Θα ΄ναι δε θα ΄ναι πέντε, μικρό παιδί!
Με πιάνει από το χέρι καιρό τώρα. Χούφτα με χούφτα μ΄ακολουθεί. Σάββατο, Καλοκαίρι στο τέλος, Φθνινόπωρο στην αρχή. Θέλω και δε θέλω θάλασσα. Φτάνω ως εκεί, κάνω στροφή φεύγω, καλαμιές, ερημιά κι εγκατάλειψη. Βράχια και κύμα, χωματόδρομοι αδιέξοδοι. Ξανά στροφή, επιστρέφω. Λίγοι οι τολμηροί. Λίγη η ψύχρα, πιο πολύ ζέστη, ακόμη! Το γαλανό της θάλασσας σε λίγο πιο ροκ. Θολή και ανακατεμένη από τη χθεσινή βροχή. Βγάζω το φόρεμα, με κοιτάει. Ξαπλώνω σε μια από τις τρείς σαιζ λονγκ. Πλαγιάζει δίπλα μου. Του λέω κοίτα μακριά εκεί, δείχνω ένα κοπάδι γλάρους. Γραπώνεται από το μαγιώ μου. Βάζω αντιηλιακό, πιάνω βιβλίο, δεν με παίρνει η υπομονή να διαβάσω, το αφήνω παρεάκι παραδίπλα. Πακέτο γυαλιά πρεσβυωπικά. Κλαίει. Ρωτάω γιατί! Κλαίει. Απλώνω το χέρι μου στο μάγουλο του. Κλαίει. Του πιάνω την κουβέντα '' ΄ντάξει μωρέ, αλλά τι θέλεις από μένα''. Κλαίει αργόσυρτα! Μπαίνει μέσα στην ψυχή μου, πιάνει με τα δέκα μικρά του δάχτυλα, ολόκληρη την καρδιά μου.. δεν αντιστέκομαι! Δίνω ψυχή και σώμα, κλαίει. Στον ίδιο τόνο, πότε να ήταν η πρώτη φορά, μέρες; μήνες; ποιός ξέρει!
Ρωτάω τι θέλει. Δεν απαντάει. Ξαναρωτάω και μου αραδειάζει γύρω μου όλους τους πεθαμένους της ζωής μου. Τους βάζει να κάθονται στις άδειες ξαπλώστρες και μου τους δίνει έναν έναν. Ο Κ. κι η Ε., ο Γ., η Σ. η Δ. ο Π. ο Γ. φίλοι, γιαγιάδες, παπούδες, όλοι οι γείτονες εδώ. Ζωντανοί και να κοιτούν τη θάλασσα, να χαζεύουν τους γλάρους, τα δελφίνια, να πίνουν παγωμένους καφέδες μπύρες και βυσσινάδες τα παιδιά. Χωρίς καρκίνους, χωρίς τροχαία, χωρίς γεράματα και μαλακίες. Ούτε αλτσχάιμερ, ούτε καρδιακές προσβολές, ούτε εγκεφαλικά! Πεντακάθαροι κι αστραφτεροί. Με μάτια και σώμα αληθινά.
Για αυτό βασανιζόσουν; ρωτάω. Σιωπηλό το στόμα του, απάντηση δεν πήρα.