Oι άνθρωποι περπατούν με το κεφάλι τους σκυφτό, σκουντιούνται μεταξύ τους, δεν λένε συγγνώμη, κι έχουν το μυαλό τους πάντα σε ένα προορισμό. Μιλούν για αυτόν και στην αριστερή πλευρά του λαιμού τους, έχουν μια φλέβα που χτυπάει στην κάθε λέξη. Το στόμα τους στενεύει και σφίγγει, λες και αυτό θα κάνει τα πράγματα πιο εύκολα. Μετά, γυρνούν στο σπίτι, κάθονται σε μια καρέκλα, ανοίγουν τα laptop, μπαίνουν στη μεγάλη τρύπα και συνεχίζουν να προσποιούνται.
Γράφουν σημειώματα για φεγγάρια και αγκαλιές και τίποτα δεν είναι διατεθημένοι να κάνουν. Το φεγγάρι είναι πολύ μακριά και η αγκαλιά πολύ κοντά. Και τα δύο ενοχλούν.
Μισώ τη μοναδική ερώτηση της ημέρας που είναι ''τι θα φάμε'' κι όταν αυτό τελειώνει, αρχίζει το ''τι θα φάμε αύριο''. Δε βρίσκω καμμία δημιουργηκότητα στη λέξη ''φαγητό'', ούτε στη λέξη ''ετοιμάζω'', ούτε στο ''ελάτε, τρώμε''.
Μιλάω, σχεδόν καθόλου. Μ΄αρέσει να γράφω, μ΄αρέσει να σκέφτομαι. Αντίθετα με εκείνο το λευκό καπέλλο στη θάλασσα που δεν έβαζε γλώσσα μέσα. Είχε αρπάξει μια ανυποψίαστη κυρία από τα αυτιά και τα μάτια και έλεγε. Νόμιζε ότι κάνει κήρυγμα. Ότι θα κάνει τον κόσμο καλύτερο. Κανείς δεν της είπε ότι πέρα από τον οικονομικό πόλεμο, και το νερό που σώνεται, και τα παιδάκια που είναι σε ένα διαμέρισμα ενώ όλοι εμείς οι τυχεροί κάνουμε μπάνιο, υπάρχει και η λέξη διάλογος. Για να προκληθεί αυτή η λέξη θα πρέπει να τη γνωρίζεις. Ή να βάλεις το μυαλό σου να σκεφτεί. Ή τέλος πάντων να κάνεις ερωτήσεις στον απέναντι σου μπας και του λύσεις τη γλώσσα. Ικανοποιήθηκες κυρά μου από το μονόλογο; Πήρε των αματιών της, μαζί και το άσπρο καπέλο κι έφυγε.
Δε μ΄αρέσει να βρίζω. Είναι μια κατάσταση που ακουλουθεί μια άλλη κατάσταση που κι εκείνη δε μ΄αρέσει ακόμη περισσότερο. Η λέξη διαχείρηση είναι ακόμη άγνωστη για μένα. Ούτε όλοι αυτοί που κρύβονται πίσω από εντυπωσιακά ψευδώνυμα τη γνωρίζουν. Αν τη γνώριζαν δε θα φοβούνταν. Θα ήταν πιό άμεσοι στο άγνωστο. Σα την κυρία με τα δυό παιδάκια / κουβαδάκια / μπρατσάκια στην αμμουδιά. Οι παχουλοί άνθρωποι, έχουν μια γλύκα όταν μιλάνε. Ίσως να φταίει η πολύ ζάχαρη που τρώνε, δε ξέρω. Θέλω κι εγώ να γίνω γλυκιά. Να στάζει το στόμα μου σιρόπια. Και οι λέξεις μου παγωτό σοκολάτα φράουλα. Και να κάνω μπράτσα φρεσκοψημμένα ψωμάκια. Να τα ντύνω με ροζ μανικάκια. Να αφήσω κι ένα τόσο δα χρυσό σταυρούλι να πέφτει στο στήθος. Να πηγαίνω με το καρότσι στις λαικές. Να αγοράζω πράσινα και κόκκινα και πορτοκαλιά. Να αγοράζω νόστιμα, να τρώω νόστιμα.
Όλα δεν είναι για όλους. Στις λαικές φωνάζουν και κρεμούν τα ρούχα ψηλά και πονούν τα αυτιά μου και τα μάτια μου. Και λένε ψέμματα.
Πότε θα μάθω να λέω κι εγώ μερικά από αυτά; Όχι, όχι τα ψέμματα που τα λες στον εαυτό σου για να αισθάνεσαι πιό καλά. Τα άλλα θέλω εγώ, που είναι για να κόβεις τα χαρτιά. Να κάνεις παιχνίδι. Από αυτά. Μπορείς σε παρακαλώ μαμά να μου μάθεις να λέω ψέμματα; Από αυτά που λάμπουν σα χρυσάφι και μοσχοπουλάνε; Μπορείς σε παρακαλώ μαμά να πάψεις να λες τη γνώμη σου; Όποια κι αν είναι αυτή; Καλή ή κακή δε με νοιάζει. Κάποιος, έστω και τώρα πρέπει να σου μάθει μερικές φορές να σιωπάς. Μη φορέσεις όμως εκείνη τη σιωπή που μ΄εκνευρίζει. Να χαμογελάς. Μπορείς σε παρακαλώ μόνο να μου χαμογελάς; Και να διαβάζεις το βιβλίο που σου αγόρασα και μετά να μου διηγείσαι σελίδα σελίδα τις ιστορίες.
Ατέλειωτα τα Αυγουστιάτικα βράδια. Αγαπώ τη λέξη Αύγουστος. Και τη λέξη book. Είναι και οι δυό τους τόσο παραφουσκωμένες και γεμάτες και γλυκερές λες και μόλις, μπορούν να σου ξεφουρνίσουν τη δική τους ιστορία. Η πρώτη μπουκωμένη από ζέστη, θάλασσα, φρούτα και κλιματιστικό. Οι δεύτερη από σελίδες που αυτή την εποχή μυρίζουν αντιηλιακό. 50ρι!
Από τη στιγμή που γεννιόμαστε αρχίζουμε και κουβαλάμε. Αρχίζουμε να ζούμε και βάζουμε, βάζουμε, βάζουμε! Όχι πάντα καλά, αλλά ΚΑΙ καλά. Κάθε χρόνο, είμαστε εμείς, όπως γεννηθήκαμε μαζί με ότι μας έκανε να σκοντάψουμε επάνω του. Βάζουμε και τρέχουμε. Δε ξέρω που πάμε. Θέλω να πω ότι δε φοβάμαι τίποτα πια, ούτε το θάνατο, κυρίως αυτόν. Διστάζω να το πω.