''Ενα φλιτζάνι καφές, ένα τσιγάρο που καπνίζεις και το άρωμά του σε διαπερνά, τα μάτια μισόκλειστα μέσα στο ημίφως του δωματίου... Δεν θέλω τίποτε άλλο από τη ζωή εκτός από τα όνειρά μου και αυτό... Λίγο είναι; Δεν ξέρω. Μήπως ξέρω τι είναι λίγο και τι πολύ;'' Φερνάντο Πεσσόα
Monday, August 31, 2009
Gilbert Garsin
Ψαλίδι, σπάγκος, σύρμα, κόλλα, πλαστικό είναι οι πρώτες ύλες του.
Σε όλες τις φωτογραφικές δημιουργίες του τοποθετεί την φιγούρα του με ένα τρόπο που προσωπικά μου θυμίζει την φιγούρα του Χίτσκοκ μέσα στις ταινίες του.
Περισσότερα γιά τον Ζιλμπέρ Γκαρσέν θα βρείτε εδώ. Eγώ απλά μαγεύτηκα!
Sunday, August 23, 2009
φίλες
Η Τίνα; έλα μωρέ πολύ εγωίστρια..
Η Κάτια; ποιά αυτή η τρελλή;
Η Ελένη; ψωρουπερήφανη..
Η Εύη; αφελής
Η Μαριέττα; ωραιοπαθής βρε..
Η Ζωή; αδιάφορη..
Η Στέλλα; μμμ δε μπορεί πιά να της συμβαίνουν μόνο καλά!
Η Αναστασία; βαρετή..
Η Πέλλα; αυτή μου κάνει όλο την έξυπνη..
Η Γκέλλυ; μονοφαγού..
Η Πόπη; χχμμμ αυτή όταν μιλάει την ακούν 5 τετράγωνα μακριά!
Η Βούλα; πολύ υπεροπτική μωρέ..
Η Γεωργία; υπερβολικά διακριτική..
Η Δήμητρα; ωχ, σαν πιάσει να μιλάει γιά τα δικά τηςςς...
Η Νίκη; αυτή;;; αυτή ρε συ χώνεταιιιι..
Η Δώρα; ωχχ όλο τα ίδια και τα ίδια..
Η Χαρά; σφιγμένη..
Η Τζένη; εκνευριστικά ανοιχτή..
Η Ρένα; δασκαλίστικη
Η Δέσποινα; απαπααα πολύ απόμακρη..
Η Ευθυμία; αγρίμι..
Η Ολυμπία; τσιγγούνα..
Η Ρίτσα; αγαθή..
Η Φιλιώ; όπου γέρνει η βάρκα..
Η άλλη Μαρία; πολύυυυ δύσκολο άτομο..
Η Λιάνα; πω πω πω πολύ ζηλιάρα βρε..
Η Ράνια; ποιά αυτή η ξερόλας!
Η Μίνα; στον κόσμο της..
και τότε;; ποιός, ποιά μας κάνει;;
σε ποιόν δεν έχουμε κρεμάσει έστω και μία στην καλύτερη περίπτωση ταμπέλα;;
Friday, August 21, 2009
ο ξάδερφος
Μπάνιο όλη μέρα, βουτιές, ξεγνοιασιά μα κυρίως αθωότητα. Το πιό όμορφο που χαρακτήριζε εκείνη την κοπέλλα, με την οποία τώρα πιά έχουμε χαθεί ήταν το ότι μου διέθετε ένα σεβαστό αριθμό από απίστευτα όμορφες κουβέντες.
Αγαπούσε πολύ τα βιβλία, και κυρίως τα ποιήματα. Ένα ζουμερό απογευματάκι του Ιούλη, έβγαλε με δέος σχεδόν, ένα διπλωμένο στα τέσσερα χαρτί από την τσέπη της. Το ξεδίπλωσε κι άρχισε να μου διαβάζει ένα χείμμαρο όμορφων λέξεων και φράσεων που συνέθεταν ένα ποίημα. Μου άρεσε τόσο πολύ που ζήτησα να μάθω ποιός το έγραψε.
Και τότε μου μίλησε γιά τον ξάδερφό της. Πως ήταν κοντά στην ηλικία μας, πως ζούσε στο εξωτερικό, πως έπερνε συχνά γράμματα του που περιείχαν πολλά τέτοιου είδους ποιήματα.
Από τότε, σχεδόν κάθε απόγευμα, διαβάζαμε τα γραπτά του και μιλούσαμε για αυτόν. Είχα αποκτήσει ένα περίεργο θαυμασμό γιά τον άγνωστο και ξενητεμένο συγγενή της φίλης μου.
Ώσπου μιά μέρα, θα ήταν λίγο πριν από την έναρξη του σχολικού έτους, μου έδειξε μία φωτογραφία του.
Ο θαυμασμός μετατράπηκε σε ενθουσιασμό, κι όλο αυτό σε ένα πρωτόγνωρο συναίσθημα που έκανε τις παλάμες μου να ιδρώνουν τις νύχτες και την αναπνοή μου να γίνεται όλο και πιό δύσκολη.
Πέρασα έτσι όλο τον επόμενο Χειμώνα, με την ελπίδα πως το επόμενο καλοκαίρι, η φίλη μου θα είχε κοντά της τον Χρήστο, έτσι τον έλεγαν, κι εγώ θα μπορούσα να αναγνωρίσω από κοντά τα υπέροχα χαρακτηριστικα του πορτραίτου της φωτογραφιας.
Λόγια και πρόσωπο, αντηχούσαν μαγικά στα αυτιά και τα μάτια μου. Κόντευα να χάσω την χρονιά από τα υπερβολικά ονειροπολήματα μου και αλοίμονο γιά ένα αγόρι που δεν ήξερε καν την ύπαρξη μου.
Ο Χρήστος, πράγματι ήρθε, μαζί με τις καλοκαιρινές μας διακοπές. Έκανα σα τρελλή να τον συναντήσω, κι αναρωτιόμουν με ανασφάλεια, το πως θα με δει αυτός. Αν όλο αυτό τελος πάντων θα ήταν αμοιβαίο. Αν από κοντά θα ήταν το ίδιο όμορφος, όσο τα λόγια του και η εικόνα της φωτογραφίας. Ένα ζευγάρι όμορφα καστανά μάτια, λεπτό κορμί, μαγικό βλέμμα.
Πήγα τρέχοντας σχεδόν στο σπίτι τους, άνοιξα την πόρτα, με χαιρέτησε ένα αγόρι, ανταπέδωσα στα γρήγορα και μπήκα με φόρα στο δωμάτιο.
-Που είναι; ρώτησα.
Η φίλη μου έβαλε το χέρι της στον ώμο του παιδιού που μόλις πριν είχα συναντήσει, τον αγκάλιασε για λίγο και μας σύστησε.
Έμεινα αποσβωλομένη προσπαθώντας να ανακαλύψω τα κοινά του με την φωτογραφία. Μάταια.
Ήταν άσχημος, όχι γιατι είχε τίποτα χοντρά χαρακτηριστικά, μα περισσότερο επειδή δεν είχε καμμιά σχέση με ότι φαντασιωνόμουν έναν ολόκληρο χρόνο.
Θυμήθηκα τα κρυμμένα ποιήματα του κάτω από το μουσκεμένο μου μαξιλάρι. Γέλασα. Ευτυχώς δεν είχα χάσει τελικά την χρονιά μου!
Κάναμε πολύ παρέα οι τρεις μας, έχω τις καλύτερες αναμνήσεις από εκείνο το καλοκαίρι, μα μου έμεινε κι ένα μάθημα.
Τον άνθρωπο πρέπει να τον δεις και να τον ζήσεις για να καταλάβεις εαν σου αρέσει ή όχι.
Ένα πορτραίτο απαθανατίζει το δευτερόλεπτο μιάς στιγμής.
Κ ι είναι τόσο λίγο, τόσο όμορφο μα τόσο λίγο..
υ.γ. η φωτογραφία από το deviantART
Wednesday, August 19, 2009
τρόπος χαλάρωσης
Τους διάβαζα λοιπόν, τους επαναλάμβανα, τους πρόσθετα μεταξύ τους και μετά ακόμη μιά φορά εαν το αποτέλεσμα ήταν διψήφιο.
Στην αρχή, γινόταν αυθόρμητα, δίχως ιδιαίτερη σκέψη, άλλωστε το μόνο που μ ενδιέφερε ήταν να απασχολώ το μυαλό μου, να μη σκέφτεται αυτά που με στεναχωρούσαν, σταδιακά όμως, ένιωσα την ανάγκη να βάζω κι ένα στόχο. Απέκτησα τυχερό αριθμό, που έγινε το φαβορί μου, κι όταν κατά την μέτρηση το αποτέλεσμα ήταν Αυτός, συγκεκριμένα ένα ολοστρόγγυλο 10 αν θυμάμαι ακόμη καλά, μου έφτιαχνε πράγματι τη διάθεση.
Σιγά σιγά, βγήκα από εκείνη την άσχημη υπόθεση, και το μέτρημα των αριθμών το είχα σχεδόν ξεχάσει, ως σήμερα που συνειδητοποίησα πως τα φετεινά, ζεστά και υγρά καλοκαιρινά μεσημέρια, καταπιάνομαι και πάλι να βάζω αριθμούς στη σωστή τους θέση, αλλά με άλλο τρόπο αυτή τη φορά. Λύνω sudoku..
Λέτε να έχει καμμία σχέση;
υ.γ. η φωτο απο το deviantART
Saturday, August 15, 2009
d90 nikon
Κυλάει από τον αντίχειρα σε ξύλινη γέφυρα, κι από εκεί πηδάει στη θάλασσα. Κλέβει το πορτοκαλί μιάς σημαδούρας.
Μιά σκουριασμένη άγκυρα. Το λαχανί σωσίβιο ενός μικρού παιδιού. Ένα ζευγάρι σαγιονάρες στολισμένες με κίτρινες μαργαρίτες. Ένα τραπέζι μπλε ίδιο με την θάλασσα και η πλάτης της καρέκλας πλοίο στο πρώτο του ταξίδι. Ένα βρέξιμο ούζο, σταγόνες λεμονιού να στάζουν από τα δάχτυλα, καρπούζι.
Οι λιγοστές σου κουβέντες. Ο ανύπαρκτος διάλογος, τα όχι σου, το ναι σου. Κι ένα πακέτο με κάτι άγνωστο. Περιτύλιγμα, κορδέλλες. Μουσική τζαζ. Ο ήχος μιάς κιθάρας. Μιά αλογοουρά. Γένια τριών ημερών. Μάτια στο χρώμα της ελιάς.
Βήματα στο ξύλινο δάπεδο μιάς πόλης έρημης μεσ το δεκαπενταύγουστο. Μυρωδιά από ψημένο καλαμπόκι. Μαλλί της γριάς σε χρώμα ροζ καραμελέ και κιτς καραβάκια λουσμένα στο χρώμα. Ελάχιστη προσφορά ευχαρίστησης, ένα πεντάλεπτο ταξιδιού.
Ένα, δυό, τρία, άπειρα ''κλικ'' στο δάσος. Οικογένεια μανιταριών. Ό,τι καινούργιο με εξιτάρει, μου δίνει ζωή. Να μόνο που κάποια πράγματα νοιώθω πως ήρθαν αργά, Ή μήπως στην σωστή τους στιγμή; Ποιός μπορεί να καθορίσει τα όρια του χρόνου;
υ.γ. η φωτογραφία από το devianart
Tuesday, August 11, 2009
σχεδόν καφτό
Ένα αναμενόμενο ''αντίο'' κι ένα mail έκπληξη. Τρυφερό και κάπως, πως να το πω.. μαλαγανιάρικο.. βρε άμα θέλει ο άνθρωπος !
Άνοιγμα ψυχής. Ελάχιστο αλλά εμφανές! Ευχές γιά ταξίδι ξάστερο. Πεταχτό φιλί στο μάγουλο, δέρμα ζεστό, σχεδόν καφτό.
Πλένω τα ποτήρια μου, πλάι στο παράθυρο έχοντας στα αυτιά μου μουσική. Με λούζει το φως από την ένωση δυό θυμωμένων σύννεφων στον ουρανό. Η βροχή με βρίσκει τρυπώνοντας από όλα τα ανοιχτά σημεία.
Δένω στον καρπό μου βραχιόλι καλοκαιρινό. Διάθεση αναμονής, επιμονής κι απόστασης. Στέκομαι μακριά, κι αποκτώ υπόσταση, όταν πλησιάζω δημιουργώ συναισθήματα πίεσης.
Κάθε που συνηθίζω το καλοκαίρι, μου φεύγει, γιά αυτό αύριο θα δώσω ένα μεγάααλο φιλί στον εαυτό μου, να τόοοσο μεγάααλο σου λέω.
Αρκεί να έχει σταματήσει η βροχή !
η φωτό είναι του φίλου μου Δ.Δρανίδη
Monday, August 10, 2009
σχεδόν απόλυτη
Κλέβω εικόνες με λυπημένα πρόσωπα και τα οικειοποιούμαι. Μετά, τα ίδια πρόσωπα έρχονται εφιάλτες στις μέρες μου και μου ζητούν τα δικαιώματα.
Στο διαδίκτυο είναι όλα, ολονών.
Προσωπικά καθόλου δεν θα με ενοχλούσε να δω σε ξένους τόπους την φωτογραφία μου με ένα όμορφο κείμενο από κάτω.
Ακόμη και στα πιό ασήμαντα, παίζει ρόλο ο τρόπος. Το ''πως'' και όχι το ''τι''. Είναι θέμα επιπέδου βρε παιδί μου.
Με το ''πως'' παιδεύομαι ακόμη. Το ''τι'' αλλάζει καθημερινά.
Μαλαγανιά.
Οι διακοπές είναι ένα πακέτο, που ή το ξετυλίγεις αργά και μένεις κρατώντας την κορδέλλα στο χέρι, ή από την πρώτη στιγμή παίζεις στα δάχτυλα το περιεχόμενο και περνάς καλά.
Ευελιξία.
Είδα την κίνηση ενοχλημένου κοριτσιού, κατα την διάρκεια μιάς ωραίας ταινίας σε θερινό σινεμά, κι έσβησα το μισό τσιγάρο μου. Συγκρατήθηκα όταν το ίδιο κορίτσι κατάπινε τσίκι τσίκι τα μαύρα σπόρια του μέσα στα ευαίσθητα αυτιά μου.
Μαύρος καπνός και τσιγαρομυρωδιές πίσω μου..
Σου δίνω ένα φιλί, κάτω από τη μασχάλη και σου υπενθυμίζω πως το διαδίκτυο δεν περιέχει μοναξιά.
Επιλεκτικούς ανθρώπους μόνο, ενίοτε με ιδιαίτερο τουπέ στην μούρη.!
Friday, August 07, 2009
μελαγχολία
Χρειάζομαι μουσική. ''The piano''..
Είπα να γράψω μα αντί αυτού σβήνω.
Φωνή δε βγαίνει πιά, μήτε τα σύμφωνα, μήτε τα φωνήεντα.
Αποχωρισμοί και ''τοκ τοκ'', αδιαφορία.
Ατυχή σκηνικά.
Φεύγω..
Αλλά βρίσκομαι πάντα δίπλα σου.
Είμαι αυτό το ψυχρό αεράκι που σε χαιδεύει την ώρα που παραδίδεις σώμα και ψυχή στον ύπνο.
s.
Wednesday, August 05, 2009
mojito
Χθες βράδυ ήταν υπέροχα. Ένα φεγγάρι σχεδόν γεμάτο σκέτη πρόκληση. Γιά παρεούλα και ποτό. Γιά μεξικάνικο κοκτέιλ.
Γιά να φτιάξω mojito που λέτε, θα πρέπει να έχω αγοράσει οπωσδήποτε αυτά τα μικρά στρογγυλοπράσινα λεμονάκια που αυτοαποκαλούνται lime. Τα βρίσκω σχεδόν παντού, από κάποια σούπερ μάρκετ ή εξειδικευμένα μαγαζιά στο κέντρο. Παίρνω αρκετά και τα κρατάω στο ψυγείο μου.
Πλένω καλά εξωτερικά το lime, το κόβω στη μέση και κρατώ μόνο το ένα μισό το οποίο το χωρίζω στα τέσσερα. Το ρίχνω σ ένα ψηλό ποτήρι, έτσι χορταίνει καλύτερα το μάτι μου.
Κόβω τρεις - τέσσερις κορφές δυόσμο που έχω σε γλάστρες στη βεράντα, τις ψιλοπλένω και τις ρίχνω κι αυτές στο ποτήρι.
Προσθέτω δυο κουταλάκια του γλυκού μαύρη ζάχαρη και όλα αυτά τα υλικά τα ζουπάω με το πίσω μέρος μιάς ξύλινης κουτάλας.
Μμμμ.. μυρίζει υπέροχα!!!
Προσθέτω 50 γρ. Bacardi, πάγο αρκετό και γεμίζω, όχι απαραίτητα ως επάνω με σόδα. Ναι απλή σόδα, ή αλλοιώς σουρωτή.
Καλαμάκια σε δυό διαφορετικά χρώματα..
Και..
Στην υγειά μας.. :-)
Tuesday, August 04, 2009
άμμος
Σήμερα αποφάσισα να αγοράσω ένα θερμός. Καλύτερα να μασάς το καλαμάκι στις παραλίες παρά να παιδεύεσαι μ ένα πλαστικό ποτηράκι καφέ. Την επόμενη φορά, μαζί με το τσιγάρο, θα έχεις και νόστιμο freddo από τα δικά μου χέρια.
Η πρωινή θάλασσα μου γελούσε πίσω από το κορίτσι με το copertone. Πασαλειβόμουν αντιηλιακό όταν κατάλαβα πως έχω τρία σημάδια διαφορετικού χρώματος στους ώμους μου.
Ζήτησα βοήθεια από τον Χόλμς, δίπλωσα την γωνία της σελίδας γιά την επιστροφή και μπήκα μέσα. Χιλιάδες μικροσκοπικά ψάρια άρχισαν να γλύφουν τους αστραγάλους μου.
Εξάντλησα όλα τα κόλπα που γνωρίζω αλλά εσύ μου έδειχνες το κορίτσι απέναντι που έκανε το κολύμπι του σκύλου.
Κάτι παιδάκια έφτιαχναν χωμάτινους πύργους κι εγώ κουβάλησα άμμο ίσα με πέντε κιλά κρυμμένη παντού. Το κατάλαβα μόνο όταν βούλωσε το σιφόν της μπανιέρας. Την άφησα να φύγει μαζί με όλα τα όνειρα. Άλλοι καιροί.
Γελάς..
Περπατάω στο σπίτι κι αφήνω αλμυρά ίχνη παντού...
Sunday, August 02, 2009
η καμπούρα
Μιά φορά κι ένα καιρό που λες, ήταν ένας έμπορος, που πουλούσε καμπούρες. Δύσκολο εμπόρευμα, μα ήταν έξυπνος, τις τύλιγε με ψέμματα, και σ όποιον έκανε τον δύσκολο τις έδινε μισοτιμής.
Όλη μέρα ήταν στο σεργιάνι..
''Εδώωωω οι καλές καμπούρεςςςςςς φώναζε.. εδώωωω το καλό εμπόρευμα.. ααα..''
Η Μαρίνα, ήταν ένα κορίτσι τόσο απλό που άλλο δε γινόταν. Ευχαριστιόταν με το παραμικρό και δεν ήθελε άλλο από όσο ακουμπούσαν τα μικροσκοπικά ποδαράκια της. Όχι πως δεν ήταν ιδιότροπο, ούτε πως δεν εντυπωσιαζόταν εύκολα. Αλλά να.. ως εκεί.
Εκείνη την μέρα, γιά καλή τύχη του ενός και γιά κακή του άλλου, ο έμπορος και το κορίτσι συναντήθηκαν. Η Μαρίνα φύτευε κάτι καινούργιες ρίζες στον κήπο της σιγοψιθυρίζοντας ένα τραγούδι, κι ο έμπορος, περνώντας από εκεί, κοίταξε μέσα από τον φράχτη.
''Εύκολη λεία'' σκέφτηκε κι άστραψαν τα παμπόνηρα μάτια του.
''Εεεε όμορφο κορίτσιιιι'' της φώναξε κι αυτή γύρισε μ ένα χαμόγελο, σαν του ήλιου και πιό δυνατό. ''Καλημέρα σας'' είπε και έσκυψε ξανά στα λουλούδια της.
''Κοίτα κοπέλλα μου τι πλουμιστή πραμάτεια που έχω''.
Το κορίτσι εύκολα τον πλησίασε κι ο έμπορος έτριψε τα μουστάκια του. Έβγαλε από τον σάκκο μιά καμπούρα και της την έδειξε. ''Τι είναι αυτό;'' ρώτησε το κορίτσι μη πιστεύοντας στα μάτια του. ''Με τι σου μοιάζει;'' ρώτησε φιλάρεσκα ο έμπορος, και το κορίτσι ήταν έτοιμο να πει ''σαν καμπούρα μου φαίνεται'', αλλά μη θέλοντας να τον πληγώσει ρώτησε μόνο.. ''σε τι χρησιμεύει;''
Ήταν σα να άναψε πράσινο στις σκέψεις του έμπορου. ''Χρησιμεύει στο να σε κάνει πιό όμορφη, πιό καλή, πιό καλλιεργημένη'' είπε κι έσκυψε το κεφάλι.
Το κορίτσι είχε μάθει πως οι άνθρωποι που λένε ψέμματα, δε σε κοιτούν ποτέ ευθεία στα μάτια, αλλά έκανε πως δε το θυμόταν.
''Αλήθεια; θα με κάνει καλύτερο άνθρωπο;'' ρώτησε.
''Κυρίως καλύτερο άνθρωπο'' είπε ο έμπορος ξύνοντας το πηγούνι του. ''Θα σε κάνει να νοιώθεις τα πάντα με μεγάλη ένταση.'' '' Τις μυρωδιές, τα χρώματα, τους ανθρώπους, τη θάλασσα, τις γεύσεις, τους ήχους..''
Το κορίτσι, πήρε μιά μεγάααλη καμπούρα στα χέρια του κι άρχισε εκστασιασμένο να την χαιδεύει. Ήταν άσχημη και τραχιά, αλλά την πέρασε γύρω από την πλάτη της. Ήταν βαριά σα πέτρα, διαμαρτυρήθηκε στον έμπορο, μα αυτός της είπε γελώντας ''βαριά, ναι μα αυτό είναι το κυριότερο συστατικό που θα κάνει την διαφορά.''
Και το κορίτσι που ενδιαφερόταν πάντα γιά το καλύτερο, την αγόρασε. Χρήματα δεν είχε όσα ζήτησε ο έμπορος, αλλά την αντάλλαξε μ ένα σπάνιο νόμισμα που βρισκόταν καιρό πεταμένο στο συρτάρι του σπιτιού.
Αυτός πάλι, έκρυψε το νόμισμα βαθιά στην τσέπη του, αλλά δεν έδειξε τίποτα στο κορίτσι από τις αληθινές του σκέψεις που δεν ήταν παρά πόσο θα μπορούσε να το μοσχοπουλήσει σε κάποιο συλλέκτη. ''Θα επιστρέψω σε μιά βδομάδα να μου δώσεις και τα υπόλοιπα'' της είπε κι έφυγε γελώντας μέσα του.
Το κορίτσι άρχισε να φοράει το νέο του απόκτημα, αρχικά κάποιες ώρες της ημέρας, αργότερα και κάποιες ώρες της νύχτας.
Ήταν υπέροχο το συναίσθημα. Περπατούσε στο δρόμο και χαμογελούσε. Το πρόσωπο της είχε ομορφήνει πολύ. Όλα ήταν πολύ πιό έντονα τώρα πιά. Τα χρώματα γύρω της, τα συναισθήματα, ο έρωτας. Είχε αποκτήσει ένα πάθος που το ονόμασε ''ζωή''. Έλεγε ''αυτό ονειρευόμουν πάντα στην ζωή μου'' κι ένοιωθε ευτυχισμένη. Ας είναι καλά εκείνος ο έμπορος σκεφτόταν. Να που ακόμη υπάρχουν ''άνθρωποι'' που σε πλησιάζουν γιά το καλό σου.
Ένα πρωινό όμως, ξύπνησε με άσχημη διάθεση. Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη και είδε κάτι μεγάααλους μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια της. Τα γόνατα της ήταν αδύναμα, σχεδόν δε μπορούσαν να κρατήσουν το σώμα της. Τα μαλλιά της ήταν άσχημα και τα χέρια της τραχιά. Και το κυριότερο; Έφτιαχνε το φαγάκι της και όσο κι αν παίδευε την μυτούλα της δε μπορύσε πιά να νοιώσει την μυρωδιά.
Μέρα με τη μέρα χειροτέρευε. Η καμπούρα γινόταν όλο και πιό βαριά. Άρχισε να ψάχνει ειδικούς που να την κάνουν καλά. Η απάντηση από εκατό μεριές ήταν η ίδια. Πρέπει να πετάξεις αυτή την καμπούρα από πάνω σου.
''Μα πως;'' αναρωτιόταν το κορίτσι, ''πως να την βγάλω τώρα πιά που έχει γίνει ένα με το κορμί μου;''
'Ετρεξε να βρει τον έμπορο. Γυρνούσε αριστερά και δεξιά. Ρωτούσε. Μάταια. Άλλος της είπε πως έχει πεθάνει, άλλος πως ήταν βαριά άρρωστος, άλλος πως αυτό το πρόσωπο δεν υπήρξε ποτέ. Κάποια μέρα, σωστό ράκος πιά, έφτασε στο σπίτι μιάς γριάς μάγισσας. Δεν πρόλαβε να χτυπήσει την πόρτα, και σωριάστηκε στο πεζούλι.
Η μάγισσα την μάζεψε, την έβαλε σ ένα κρεββάτι κι άρχισε τα γιατρικά με τα βοτάνια. Μέσα, πόδια βατράχου, κόκκαλα νυχτερίδας, φτερά κουκουβάγιας και τέτοια καλά.
Το κορίτσι συνήλθε και τα είπε όλα.. το και το.. Γιά τον έμπορο, γιά την καμπούρα, γιά όλα τα συναισθήματα, γιά την αλλαγή..
Η μάγισσα έπεσε σε μεγάλη σκέψη. Δύσκολη περίπτωση, μα το λυπήθηκε το φουκαριάρικο το κορίτσι.
Μετά από δύο πρωινά, της λέει ''άκου τι θα κάνεις'', ''θα πας σ εκείνη την κοφτερή πέτρα, και της δείχνει σ ένα παλιό τσαλακωμένο χάρτη, και κάθε βράδυ, μόλις το φεγγάρι κρυφτεί κάτω από ένα κόκκινο σύννεφο, θα πέσεις επάνω της και θα αρχίσεις να τρίβεις την καμπούρα σου στην κόψη της. Όμως, κούνησε το δάχτυλό της η μάγισσα, γιά 3 μέρες και 3 νύχτες δεν πρέπει ούτε να βάλεις μπουκιά στο στόμα σου, ούτε σταγόνα στο λαιμό σου.''
''Εντάξει;''.. ''εντάξει'' της απάντησε κι έφυγε. Σε όλο το δρόμο ήταν πολύ σκεπτική. Πως να αποχωριζόταν τον ίδιο της τον εαυτό, το ίδιο της το δέρμα;
Έκανε με το νι και με το σίγμα, ότι της είπε η μάγισσα κι ακόμη παραπάνω. ΄'Βρήκε την πέτρα εύκολα μα το πιό δύσκολο ήταν να πέσει επάνω και να τρίβει την καμπούρα. Σα να έβγαινε η ψυχή της. Σα να έδινε το ίδιο της το σώμα κι όχι ένα ξένο κομμάτι. Τρεις μέρες και τρεις νύχτες από την μιά στράγγιζε δάκρυα κι από την άλλη έπρεπε να φανεί δυνατή.
Το τέταρτο όμως πρωινό, μια υπέροχη μέρα ξημέρωνε.
Όλα ήταν εκπληκτικά όμορφα.. όλα.. κι αυτή επιτέλους ελαφριά. Τίποτα δεν την ενοχλούσε πιά τίποτα.
Είδε δίπλα της μιά λιμνούλα. Έπλυνε το πρόσωπό της. Καθρεφτίστηκε κι ήταν ένας άγγελος.
Τα πόδια της δεν την πονούσαν. Μύριζε την φύση κι άκουγε τα πουλιά να κελαηδούν.
Κίνησε χαρούμενη γιά το σπίτι της μάγισσας. Πουθενά. ''Θα ήταν όνειρο'' σκέφτηκε.. Περπατούσε, μιλούσε και γελούσε μονάχη και δε το πίστευε. ''Είναι δυνατόν να ήταν τόσο εύκολο;'' σκεφτόταν. ''Που ήμουν τόσο καιρό;''
Με τα πολλά, έφτασε στο σπιτάκι της. Ο κήπος της ήταν γεμάτος τριαντάφυλλα.
Μιά λαχταριστή μυρωδιά φαγητού ερχόταν από κάπου απροσδιόριστα. Άναψε την φωτιά κι έβαλε το λάδι να κάψει. Πόσο πολύ πεινούσε..
οι συγνώμες
Μια μπουκιά ψωμί από της μαμάς το ζυμωτό, χαλιά που περιμένουν να απλωθούν νωχελικά στο πάτωμα ώστε να προσθέσουν ζεστασιά στις χαμηλές θ...