Tuesday, June 11, 2013

χρυσαφί





Η χθεσινή νύχτα είχε μια καταιγίδα τόσο χρυσαφί!  Αντίθετα το ξημέρωμα ήταν άχρωμο και στεγνό.
Φωλιάζει ένα ''κάτι''  βαρύ στο στομάχι μου.  Πάντα ψάχνω να βρω μια αιτία να αναλύσω.  Αδυνατώ.  Πάντα μπροστά το άγχος.  Το άγχος έχει πόδια στραβά και περπατάει σαν από στιγμή σε στιγμή να πέσει.  Το άγχος είναι ένα παιδί που φοβάται χωρίς λόγο.  Δεν μπορεί να αρθρώσει από το λαχάνιασμα.  Δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένα σύνολο σπασμωδικών κινήσεων.  Είναι κακό παιδί,  περπατάει μαζί μου και μου βάζει τρικλοποδιές.  Και τότε κάνω πράγματα που δεν θέλω.  Η φωνή μου βγαίνει άχρωμη κι απότομη.  Λέω πράγματα πριν αυτά να είναι διαθέσιμα να ειπωθούν.  Σε λάθος άτομα.  Λέω πράγματα που στο περιορισμένης ελευθερίας και λογικής μυαλό μου μοιάζουν σωστά.  Κι αν εκείνη τη στιγμή έρθεις και μου πεις ''επ! τι κάνεις;''  θα σε παραμερίσω.

Έχω μια κόκκινη μπάλα γεμάτη καρφίτσες.  Καρφιτσώνω λέξεις.  Φόβος,  ανασφάλεια,  άγχος.  Βυθίζομαι σε κάτι σκοτεινό και γλοιώδες.  Ίσως να είναι κι αυτό κόκκινο,  τόσο σκούρο που μοιάζει με καφέ ή μαύρο.  Μοιάζει με τέρας.  Ανοίγει ένα στόμα να! και με καταπίνει.  Πιέζω με τα δυό μου χέρια,  βγάζω το κεφάλι έξω,  παίρνω ανάσες.  Αναρωτιέμαι τι θα με ευχαριστούσε πολύ.  Ξέρω τι θα με ευχαριστούσε πολύ.  Όλοι ξέρουμε.  Αυτός που νιώθει πόνο,  θέλει να μην πονάει.  Αυτός που δεν μπορεί να περπατήσει θα σκότωνε για μια βόλτα.  Αυτός που πεινάει,  θα ήθελε ένα πιάτο φαί.  Εκείνη η γυναίκα που γνώρισα τότε,  με τα σίδερα στην πλάτη και τα χάπια στο στόμα, θα ήθελε το γιό της πίσω.  ''Πρέπει να μάθω να ζω έτσι''..  μου είπε.  Χαμογελούσε.  Τη φανταζόμουν τις νύχτες να κλειδώνει τις πόρτες και να χορταίνει ουρλιαχτά.  Και μετά,  να πηγαίνω ως εκεί,  στην άλλη πόλη και να της σφραγίζω το στόμα με την παλάμη μου.  ''Μη δεν πρέπει''..  ''δεν πρέπει''..  να της λέω,  και μετά,  ''να εδώ είμαι,  μίλα μου,  πές τα σε μένα'' και να καθόμασταν νύχτες και μέρες αγκαλιασμένες μαζί και να κοιτάμε παρέα τη θάλασσα..  μέχρι που ένας γλάρος θα έπιανε με το πορτοκαλί στόμα του δυό φύκια από την αμμουδιά και θα τα μετέφερε δίπλα,  παραδίπλα..  ποιός ξέρει που..  ίσως στο πουθενά..

6 comments:

  1. δυνατό!!!
    με συνεπήρε.

    ReplyDelete
  2. Δεν σε προλαβαίνω Φεγγαρένια μου!
    Οι αναρτήσεις σου η μια πιο τρυφερή και "ουσιώδη" από την άλλη, δεν αφήνουν περιθώρια αμφισβήτησης...
    Οι φωτογραφίες σου πανέμορφες και απόλυτα ταιριαστές με το κείμενο σου...
    ΑΦιλάκια χρυσαφένια!

    ReplyDelete
  3. @ summertime

    εγω παλι κατι τετοια κειμενα που αλλου ξεκινουν κι αλλου καταληγουν θελω να τα κλεισω στο συρταρι ετσι για να μαθουν..

    τιμωρια!

    ReplyDelete
  4. @ μαγισσουλα μου

    αν πραγματικα εχεις ενα τετοιο συναισθημα οταν μ επισκεφτεσαι πολυ χαιρομαι

    σ ευχαριστω :)

    ReplyDelete
  5. Καμιά φορά οι σκέψεις σου με παρασύρουν πάνω από θάλασσες που ίσως να μην υπάρχουν γλάροι να πιάσουν φύκια, αλλά υπάρχει ένα πλοίο που περιμένει να ταξιδέψει την σκέψη μου ακόμα πιο μακριά! :)
    Να έχεις μια όμορφη συνέχεια στην ημέρα σου και πάντα έμπνευση!
    Φιλάκια.

    ReplyDelete
  6. πολυ χαιρομαι dramaqueenακι μου.. πολυ :)

    ReplyDelete

οι συγνώμες

  Μια μπουκιά ψωμί από της μαμάς το ζυμωτό,  χαλιά που περιμένουν να απλωθούν νωχελικά στο πάτωμα ώστε να προσθέσουν ζεστασιά στις χαμηλές θ...