είχαν διαγώνισμα χθες το πρωί στο τμήμα της, στα Μαθηματικά. Λίγο αργότερα εκείνη παρέδωσε την κόλλα της. Τρεις σελίδες χωρίς αριθμούς και εξισώσεις, γεμάτη από λέξεις, συναισθήματα και σκέψεις για όλα αυτά που έγιναν τις τελευταίες δυο ημέρες. Αποσπάσματα δημοσιεύει σήμερα η «Ε»:
«Οχι, δεν διάβασα. Και ούτε θα είχα την ενέργεια να γράψω. Τα ίδια γυρνάνε στο μυαλό μου ξανά και ξανά. Πάνε πάνω από 24 ώρες που σκέφτομαι το ίδιο πράγμα. 15 χρονών, Αλέξανδρος Γρηγορόπουλος. Το είδαν οι κολλητές μου. Στη Μεσολογγίου. Τον ήξερα μόνο φατσικά. Ηξερα τους κολλητούς του όμως......Εγώ δεν ήμουν εκεί. Είχα πάει Ψυρρή. Ηξερα ότι οι άλλες ήταν Εξάρχεια. Κανείς δεν είχε βγει από την υπόλοιπη παρέα. Ισως κάτι να ήξεραν παραπάνω. Ούτε εγώ ήθελα να πάω Εξάρχεια. Είπα "θα περάσω μετά". Η Α... βρέθηκε στον δρόμο μου και ήρθε και μου 'πε "15 χρονών παιδί νεκρό στη Μεσολογγίου". Ο νους μου πήγε στους δυο Ν..., είναι οι μικρότεροι εκεί πέρα. Για τρεις ώρες μετά ζήτημα να έβγαλα δέκα κουβέντες. "Ποιος είναι;", "Πώς είναι η φάτσα του;", "Είναι ο αδελφός του Τ...;", "Δεν πιστεύω να 'ναι ο Ν...". Τα τηλέφωνα βάραγαν όλο το βράδυ από παντού. Κλείσαν τα Εξάρχεια. Τα κορίτσια ήταν ακόμα εκεί. Και εγώ δεν ήμουνα κοντά τους. Γιατί δεν ήμουν κοντά τους; Δεν ήθελα να το δούνε αυτό. Δεν ήθελα να τους σημαδέψει μια τέτοια εικόνα. Μακάρι να μπορούσαμε να κλείσουμε τα μάτια στις φρίκες, να μην αφήνουμε τον άλλον να βλέπει, για να μην βλέπει εφιάλτες. Δεν είναι όμως έτσι τα πράγματα. Δυστυχώς. Πρέπει να αντιμετωπίζουμε το διεστραμμένο ύφος του κάθε τέρατος. Ακουγα. Ακουγα για το υπόλοιπο βράδυ, τα κρατούσα μέσα μου δεν έλεγα τίποτα. Σοκ. Επαιρνα τα κορίτσια τηλέφωνο. Μου έλεγαν τι έγινε: "Πριν 10 λεπτά σε αυτό το σημείο καθόμασταν. Εσκασε ένα περιπολικό και άρχισε το παιδί να το κοροϊδεύει. Ο μπάτσος μετά από φωνές σημάδεψε από ενάμιση μέτρο απόσταση. Τρεις σφαίρες. Μία τον πέτυχε στην καρδιά. Κοίταξε επάνω και σωριάστηκε πίσω. Λίγο ακόμα κατάφερε να αναπνεύσει. Μετά; Ασθενοφόρα, Λιποθυμίες. Η Κ... έπαθε κρίση πανικού. Η Τ... έκλαιγε, οι άλλες δύο... σοκ. Και στον αέρα να κυκλοφορούν οι λέξεις: Πέθανε - Παιδί - μίσος - οργή - μα είναι νεκρός - Πέθανε σας λέω - εκδίκηση. Μετά καπνός. Σπάστε τα ΟΛΑ. Σπάστε, σπάστε να γίνει η Αθήνα μαύρη σ' ένα βράδυ. Να μην υπάρχει τίποτα αύριο. Να ξεκινήσουν όλα από το μηδέν. Πώς τόλμησε ο δολοφόνος, πώς το σκέφτηκε; Εχει χρέος να αυτοκτονήσει. Να πεθάνει με τον χειρότερο τρόπο. Να ζήσει μια ζωή μέσα από τύψεις, τη χειρότερη ζωή. Να αυτοκτονήσει. Για αυτούς που το είδαν, για τους κολλητούς του, για την οικογένειά του. Να αυτοκτονήσει αυτός και κάθε άλλος μαλάκας που μας θέλει νεκρούς. ΜΙΑ ΜΑΣ ΘΕΛΕΤΕ ΕΣΕΙΣ; ΕΜΕΙΣ 10! ΕΚΔΙΚΗΣΗ! ΟΛΑ ΕΔΩ ΘΑ ΦΑΝΟΥΝ. Κανένας από σας δεν θέλω να έχει το θράσος να με κοιτάξει στα μάτια. Μην μου μιλήσει κανένας σας. Την ασφάλειά μου πλέον εξασφαλίζουν μόνο οι φίλοι μου και αυτοί που θεωρώ οικογένεια......Με αυτή τη σκέψη κοιμήθηκα... Ξύπνησα 8. Δεν ήμουν σίγουρη για το τι συνέβαινε αλλά σηκώθηκα πήγα... κάπως μηχανικά. Βρήκα τις άλλες. Το ξέραμε όλες. Τίποτα πλέον δεν είναι ίδιο. Ούτε σε μας ούτε στον κόσμο. Δεν επέτρεψα στον εαυτό μου να κλάψει ούτε να συνειδητοποιήσει τι γινόταν. Κάθισα μαζί τους.Είδα τον Ν... τον κολλητό του. Σηκώθηκα. Τον αγκάλιασα. Δεν είπαμε τίποτε άλλο. Τον έσφιξα και με έσφιξε. Τα μάτια του ήταν πρησμένα. Γιατί Ν... μου να το έχεις δει αυτό; Το πιο σκληρό πράγμα στον κόσμο. Εσπασα. Ας καιγόταν όλη η Αθήνα, ας γινόντουσαν όλα μαύρα, δεν με νοιάζει. Δεν πρέπει να υπάρχουν τέτοια πρόσωπα. Δεν πρέπει να υπάρχουν τέτοιες σκέψεις. Η πορεία ξεκινά. Αποφασίζουμε να πάμε μαζί με την Ρ......Δεν άργησαν οι ηλίθιοι να ρίξουν χημικά. ΚΑΛΑ ΔΕΝ ΝΤΡΕΠΕΣΤΕ; Τα παιδιά καίγαν, καίγαν, καίγαν. Καπνοί παντού. Και εμείς τρέχαμε. Πατησίων, Αλεξάνδρας, στενά, στενά κι άλλα στενά. Μας κυνηγά διμοιρία. Ποιον κυνηγάς ρε; κάτσε στα αυγά σου! Αυτή η μέρα είναι για τον Αλέξανδρο. Κάνε πίσω επιτέλους......Τρέξιμο, τρέξιμο. «Μπαίνουμε μέσα στα Εξάρχεια». Βρήκαμε κάποιους δικούς μας. Και εκεί βρεθήκαμε ξαφνικά. Στο σημείο. Στη Μεσολογγίου και η Ρ... πάγωσε. Και από πίσω να μας ακολουθούν. Ε, όχι και εδώ ρε. Γιατί πατάς εδώ; Την πήρα από το χέρι να την κάνω να τρέξει......Μέσα σε όλους τους καπνούς η Ρ... τρέχει πίσω από τους ΜΑΤάδες και ουρλιάζει: "Είμαι 17! Σκοτώστε με! Αντε! Δολοφόνοι". Ρ..., φύγε έρχονται από στενά. Τρέχει. Η συνέχεια έχει σημασία; Δε νομίζω. Απλά περνάνε οι ίδιες σκέψεις από το μυαλό μου... Σε τι κόσμο μεγαλώνουν τα παιδιά; Γιατί μας θέλουν νεκρούς; Δεν θέλω να ξαναγίνει αυτό. Πώς θα αντιδράσω; Πώς θα τους κάνω να μετανιώνουν που γεννήθηκαν; Πώς θα κάνω τον κόσμο να καταλάβει; Γιατί με θέλουν νεκρή; Εκεί ήταν που γύρισα σπίτι. Και η μόνη ασφάλεια ήταν η αγκαλιά της μάνας μου. Και έκλαιγα, έκλαιγα μέχρι σήμερα. Ασε με τώρα μη μου μιλάς. Τίποτα δεν είναι ίδιο, απλά άσε με να κλάψω. Και μη με κοιτάξεις στα μάτια γιατί η θλίψη μου θα γίνει οργή».
Για την αντιγραφή Μ.Δ.
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ - 09/12/2008
Προσωπικά, κάτι τέτοιες εικόνες λίγες ώρες μετά από μία δολοφονία μόνο ως ''πρόκληση'' μπορώ να τις δω..
Ο θάνατος του 15χρονου, στα Εξάρχεια, μας έκοψε το γέλιο. Γιά άλλη μιά φορά.
Έφταιγε; Ποιός έφταιγε; Ο πιτσιρικάς; Ο ένοπλος;
Το χέρι; Η στιγμή; Το όπλο; Το όπλο σε λάθος χέρι; Το όπλο σε λάθος χέρι και το χέρι να οδηγείται από λάθος εγκέφαλο.
Το παιδί έφυγε. Ο ένοχος θα δικαστεί. Ως το επόμενο.
Γιατί τα λάθος χέρια είναι πολλά.
Έλα μωρέ ένα επάγγελμα είναι. Ναι.. επαγγελματίας δολοφόνος. Από γεννεσημιού σου δολοφόνος. Και μη μου πεις πως δείλιασες στιγμή, μη μου πεις πως σκέφτηκες ποτέ την ευθύνη του να κουβαλάς όπλο. Την ευθύνη του να δώσεις κλωτσιές μέχρι θανάτου.
Από ανάγκη το ξεκίνησες. Ένα επάγγελμα είπες στην μάνα σου που σε κοιτούσε μα μάτια ορθάνοιχτα γιά αυτή σου την απόφαση. Ένα γαμημένο επάγγελμα. Μόνο μη μου κρύβεσαι εμένα και μη μου λες πως δε την τράβαγε η ψυχή σου τούτη την ιδέα εξουσίας ε; Μικρή ή μεγάλη δεν έχει σημασία. Κρεμασμένο το σιδερικό στην ζώνη σε έδειχνε διπλάσιο, κι όχι στο ύψος, όχι, μα στα μάτια της κοινωνίας, ένοιωθες σπουδαίος κι άλλο τρόπο δεν είχες.
Στην σχολή σε ισοπέδωσαν, σε περνούσαν από την μηχανή του κιμά, κι εκεί που ξερνούσες, γινόσουν άνθρωπος και πάλι. Κάθε μέρα άντεχες και λίγο περισσότερο, μέχρι που έγινες πιό σκληρός κι από το πετσί. Άτρωτος. Γιά άμυνα σου είπαν.
Στην πορεία, μεγάλωσες. Μα μέσα σου αντί να στρώσουν τα σκατά γινόταν χειρότερα. Η μάνα πέθανε. Η γκόμενα σε απέρριψε, κι η σύζυγος πηδιόταν με τον καλύτερο σου φίλο. Γαμημένη ζωή. Ρημάδα ζωή.
Σκάσε μαλάκα και προχώρα.
Γαμημένη δουλειά μα μη μου πεις πως δε σου πήγαινε γάντι. Το έβλεπα στο πρόσωπο σου. Τα χείλη σου που στένευαν καθημερινά. Το μαλλί όρθιο φασιστικό, το πηγούνι αποφασιστικό και το χέρι, να χαιδεύει το σιδερικό κάθε που πήγαινε να σε πάρει από κάτω.
Εκείνο το μεσημέρι, πήγες να βρέξεις το στόμα σου με λίγο αλκοόλ. Λίγο είπες και κόντεψες να αδειάσεις το μπουκάλι. Γαμημένη ζωή.
Περνώντας από ένα καφέ, είδες μιά παρέα παιδιών με χαρούμενα πρόσωπα να τραγουδούν και να γελούν. Σου φάνηκε πως σε κορόιδευαν, μα στην πραγματικότητα έβλεπες τα μούτρα σου. Ήταν δυνατόν να έκανες τόσο μεγάλο λάθος;
Πήγες πιό πέρα, έφτυσες δυό φορές στην άσφαλτο, γύρισες πίσω, έπιασες το σιδερικό και πυροβόλησες. Κατάστηθα. Η πεθαμένη μάνα σου πήγε να σου αρπάξει το χέρι, μα εσύ συνέχισες απτόητος, γιατί μη μου πεις πως δεν ήταν από πάντα αυτός ο χαρακτήρας σου;
Πόσες φορές από παιδί δε σε φώναξαν τσογλάνι, κάθαρμα, μούτρο, πόσες;
Όταν είχες άγχος, δεν μπορούσες να σκεφτείς, θόλωνες. Μα δεν είχες άγχος. Κατακάθαρα όλα. Το παιδί είχε ξαπλώσει αιμόφυρτο στο έδαφος κι εσύ ακίνητος να προσπαθείς να θυμηθείς, να θυμηθείς μα τι;
Πως άλλο ΑΜΥΝΑ κι άλλο ΕΝ ΨΥΧΡΩ ΕΠΙΘΕΣΗ, και το παιδί έφυγε.. έφυγε..
ΕΦΥΓΕ Μ ΑΚΟΥΣ;;;
ΕΝΑ ΔΕΚΑΠΕΝΤΑΧΡΟΝΟ ΑΓΟΡΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΔΙΚΗ ΣΟΥ ΓΑΜΗΜΕΝΗ ΣΦΑΙΡΑ..
Μαζί του πέθανες κι εσύ αλλά ποιό το όφελος;
Και ξαφνικά μουλώσαμε όλοι, γιατί πέστε μου έναν που να είναι εναντίον των σημερινών επεισοδίων στα κέντρα των πόλεων.. έναν..
update 10/12/2008
ΜΑΘΗΤΡΙΑ Γ' ΛΥΚΕΙΟΥ Στη σχολή Μωραΐτη, εκεί που φοίτησε ο 15χρονος
«Τίποτα δεν είναι ίδιο, απλά άσε με να κλάψω...»
Πόνος, απορία, οργή για την εν ψυχρώ εκτέλεση του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου από τον ειδικό φρουρό. Μια κατάθεση ψυχής σε τρεις χειρόγραφες σελίδες γραμμένες από το χέρι μιας μαθήτριας της Γ' Λυκείου της Σχολής Μωραΐτη, εκεί όπου φοίτησε για κάποια χρόνια ο 15χρονος. Είχαν διαγώνισμα χθες το πρωί στο τμήμα της, στα Μαθηματικά. Λίγο αργότερα εκείνη παρέδωσε την κόλλα της. Τρεις σελίδες χωρίς αριθμούς και εξισώσεις, γεμάτη από λέξεις, συναισθήματα και σκέψεις για όλα αυτά που έγιναν τις τελευταίες δυο ημέρες. Αποσπάσματα δημοσιεύει σήμερα η «Ε»:
«Οχι, δεν διάβασα. Και ούτε θα είχα την ενέργεια να γράψω. Τα ίδια γυρνάνε στο μυαλό μου ξανά και ξανά. Πάνε πάνω από 24 ώρες που σκέφτομαι το ίδιο πράγμα. 15 χρονών, Αλέξανδρος Γρηγορόπουλος. Το είδαν οι κολλητές μου. Στη Μεσολογγίου. Τον ήξερα μόνο φατσικά. Ηξερα τους κολλητούς του όμως......Εγώ δεν ήμουν εκεί. Είχα πάει Ψυρρή. Ηξερα ότι οι άλλες ήταν Εξάρχεια. Κανείς δεν είχε βγει από την υπόλοιπη παρέα. Ισως κάτι να ήξεραν παραπάνω. Ούτε εγώ ήθελα να πάω Εξάρχεια. Είπα "θα περάσω μετά". Η Α... βρέθηκε στον δρόμο μου και ήρθε και μου 'πε "15 χρονών παιδί νεκρό στη Μεσολογγίου". Ο νους μου πήγε στους δυο Ν..., είναι οι μικρότεροι εκεί πέρα. Για τρεις ώρες μετά ζήτημα να έβγαλα δέκα κουβέντες. "Ποιος είναι;", "Πώς είναι η φάτσα του;", "Είναι ο αδελφός του Τ...;", "Δεν πιστεύω να 'ναι ο Ν...". Τα τηλέφωνα βάραγαν όλο το βράδυ από παντού. Κλείσαν τα Εξάρχεια. Τα κορίτσια ήταν ακόμα εκεί. Και εγώ δεν ήμουνα κοντά τους. Γιατί δεν ήμουν κοντά τους; Δεν ήθελα να το δούνε αυτό. Δεν ήθελα να τους σημαδέψει μια τέτοια εικόνα. Μακάρι να μπορούσαμε να κλείσουμε τα μάτια στις φρίκες, να μην αφήνουμε τον άλλον να βλέπει, για να μην βλέπει εφιάλτες. Δεν είναι όμως έτσι τα πράγματα. Δυστυχώς. Πρέπει να αντιμετωπίζουμε το διεστραμμένο ύφος του κάθε τέρατος. Ακουγα. Ακουγα για το υπόλοιπο βράδυ, τα κρατούσα μέσα μου δεν έλεγα τίποτα. Σοκ. Επαιρνα τα κορίτσια τηλέφωνο. Μου έλεγαν τι έγινε: "Πριν 10 λεπτά σε αυτό το σημείο καθόμασταν. Εσκασε ένα περιπολικό και άρχισε το παιδί να το κοροϊδεύει. Ο μπάτσος μετά από φωνές σημάδεψε από ενάμιση μέτρο απόσταση. Τρεις σφαίρες. Μία τον πέτυχε στην καρδιά. Κοίταξε επάνω και σωριάστηκε πίσω. Λίγο ακόμα κατάφερε να αναπνεύσει. Μετά; Ασθενοφόρα, Λιποθυμίες. Η Κ... έπαθε κρίση πανικού. Η Τ... έκλαιγε, οι άλλες δύο... σοκ. Και στον αέρα να κυκλοφορούν οι λέξεις: Πέθανε - Παιδί - μίσος - οργή - μα είναι νεκρός - Πέθανε σας λέω - εκδίκηση. Μετά καπνός. Σπάστε τα ΟΛΑ. Σπάστε, σπάστε να γίνει η Αθήνα μαύρη σ' ένα βράδυ. Να μην υπάρχει τίποτα αύριο. Να ξεκινήσουν όλα από το μηδέν. Πώς τόλμησε ο δολοφόνος, πώς το σκέφτηκε; Εχει χρέος να αυτοκτονήσει. Να πεθάνει με τον χειρότερο τρόπο. Να ζήσει μια ζωή μέσα από τύψεις, τη χειρότερη ζωή. Να αυτοκτονήσει. Για αυτούς που το είδαν, για τους κολλητούς του, για την οικογένειά του. Να αυτοκτονήσει αυτός και κάθε άλλος μαλάκας που μας θέλει νεκρούς. ΜΙΑ ΜΑΣ ΘΕΛΕΤΕ ΕΣΕΙΣ; ΕΜΕΙΣ 10! ΕΚΔΙΚΗΣΗ! ΟΛΑ ΕΔΩ ΘΑ ΦΑΝΟΥΝ. Κανένας από σας δεν θέλω να έχει το θράσος να με κοιτάξει στα μάτια. Μην μου μιλήσει κανένας σας. Την ασφάλειά μου πλέον εξασφαλίζουν μόνο οι φίλοι μου και αυτοί που θεωρώ οικογένεια......Με αυτή τη σκέψη κοιμήθηκα... Ξύπνησα 8. Δεν ήμουν σίγουρη για το τι συνέβαινε αλλά σηκώθηκα πήγα... κάπως μηχανικά. Βρήκα τις άλλες. Το ξέραμε όλες. Τίποτα πλέον δεν είναι ίδιο. Ούτε σε μας ούτε στον κόσμο. Δεν επέτρεψα στον εαυτό μου να κλάψει ούτε να συνειδητοποιήσει τι γινόταν. Κάθισα μαζί τους.Είδα τον Ν... τον κολλητό του. Σηκώθηκα. Τον αγκάλιασα. Δεν είπαμε τίποτε άλλο. Τον έσφιξα και με έσφιξε. Τα μάτια του ήταν πρησμένα. Γιατί Ν... μου να το έχεις δει αυτό; Το πιο σκληρό πράγμα στον κόσμο. Εσπασα. Ας καιγόταν όλη η Αθήνα, ας γινόντουσαν όλα μαύρα, δεν με νοιάζει. Δεν πρέπει να υπάρχουν τέτοια πρόσωπα. Δεν πρέπει να υπάρχουν τέτοιες σκέψεις. Η πορεία ξεκινά. Αποφασίζουμε να πάμε μαζί με την Ρ......Δεν άργησαν οι ηλίθιοι να ρίξουν χημικά. ΚΑΛΑ ΔΕΝ ΝΤΡΕΠΕΣΤΕ; Τα παιδιά καίγαν, καίγαν, καίγαν. Καπνοί παντού. Και εμείς τρέχαμε. Πατησίων, Αλεξάνδρας, στενά, στενά κι άλλα στενά. Μας κυνηγά διμοιρία. Ποιον κυνηγάς ρε; κάτσε στα αυγά σου! Αυτή η μέρα είναι για τον Αλέξανδρο. Κάνε πίσω επιτέλους......Τρέξιμο, τρέξιμο. «Μπαίνουμε μέσα στα Εξάρχεια». Βρήκαμε κάποιους δικούς μας. Και εκεί βρεθήκαμε ξαφνικά. Στο σημείο. Στη Μεσολογγίου και η Ρ... πάγωσε. Και από πίσω να μας ακολουθούν. Ε, όχι και εδώ ρε. Γιατί πατάς εδώ; Την πήρα από το χέρι να την κάνω να τρέξει......Μέσα σε όλους τους καπνούς η Ρ... τρέχει πίσω από τους ΜΑΤάδες και ουρλιάζει: "Είμαι 17! Σκοτώστε με! Αντε! Δολοφόνοι". Ρ..., φύγε έρχονται από στενά. Τρέχει. Η συνέχεια έχει σημασία; Δε νομίζω. Απλά περνάνε οι ίδιες σκέψεις από το μυαλό μου... Σε τι κόσμο μεγαλώνουν τα παιδιά; Γιατί μας θέλουν νεκρούς; Δεν θέλω να ξαναγίνει αυτό. Πώς θα αντιδράσω; Πώς θα τους κάνω να μετανιώνουν που γεννήθηκαν; Πώς θα κάνω τον κόσμο να καταλάβει; Γιατί με θέλουν νεκρή; Εκεί ήταν που γύρισα σπίτι. Και η μόνη ασφάλεια ήταν η αγκαλιά της μάνας μου. Και έκλαιγα, έκλαιγα μέχρι σήμερα. Ασε με τώρα μη μου μιλάς. Τίποτα δεν είναι ίδιο, απλά άσε με να κλάψω. Και μη με κοιτάξεις στα μάτια γιατί η θλίψη μου θα γίνει οργή».
Για την αντιγραφή Μ.Δ.
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ - 09/12/2008
Προσωπικά, κάτι τέτοιες εικόνες λίγες ώρες μετά από μία δολοφονία μόνο ως ''πρόκληση'' μπορώ να τις δω..
Sunday, December 07, 2008
έλκυθρα
Η επομένη του Άι Νικόλα σήμερα.
Κι ένας ήλιος να λάμπει, να λάμπει, να λάμπει.
Ψηλά, σε μιά πλαγιά του βουνού, μισό μέτρο χιόνι απάτητο και δεκάδες παιδιά, γερά ντυμένα με σκούφους, γάντια και μάλλινα κασκόλ, με το χνώτο να ασπρίζει στον παγωμένο αέρα και τα έλκυθρα να ελίσονται στην κατηφοριά, ανάμεσα σε χιονισμένα έλατα.
Και γιά του λόγου το αληθές,
ξεσκόνισα την παλιά practica
και αποθανάτησα την στιγμή!
Κι ένας ήλιος να λάμπει, να λάμπει, να λάμπει.
Ψηλά, σε μιά πλαγιά του βουνού, μισό μέτρο χιόνι απάτητο και δεκάδες παιδιά, γερά ντυμένα με σκούφους, γάντια και μάλλινα κασκόλ, με το χνώτο να ασπρίζει στον παγωμένο αέρα και τα έλκυθρα να ελίσονται στην κατηφοριά, ανάμεσα σε χιονισμένα έλατα.
Και γιά του λόγου το αληθές,
ξεσκόνισα την παλιά practica
και αποθανάτησα την στιγμή!
Saturday, December 06, 2008
γκι
Friday, December 05, 2008
έσπασε
glitter-graphics.com
Oρκίζομαι πως δεν έφταιγα εγώ.
Ρούπι δεν κούνησα.
Εκεί που καθόμουν ήσυχη ήσυχη κι έπινα το καφεδάκι μου, ακούω ένα κρατςςς και πάρ' την κάτω. Εξετάζω το δέντρο, ήταν ολοφάνερο πως ένα από τα στολίδια του έλειπε.
Κοιτάω στο πάτωμα και τι να δω.
Είχε γίνει κομμάτια.
Εκείνη η διάφανη μπάλα, από λεπτό γυαλί, που έκρυβε στο εσωτερικό της ολόκληρο Χριστουγεννιάτικο τοπίο. Αλλού η εκκλησία, αλλού τα χιονισμένα δέντρα, αλλού οι χιονάνθρωποι, αλλού τα παιδάκια.
Και το 'λεγα εγώ πως δεν άξιζε να δώσω του κόσμου τα λεφτά γιά δαύτην!
Το ίδιο βράδυ, έτσι όπως τράβηξα τις κουρτίνες και κάθισα στο παράθυρο, μου φάνηκε σαν να είχαν διπλασιαστεί τ αστέρια στον ουρανό!
Thursday, December 04, 2008
μ' ακούς;
glitter-graphics.com
Κι ούτε να σου περνάει από το νου πως σε καλοπιάνω.
Μόνο πως κουράζεσαι αυτές τις μέρες ξέρω και λέω να σε ζεσταίνω τα πρωινά με σοκολατένια φιλιά και ανάσες μυρωμένες με μέλι και κανέλα.
Μ ακούς;
Wednesday, December 03, 2008
μελωμένες μπουκιές
λάδι
χυμό πορτοκαλιού
ζάχαρη άχνη
γαρύφαλλο
κανέλα
κονιάκ
αλεύρι
καρύδια
ζάχαρη καστανή
μέλι
βούτυρο
-Άντε να μου τα φέρεις κι εγώ θα σου βάζω στο στόμα μελωμένες μπουκιές από μελομακάρονα. Θα βουτάω τα δάχτυλα μου σε σωρό από κουραμπιέδες γιά να μου τα γλύφεις ένα ένα.
Τα ρέστα εδώ, στο μεταλικό κουτί του τσαγιού, να έχω δραχμούλες γιά τα κάλαντα.
χυμό πορτοκαλιού
ζάχαρη άχνη
γαρύφαλλο
κανέλα
κονιάκ
αλεύρι
καρύδια
ζάχαρη καστανή
μέλι
βούτυρο
-Άντε να μου τα φέρεις κι εγώ θα σου βάζω στο στόμα μελωμένες μπουκιές από μελομακάρονα. Θα βουτάω τα δάχτυλα μου σε σωρό από κουραμπιέδες γιά να μου τα γλύφεις ένα ένα.
Τα ρέστα εδώ, στο μεταλικό κουτί του τσαγιού, να έχω δραχμούλες γιά τα κάλαντα.
Tuesday, December 02, 2008
ιδιαιτερότητα
-Θα ήθελα παρακαλώ αυτόν τον άγγελο.
Ναι, αυτόν εκεί ψηλά στο τελευταίο κεντρικό ράφι. Ανάμεσα στα μολυβένια στρατιωτάκια και τον καρυοθραύστη. Ό όχι αυτόν με τα μαύρα μαλλιά, τον άλλον, λίγο πιό δίπλα, τον ξανθό με τα φτερά σαν αληθινά, και το πρόσωπο μικρού παιδιού.
Ναι αυτόν. Τον βλέπω μέρες τώρα απ έξω, από την βιτρίνα. Αλήθεια πόσο κοστίζει;
-Μαρία, πόσο τον έχουμε αυτόν τον άγγελο, δε βρίσκω καρτελάκι με την τιμή.
-Μιά στιγμούλα να ψάξω τον κωδικό στον υπολογιστή.. Από ότι βλέπω εδώ, είναι στα δωρεάν προιόντα, προσφορά του μαγαζιού. Είναι ιδιαίτερος! Πραγματοποιεί ευχές!
-Σας ευχαριστώ πολύ θα το σκεφτώ..
-Γιατί μαμά δεν τον πήραμε τον άγγελο;
-Ήταν πολύ μεγάλος γιά το δέντρο μας κορίτσι μου..
Ναι, αυτόν εκεί ψηλά στο τελευταίο κεντρικό ράφι. Ανάμεσα στα μολυβένια στρατιωτάκια και τον καρυοθραύστη. Ό όχι αυτόν με τα μαύρα μαλλιά, τον άλλον, λίγο πιό δίπλα, τον ξανθό με τα φτερά σαν αληθινά, και το πρόσωπο μικρού παιδιού.
Ναι αυτόν. Τον βλέπω μέρες τώρα απ έξω, από την βιτρίνα. Αλήθεια πόσο κοστίζει;
-Μαρία, πόσο τον έχουμε αυτόν τον άγγελο, δε βρίσκω καρτελάκι με την τιμή.
-Μιά στιγμούλα να ψάξω τον κωδικό στον υπολογιστή.. Από ότι βλέπω εδώ, είναι στα δωρεάν προιόντα, προσφορά του μαγαζιού. Είναι ιδιαίτερος! Πραγματοποιεί ευχές!
-Σας ευχαριστώ πολύ θα το σκεφτώ..
-Γιατί μαμά δεν τον πήραμε τον άγγελο;
-Ήταν πολύ μεγάλος γιά το δέντρο μας κορίτσι μου..
Monday, December 01, 2008
έι ψιτ φίλε..
Έι ψιτττττ φίλεεεε..
Ο μήνας σου!
Και κοίτα μη μου κουραστείς.. σιγά σιγά, ξενύχτια και υπερωρίες φέτος δεν έχει.
Και μη νοιάζεσαι, εγώ παιχνίδια δεν θέλω, να έρθεις μόνο, καμινάδα δεν έχω να μπεις, μα τα παράθυρα θα είναι ορθάνοιχτα.
Ένα ποτηράκι κρασί να μοιραστούμε!
Μόνο να ντυθείς καλά όταν θα βγεις μη μου κρυώσεις!
Subscribe to:
Posts (Atom)
οι συγνώμες
Μια μπουκιά ψωμί από της μαμάς το ζυμωτό, χαλιά που περιμένουν να απλωθούν νωχελικά στο πάτωμα ώστε να προσθέσουν ζεστασιά στις χαμηλές θ...