Eίχαν μιλήσει στο τηλέφωνο μαζί, το ότι είχε βρει το νούμερο της από μια κοινή γνωστή, το ότι κόντευε μήνας που είχε φύγει η προηγούμενη, το ότι το σπίτι χρειαζόταν επειγόντως μια ''γυναίκα''.
Η ''άλλη'' της τα μάσαγε σπασμένα μισοελληνικά μισοαλβανικά, να πρέπει να πάω να δω τη μάνα μου στο Δυρράχειο, να δουλεύω σε δέκα σπίτια την εβδομάδα, στο τέλος είπε ''Παρασκευή απόγευμα μόνο, για 4-5 ώρες ανάλογα με την ακαταστασία, 30 ευρώ''.
Με το παζάρεμα κατέβηκαν στα 18, η ''κυρία'' ήταν ανένδοτη, η Αλβανίδα χαμήλωσε εύκολα τους τόνους!
''Κοίτα να μη χασομεράς, θα ελέγξω ακόμη και τις γωνίες'', της φώναξε στεγνά κι απότομα. Από την ''άλλη'' ακούστηκε μόνο ένα''καλά κυρία''!
Πολυτελής οικοδομή κτισμένη γύρω στο ΄75, η είσοδος όλη από ξύλο, θα έπαιρνε το κλειδί από το θυρωρό, ανέβηκε στον τελευταίο όροφο, ξεκλείδωσε, βρέθηκε σ΄ ένα σπίτι με μεγάλους καναπέδες από ξύλο καρυδί και ύφασμα σκούρο κόκκινο.. ζύγισε το χώρο, έβγαλε τα παπούτσια της και έψαξε να βρει το ντουλάπι με τα απορρυπαντικά.
Έσερνε τη σαγιονάρα στο άσπρο μάρμαρο, είχε στα χέρια σφουγγαρίστρα και κουβά όταν βγήκε από την κρεββατοκάμαρα ο ''κύριος''. Συστηθήκανε, του έδωσε το χέρι το στεγνό. Έφτιαξε αυτός τον καφέ του, βγήκε στη βεράντα να καπνίσει, ντύθηκε και έφυγε για δουλειές.
Βρήκε ευκαιρία και άνοιξε την τηλεόραση, Πλάσμα με επίπεδη οθόνη σε μια εκπομπή με ζωντανά τραγούδια, άστραψε το σπίτι, έγλυψε τις γωνίες.
Φεύγοντας ξανά άφησε το κλειδί στο θυρωρό.
Δυό Παρασκευές μετά, Κοντοστάθηκε στην πόρτα της κρεββατοκάμαρας που ήταν ανοιχτή. Της φάνηκε παράξενο, μπήκε μέσα κι έπεσε το μάτι της στον καθρέφτη της ''κυρίας''. Αριστερά και δεξιά φωτογραφίες. Έκανε την αδιάφορη τα 'χα πως είχε ιδρώσει και ήθελε να χτενιστεί, μήπως και κάποιος ερχόταν ξαφνικά. Έβγαλε τα γυαλιά από την τσέπη της ποδιάς της. Μια ξανθιά με μικρό στόμα και σφιγμένα μάγουλα. Κατέβασε το κλάμερ που φορούσε πιάνοντας τα δικά της μαλλιά. Λύθηκαν στους στενούς της ώμους της. Κοντή και σπιρτόζα! Κατά μια έννοια ζουμερή. Νέα δεν την έλεγες, ούτε μεγάλη. Ταλαιπωρημένη.
Ένα χέρι την άρπαξε και την έριξε μισό μέτρο πλάι, στο ξέστρωτο κρεββάτι. Ένα άλλο χέρι της έβγαζε την κυλότα, ήταν Φθινόπωρο, πολύ νωρίς για καλσόν. Τρόμαξε, ''μα τι..'' ψέλισσε μεσ΄το ξαφνικό, ''50 ευρώ'' της ψιθύρισε αυτός, έπειτα ''με ξεσηκώνεις'' κι αφέθηκε. Καθώς κουνιόταν μέσα της, χάζευε τη νύχτα που έμπαινε από το παράθυρο με τις ακριβές κουρτίνες. Ένα πράσινο κόκκινο φως από το σταυρό κάποιου μακρινού φαρμακείου, χτυπούσε με δύναμη στο μεταλλικό κάγκελο.
Το ίδιο βράδυ, λίγο μετά τις 12 η ''κυρία'', άνοιξε την πόρτα του διαμερίσματος. Τη χτύπησε η μυρωδιά από το Άζαξ. Άναψε όλα τα φώτα στο σαλόνι. Το σπίτι έλαμπε. Πέρασε με τα δάχτυλα τις γωνίες. Ούτε ένα δείγμα σκόνης.
Χρειαζόταν επειγόντως ένα χαλαρωτικό, ζεστό μπάνιο. Έβγαλε τα παπούτσια στην κρεββατοκάμαρα. Το φως που έμπαινε από τη μισάνοιχτη πόρτα, φώτιζε μπροστά στον καθρέφτη της, πάνω απο τη συρταριέρα ένα χρυσαφί κλάμερ.
Στα καθαρά φρεσκοστρωμμένα σεντόνια κοιμόταν ο άντρας της. Ήρεμη η αναπνοή του. Άνοιξε όσο πιο σιγά μπορούσε το συρτάρι και τράβηξε στα τυφλά ένα βρακί. Σε λίγο, στο φως του μπάνιου, θα διαπίστωνε ότι όχι μόνο αυτή δεν θα διάλεγε ποτέ αυτό το μωβ - σκατί χρώμα, αλλά και ότι το καβάλο βρωμοκοπούσε ''πρόσφατα χρησιμοποιημένο''!
ψευδές πάθος...
ReplyDeleteΚαπου βαθυα μεσα μου πιστευω οτι εχουμε οτι αξιζουμε.
ReplyDeleteΑφηνω ανοιχτη τη σκεψη αυτη, επειδη δεν θελω να ειμαι τοσο αυστηρη με τους ανθρωπους.
Θλιβερες καταστασεις, οπως και να εχει.
xxx
@ φοινικα (δε μπορω να αποδεχτω το ''μιασμενος'') με μια πινελια εκδικησης θα ελεγα αλλα και αναγκης :)
ReplyDelete@ dee dee
ReplyDeleteσ αυτο που λες εχεις δικιο, θλιβερη κατασταση που τριβελιζε εδω και μερες το μυαλο μου, επρεπε να εκδηλωθει χχχ