Sunday, August 02, 2009

η καμπούρα

Πιάσε ένα παραμύθι..

Μιά φορά κι ένα καιρό που λες, ήταν ένας έμπορος, που πουλούσε καμπούρες. Δύσκολο εμπόρευμα, μα ήταν έξυπνος, τις τύλιγε με ψέμματα, και σ όποιον έκανε τον δύσκολο τις έδινε μισοτιμής.

Όλη μέρα ήταν στο σεργιάνι..

''Εδώωωω οι καλές καμπούρεςςςςςς φώναζε.. εδώωωω το καλό εμπόρευμα.. ααα..''

Η Μαρίνα, ήταν ένα κορίτσι τόσο απλό που άλλο δε γινόταν. Ευχαριστιόταν με το παραμικρό και δεν ήθελε άλλο από όσο ακουμπούσαν τα μικροσκοπικά ποδαράκια της. Όχι πως δεν ήταν ιδιότροπο, ούτε πως δεν εντυπωσιαζόταν εύκολα. Αλλά να.. ως εκεί.

Εκείνη την μέρα, γιά καλή τύχη του ενός και γιά κακή του άλλου, ο έμπορος και το κορίτσι συναντήθηκαν. Η Μαρίνα φύτευε κάτι καινούργιες ρίζες στον κήπο της σιγοψιθυρίζοντας ένα τραγούδι, κι ο έμπορος, περνώντας από εκεί, κοίταξε μέσα από τον φράχτη.

''Εύκολη λεία'' σκέφτηκε κι άστραψαν τα παμπόνηρα μάτια του.

''Εεεε όμορφο κορίτσιιιι'' της φώναξε κι αυτή γύρισε μ ένα χαμόγελο, σαν του ήλιου και πιό δυνατό. ''Καλημέρα σας'' είπε και έσκυψε ξανά στα λουλούδια της.

''Κοίτα κοπέλλα μου τι πλουμιστή πραμάτεια που έχω''.

Το κορίτσι εύκολα τον πλησίασε κι ο έμπορος έτριψε τα μουστάκια του. Έβγαλε από τον σάκκο μιά καμπούρα και της την έδειξε. ''Τι είναι αυτό;'' ρώτησε το κορίτσι μη πιστεύοντας στα μάτια του. ''Με τι σου μοιάζει;'' ρώτησε φιλάρεσκα ο έμπορος, και το κορίτσι ήταν έτοιμο να πει ''σαν καμπούρα μου φαίνεται'', αλλά μη θέλοντας να τον πληγώσει ρώτησε μόνο.. ''σε τι χρησιμεύει;''

Ήταν σα να άναψε πράσινο στις σκέψεις του έμπορου. ''Χρησιμεύει στο να σε κάνει πιό όμορφη, πιό καλή, πιό καλλιεργημένη'' είπε κι έσκυψε το κεφάλι.

Το κορίτσι είχε μάθει πως οι άνθρωποι που λένε ψέμματα, δε σε κοιτούν ποτέ ευθεία στα μάτια, αλλά έκανε πως δε το θυμόταν.

''Αλήθεια; θα με κάνει καλύτερο άνθρωπο;'' ρώτησε.

''Κυρίως καλύτερο άνθρωπο'' είπε ο έμπορος ξύνοντας το πηγούνι του. ''Θα σε κάνει να νοιώθεις τα πάντα με μεγάλη ένταση.'' '' Τις μυρωδιές, τα χρώματα, τους ανθρώπους, τη θάλασσα, τις γεύσεις, τους ήχους..''

Το κορίτσι, πήρε μιά μεγάααλη καμπούρα στα χέρια του κι άρχισε εκστασιασμένο να την χαιδεύει. Ήταν άσχημη και τραχιά, αλλά την πέρασε γύρω από την πλάτη της. Ήταν βαριά σα πέτρα, διαμαρτυρήθηκε στον έμπορο, μα αυτός της είπε γελώντας ''βαριά, ναι μα αυτό είναι το κυριότερο συστατικό που θα κάνει την διαφορά.''

Και το κορίτσι που ενδιαφερόταν πάντα γιά το καλύτερο, την αγόρασε. Χρήματα δεν είχε όσα ζήτησε ο έμπορος, αλλά την αντάλλαξε μ ένα σπάνιο νόμισμα που βρισκόταν καιρό πεταμένο στο συρτάρι του σπιτιού.

Αυτός πάλι, έκρυψε το νόμισμα βαθιά στην τσέπη του, αλλά δεν έδειξε τίποτα στο κορίτσι από τις αληθινές του σκέψεις που δεν ήταν παρά πόσο θα μπορούσε να το μοσχοπουλήσει σε κάποιο συλλέκτη. ''Θα επιστρέψω σε μιά βδομάδα να μου δώσεις και τα υπόλοιπα'' της είπε κι έφυγε γελώντας μέσα του.

Το κορίτσι άρχισε να φοράει το νέο του απόκτημα, αρχικά κάποιες ώρες της ημέρας, αργότερα και κάποιες ώρες της νύχτας.

Ήταν υπέροχο το συναίσθημα. Περπατούσε στο δρόμο και χαμογελούσε. Το πρόσωπο της είχε ομορφήνει πολύ. Όλα ήταν πολύ πιό έντονα τώρα πιά. Τα χρώματα γύρω της, τα συναισθήματα, ο έρωτας. Είχε αποκτήσει ένα πάθος που το ονόμασε ''ζωή''. Έλεγε ''αυτό ονειρευόμουν πάντα στην ζωή μου'' κι ένοιωθε ευτυχισμένη. Ας είναι καλά εκείνος ο έμπορος σκεφτόταν. Να που ακόμη υπάρχουν ''άνθρωποι'' που σε πλησιάζουν γιά το καλό σου.

Ένα πρωινό όμως, ξύπνησε με άσχημη διάθεση. Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη και είδε κάτι μεγάααλους μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια της. Τα γόνατα της ήταν αδύναμα, σχεδόν δε μπορούσαν να κρατήσουν το σώμα της. Τα μαλλιά της ήταν άσχημα και τα χέρια της τραχιά. Και το κυριότερο; Έφτιαχνε το φαγάκι της και όσο κι αν παίδευε την μυτούλα της δε μπορύσε πιά να νοιώσει την μυρωδιά.

Μέρα με τη μέρα χειροτέρευε. Η καμπούρα γινόταν όλο και πιό βαριά. Άρχισε να ψάχνει ειδικούς που να την κάνουν καλά. Η απάντηση από εκατό μεριές ήταν η ίδια. Πρέπει να πετάξεις αυτή την καμπούρα από πάνω σου.

''Μα πως;'' αναρωτιόταν το κορίτσι, ''πως να την βγάλω τώρα πιά που έχει γίνει ένα με το κορμί μου;''

'Ετρεξε να βρει τον έμπορο. Γυρνούσε αριστερά και δεξιά. Ρωτούσε. Μάταια. Άλλος της είπε πως έχει πεθάνει, άλλος πως ήταν βαριά άρρωστος, άλλος πως αυτό το πρόσωπο δεν υπήρξε ποτέ. Κάποια μέρα, σωστό ράκος πιά, έφτασε στο σπίτι μιάς γριάς μάγισσας. Δεν πρόλαβε να χτυπήσει την πόρτα, και σωριάστηκε στο πεζούλι.

Η μάγισσα την μάζεψε, την έβαλε σ ένα κρεββάτι κι άρχισε τα γιατρικά με τα βοτάνια. Μέσα, πόδια βατράχου, κόκκαλα νυχτερίδας, φτερά κουκουβάγιας και τέτοια καλά.

Το κορίτσι συνήλθε και τα είπε όλα.. το και το.. Γιά τον έμπορο, γιά την καμπούρα, γιά όλα τα συναισθήματα, γιά την αλλαγή..

Η μάγισσα έπεσε σε μεγάλη σκέψη. Δύσκολη περίπτωση, μα το λυπήθηκε το φουκαριάρικο το κορίτσι.

Μετά από δύο πρωινά, της λέει ''άκου τι θα κάνεις'', ''θα πας σ εκείνη την κοφτερή πέτρα, και της δείχνει σ ένα παλιό τσαλακωμένο χάρτη, και κάθε βράδυ, μόλις το φεγγάρι κρυφτεί κάτω από ένα κόκκινο σύννεφο, θα πέσεις επάνω της και θα αρχίσεις να τρίβεις την καμπούρα σου στην κόψη της. Όμως, κούνησε το δάχτυλό της η μάγισσα, γιά 3 μέρες και 3 νύχτες δεν πρέπει ούτε να βάλεις μπουκιά στο στόμα σου, ούτε σταγόνα στο λαιμό σου.''

''Εντάξει;''.. ''εντάξει'' της απάντησε κι έφυγε. Σε όλο το δρόμο ήταν πολύ σκεπτική. Πως να αποχωριζόταν τον ίδιο της τον εαυτό, το ίδιο της το δέρμα;

Έκανε με το νι και με το σίγμα, ότι της είπε η μάγισσα κι ακόμη παραπάνω. ΄'Βρήκε την πέτρα εύκολα μα το πιό δύσκολο ήταν να πέσει επάνω και να τρίβει την καμπούρα. Σα να έβγαινε η ψυχή της. Σα να έδινε το ίδιο της το σώμα κι όχι ένα ξένο κομμάτι. Τρεις μέρες και τρεις νύχτες από την μιά στράγγιζε δάκρυα κι από την άλλη έπρεπε να φανεί δυνατή.

Το τέταρτο όμως πρωινό, μια υπέροχη μέρα ξημέρωνε.

Όλα ήταν εκπληκτικά όμορφα.. όλα.. κι αυτή επιτέλους ελαφριά. Τίποτα δεν την ενοχλούσε πιά τίποτα.

Είδε δίπλα της μιά λιμνούλα. Έπλυνε το πρόσωπό της. Καθρεφτίστηκε κι ήταν ένας άγγελος.

Τα πόδια της δεν την πονούσαν. Μύριζε την φύση κι άκουγε τα πουλιά να κελαηδούν.

Κίνησε χαρούμενη γιά το σπίτι της μάγισσας. Πουθενά. ''Θα ήταν όνειρο'' σκέφτηκε.. Περπατούσε, μιλούσε και γελούσε μονάχη και δε το πίστευε. ''Είναι δυνατόν να ήταν τόσο εύκολο;'' σκεφτόταν. ''Που ήμουν τόσο καιρό;''

Με τα πολλά, έφτασε στο σπιτάκι της. Ο κήπος της ήταν γεμάτος τριαντάφυλλα.

Μιά λαχταριστή μυρωδιά φαγητού ερχόταν από κάπου απροσδιόριστα. Άναψε την φωτιά κι έβαλε το λάδι να κάψει. Πόσο πολύ πεινούσε..

8 comments:

  1. Όμορφες εικόνες μου δημιούργησες και χρωμάτισα τις λέξεις σου, έστω και στη φαντασία.
    Ευχαριστούμε που μας χαρίζεις τις ιστορίες σου και δεν τις κρατάς για εσένα!

    ReplyDelete
  2. ο διάβασα μία...... το διάβασα δύο ... ψάχνω να βρω το νόημα. Λυπάμαι αλλά δεν το βρήκα. Σίγουρα έχει αλλά μάλλον εγώ δεν μπόρεσα να το καταλάβω. Σαν γραφή πάντως είναι όμορφο. Παραστατικό. Είμαι βέβαιος όμως πως έχεις γράψει και καλύτερα. :)
    Τώρα βέβαια τα βάζω με τον εαυτό μου που φαίνομαι τόσο σκληρός. Μετά απο τόσο καιρό και αντί να πώ τον καλό μου λόγο κάνω κριτική. Να ξέρεις όμως πως είναι καλοπροαίρετη.
    Ας πώ πάντως την καλησπέρα μου. Χαίρομαι ειλικρινά που ξαναβρισκόμαστε.

    ReplyDelete
  3. Τέλος καλό όλα καλά :)

    ReplyDelete
  4. Όμορφο το παραμύθι σου. Εικόνες δυνατές, και κάποια κρυμμένα μηνύματα. Κι ας μην τα εντόπισε ο φίλος Γιώργος. Μέρα καλή!

    ReplyDelete
  5. Σίγουρα "Λάκης Φουρούκλας" για όλα υπάρχει μια εξήγηση. Ευτυχώς η φαντασία μου οργιάζει :) και κάποια κρυμμένα μυστικά τα εικάζω. :)
    Ορίστε μιλώντας για κρυμμένα μυστικά μου ήρθε αυτό και σας το χαρίζω. http://www.youtube.com/watch?v=dCIO2BNrvdI&feature=related
    Την καλημέρα μου

    ReplyDelete
  6. Μα τι όμορφο παραμύθι?? Και αυτό το Μαρινάκι πια!!
    Καλώς σε ξαναβρίσκω και καλές διακοπές αν δεν έχεις φύγει!
    Φιλιά πολλά!

    ReplyDelete
  7. Στην αναζήτηση των εμπειριών πολλές φορές προσαρτήσουμε πολλά που δεν μας ανήκουν που δεν είναι δικά μας, και όμως με τον καιρό γίνονται ένα με μας, και η χαρά που μας έδιναν στην αρχή χάνεται και μένουν μόνο οι σκιές...

    Μακάρι να υπήρχαν πολλές μάγισες που να έδιδαν αυτή τη λύση έστω και την ύστατη στιγμή και να μπορείς να γυρίσεις πίσω... μέσα και έξω σου... πίσω ... βαθιά πίσω..

    Υπέροχο

    Φιλί

    ReplyDelete

τί άλλο να πεις;

  Μπαίνεις σε ένα δωμάτιο και μοιάζει παγωμένο.  Σκουπίδια εδώ κι εκεί,  σκόνη πολύ.  Οι καρέκλες άδειες και οι θεατές ανύπαρκτοι.  Όσο και ...