
-Αχ τι καλά, ήρθαν και πάλι τα Χριστούγεννα, είπε ο καρυοθραύστης και χτύπησε τρεις φορές με το ξύλινο σκήπτρο του το πάτωμα.
Επ ξυπνήστε, ξυπνήστε όλοι, έδωσε το πρόσταγμα, και τεντώθηκε γιά να ισιώσει λίγο ακόμη, το ταλαιπωρημένο από το στρίμωγμα κορμάκι του, πλάι στο παράθυρο.
-Ένα ένα τα παιχνίδια, μ ένα μαγικό τρόπο, άρχισαν να βγαίνουν από τις κούτες που ήταν γιά έναν ολόκληρο χρόνο φυλαγμένες στην αποθήκη.
Πρώτα πρώτα, βγήκε ο ξύλινος Άι Βασίλης, με την μακριά γενειάδα, που ισορροπούσε πάνω σε μία ολόχρυση, βαριά σαν μολύβι μπάλα. Άνοιξε το κουτί του αργά, παραμέρισε όλα τα ψιλόχαρτα που τον προστάτευαν, έριξε μιά ερευνητική ματιά τριγύρω, και πήρε μιά βαθιά ανάσα. Ξεφύσηξε με δύναμη.
-Επιτέλους, επιτέλους ήρθαν τα Χριστούγεννα, φώναξε με την μπάσα φωνή του και πήρε θέση στο κέντρο του μπουφέ, πλάι στις πορσελάνινες πιατέλες που ήταν γεμάτες από κουραμπιέδες, μελομακάρονα και χίλια δυό ακόμη καλούδια.
Έπειτα, άνοιξε το κουτί με το ολόλευκο αστέρι. Ξεκόλλησε σιγά σιγά το καπάκι, έβγαλε το κεφαλάκι του έξω, κοίταξε νυσταγμένο ακόμη, δεξιά, μετά αριστερά, πετάχτηκε με ένα πήδο έξω και έφτασε ως την κορυφή του καταπράσινου έλατου λύγιζοντας με χάρη τα πέντε του ποδαράκια, που ήταν πασπαλισμένα με χρυσόσκονη.
Το βαρύ περσικό χαλί, γέμισε μπάλες, που δυσκολεύονταν να συνηθίσουν το φως του ήλιου, καθώς βγήκαν από το μεγάλο ορθογώνιο κουτί, και η κάθε μία προσπαθούσε να ξεφύγει από το χοντρό νάυλον σακουλάκι της. Ήταν σε αποχρώσεις του ροζ, από το πιό βαθύ, ως το πιό φωτεινό, με πολλά σκαλίσματα σε σκούρα χρυσή πατίνα.
Κάποιες, δεν ήταν ολοστρόγγυλες, μα έκαναν από κάτω ένα σχήμα τέτοιο που έμοιαζε με δάκρυ, κι ήταν οι πρώτες που σκάλωσαν στα κλαδιά του έλατου με περίσσιο καμάρι.
Ένα σύννεφο από χρωματιστά φωτάκια, σαν αστέρια της γης, σκόρπισε μιά γιρλάντα από φωτεινές φλογίτσες.
Το πρόσωπο του καρυοθραύστη φώτισε, σε μία πράσινη απόχρωση κάτω από την μύτη κι μία μπλε στο φρύδι πάνω δεξιά. Έβγαλε τα γάντια του και σταύρωσε τα χέρια ευχαριστημένος.
Νύχτωνε και το δωμάτιο είχε γεμίσει μυρουδιές, από καμμένη ζάχαρη, σιρόπια από μέλι, βούτυρα, κανέλλες και γαρύφαλα. Από το ραδιόφωνο, ακούγονταν μουσικές, Αύριο πρωί πρωί θα έρχονταν και τα παιδιά γιά να πουν τα κάλαντα. Το δέντρο είχε γεμίσει στην βάση του όμορφα τυλιγμένα πακέτα και τα δύο παιδιά της οικογένειας, χτυπούσαν χαρούμενα τα χέρια τους. Ο καρυθραύστης, αλλά και όλα τα παιχνίδια ήταν πολύ ευτυχισμένα. Αν αυτό δεν ήταν μιά χαρούμενη στιγμή, τότε τι; Χαλάλι και η κούραση, χαλάλι και το στρίμωγμα τους υπόλοιπους έντεκα μήνες στην σκοτεινή και υγρή αποθήκη.
Και καθώς τα σκεφτόταν όλα αυτά και καμάρωνε, κάποιος, κάτι, ποιός ξέρει άραγε, άνοιξε το παράθυρο. Η βαριά κουρτίνα, κινήθηκε γρήγορα, από τον αέρα, έξω λυσομανούσε, τον τύλιξε με δύναμη και παρ' τον κάτω.
Πρώτα ντράπηκε, κοκκίνησε ολόκληρος, κι έπειτα άρχισε να συνειδητοποιεί σιγά σιγά που βρισκόταν. Είχε συρθεί ως το διάδρομο, μακριά από όλους τους φίλους του, και το χειρότερο δεν ήταν πιά ολόκληρος.
Έκανε να σηκωθεί, μα ήταν αδύνατον, γιατί του έλειπε το ένα του πόδι. Και δεν ήταν μονάχα αυτό, πονούσε, πονούσε πάρα πολύ. Στεναχωρέθηκε, ράγισε η καρδούλα του.
-Κοίτα, ο καρυοθραύστης σου, είπε το ένα παιδάκι στο άλλο.
Το άλλο τον πήρε με δάκρυα στην αγκαλιά του.
Τα παιχνίδια αιφνιδιάστηκαν από τούτο το κακό. Λυπήθηκαν τόσο που δεν μπορούσαν πιά να σκεφτούν τίποτα άλλο. Το αστέρι σκυθρώπιασε, ο άι Βασίλης μελαγχόλησε παραπονεμένος και τα φωτάκια έπαψαν να δίνουν φως. Ο πληγωμένος καρυοθραύστης είχε γίνει το θέμα της αποψινής νύχτας.
Ο καρυοθραύστης έκλαιγε, ευτυχώς με δάκρυα μαγικά που δεν μπορούσαν να δουν τα παιδιά. Τι θα έκανε τώρα; Θα τον καταχώνιαζαν ξανά στην αποθήκη, αν δεν τον πετούσαν στα σκουπίδια. Και ποιός ξέρει αν τον ξαναθυμόταν κανείς ποτέ. Ήταν καταδικασμένος να χαθεί κάτω από ένα σκοτεινό βουνό από σκουπίδια, ή κάτω από ένα σωρό αχρησιμοποίητα αντικείμενα. Ήταν χαμένος, ναι αυτό ήταν, χ α μ έ ν ο ς!
Και το χειρότερο; Δεν θα ξαναζούσε ποτέ μα ποτέ τις μέρες των Χριστουγέννων.
Τα χέρια του μικρού παιδιού που τον κρατούσαν ήταν τρυφερά και ζεστά, δάκρυα, έπεφταν επάνω του και τον μούσκευαν. Αυτός, δεν είχε πιά άλλο κουράγιο να κλάψει. Πρέπει να είμαι δυνατός, σκεφτόταν, ότι κι αν συμβεί πρέπει να είμαι δυνατός!
Τότε, δυό άλλα χέρια, γέρικα, με σκληρό δέρμα αλλά ακόμη πιό ζεστά, χάιδεψαν το πονεμένο του πόδι. Μετά, τον ακούμπησαν πάνω σε κάτι που του φάνηκε πολύ παγωμένο, τον σκούπισαν με ένα κομμάτι μαλακό πανί και έπειτα ένοιωσε κάτι απροσδιόριστο, να καίει το πόδι του. Τα γέρικα δάχτυλα, έφεραν το σπασμένο κομμάτι του ποδιού, και το κόλλησαν γερά.
Σε δυό λεπτά, τα δυό παιδικά χεράκια, όλο γέλια, τον κράτησαν ξανά, και τον τοποθέτησαν σε μέρος πολύ πιό ασφαλές αυτή την φορά. Τεντώθηκε, δοκίμασε το πόδι του κινώντας το δυό τρεις φορές πάνω κάτω, έστρωσε το παντελόνι του, κούμπωσε τα χρυσαφένια κουμπιά του σακκακιού του, διόρθωσε λίγο τα γένια του, κροτάλισε μιά δυό το στόμα του και ναι, σαν από θαύμα, μπορούσε ξανά να σταθεί. Και το κυριότερο, δεν πονούσε πιά καθόλου.
Ουφ, ήταν σίγουρα ένα βράδυ δύσκολο, τόσο δύσκολο που ίσως να μην ξεχνούσε ποτέ, αλλά σημασία είχε πως τώρα όλα ήταν ξανά όπως πριν. Πως βρισκόταν ξανά, ανάμεσα στα αγαπημένα του πρόσωπα.
Κτύπησε δυνατά το σκήπτρο του.
Το δέντρο τίναξε χαρούμενα τα κλαδιά του, οι μπάλες στραφτάλισαν στο φως κάνοντας ντλιν ντλον, το αστέρι άρχισε να τραγουδάει, τα παιδάκια χτυπούσαν χαρούμενα τα χέρια τους.
Θα ήταν κι αυτά, αναμφισβήτητα, από τα πιό όμορφα, τα πιό αστραφτερά, τα πιό αγαπησιάρικα, τα πιό χνουδωτά Χριστούγεννα.
Και με ένα μαγικό τρόπο, όλοι, μα όλοι θα είχαν πολύ πολύ θετική σκέψη! Τόση πολύ, που δεν θα άφηναν ποτέ πιά και τίποτα τόσο άδικα να τους στεναχωρήσει!
Aκόμη ένα τρυφερό Χριστουγεννιάτικο παραμύθι
εδώ!
υ.γ. Εύχομαι σε όλους σας χρόνια πολλά και καλά. Χαρούμενα Χριστούγεννα κοντά στα αγαπημένα σας πρόσωπα. Με πολλές μυρουδιές και γεύσεις. Κυρίως από Ζωή!