Κόσμος πολύς εκεί πάνω τις Κυριακές, πας να δεις πως έγινε το 2χ1 κηπάκι, θαμνάκια γύρω τριγύρω, πανσεδάκια μέσα, όλα είναι στη θέση τους αλλά σε σμίκρυνση, στο μυαλό σου τα 100 ευρώ ταίριαζαν με κάτι πιο πολύ και πιό μεγάλο, ξεριζώνεις ένα παράσιτο, σκουπίζεις την πίσσα από το ποτηράκι, ανάβεις, η φλόγα δεν φαίνεται απ έξω, την επόμενη φορά να θυμηθείς λίγο άζαξ για το καπνισμένο τζάμι. Κοιτάς λίγο γύρω, μετά αρχίζεις και ψάχνεις μέσα σου, αμηχανία και στα δυο. Συναισθήματα συμβιβασμένα, έχεις αποδεχτεί το μεγάλο γεγονός, ενώ πλησιάζει μια παχουλή γλυκιά κοπέλα κοντά στην ηλικία σου, σου μιλάει τρυφερά, σε ρωτάει με νόημα, της απαντάς με ανωτερότητα του τύπου, ''μπαμπάς, 7,5 μήνες πια το δουλέψαμε, το ξεπεράσαμε, αχ εσείς φρέσκιοι και ειδικά όταν πρόκειται για ένα νέο άτομο'', και κάπου στο ''μπαμπάς'' σπάει η φωνή, αρνούμενη να ειπωθεί ένα τόσο οικείο, τόσο Δικό σου όνομα σε έναν χώρο που δεν μοιάζει να είναι κανενός, ωστόσο τη νιώθεις, είναι φανερό πως δεν πατάει σταθερά, θέλει να πέσει επάνω σου να κλάψει, θέλεις να ανοίξεις τα χέρια σου, τίποτα δεν συμβαίνει από όλα όσα σκέφτεσαι, σου προσφέρει δυό κουπάκια κόλυβα για τη συγχώρεση, και πατέρας, και μητέρα και αδερφή σου λέει, καταπίνεις πικρό το σάλιο σου, ξανά ανωτερότητα, εύχεσαι, της εύχεσαι εσύ που αν οι ευχές ήταν βρώσιμες ευχαρίστως θα τις πέταγες στα σκουπίδια, αλλά είναι πουλιά και τις κρατάς μέσα στις χούφτες σου σφιχτά γιατί ξέρεις πόσο ουτοπικά χρειαζούμενες είναι.
Η γλυκιά γυναίκα φεύγει, απομένεις μόνος, ξανά αμηχανία, κοιτάς τα λουλούδια, κοιτάς το χώμα, τίποτα δεν το κάνει να μυρίζει, τίποτα να είναι αφράτο, καμμιά τρυφερότητα παρ όλο το ζωηρό χρώμα των πανσέδων, η ζωή μικραίνει εδώ μέσα και τυλίγεται σε μαύρα πανιά κυρίως, νοτισμένα φρέσκια θλίψη. Η φωτογραφία πίσω από το τζάμι σου θυμίζει το πρόσωπο του πατέρα σου, όχι πως το έχεις ξεχάσει, αλλά στο νου σου είναι η πιό πρόσφατη ταλαιπωρημένη εικόνα του, ενώ εκεί, πίσω από το τζάμι που τρεμουλιάζει κάθε φορά που πλησιάζεις, είναι χαμογελαστός, προφανώς σκηνή κομμένη από μια πολύ χαρούμενη στιγμή, ενφανώς γύρω στη δεκαπενταετία νεώτερος, αν και για εσένα, ήταν πάντα νέος, ευδιάθετος και ετοιμοπόλεμος.
Δεν θέλεις να φύγεις αλλά ούτε σε κρατάει κάτι για να μείνεις περισσότερο, παίρνεις την ψυχή σου κεμπάπ, μπαίνεις στο αυτοκίνητο, περνάς από όλους τους συνήθεις δρόμους και φτάνεις στη γειτονιά σου, στο σπίτι σου, στο μπαλκόνι σου, καθαρίζεις με το μαχαίρι ένα μήλο, ψήνεις λίγο καφέ και κάπως έτσι εξαντλείται το πρωινό αυτής της Κυριακής -