Μου τα φύλαγε χρόνια ολόκληρα, υπήρχε μια ολόκληρη γωνιά δική μου χωρίς εμένα στον προσωπικό του χώρο, έλα να τα πάρεις έλεγε με κάθε ευκαιρία που εύκολα ακύρωνα, μια πως πονούσε η μέση μου, μια πως δεν μπορούσα να κατέβω τα σκαλιά, η δυσκολία να έρθω αντιμέτωπη με ένα μεγάλο και σημαντικό κομμάτι της ζωής μου τον θύμωνε, το είπε μια φορά, είδε πως με στεναχώρησε, δεν ξαναμίλησε.
Κάποια στιγμή, αρρώστησε, έφυγε. Σαν αεράκι.
Ξεκλείδωσα σήμερα και κατέβηκα στο υπόγειο. Ούτε τα σκαλιά, ούτε η μέση μου εμπόδιο. Η καρδιά μου μόνο πονούσε. Για τα δικά του, σκόρπια και αζήτητα εδώ κι εκεί που παλιοκαιρίζουν, τα δικά μου που έχουν μαζευτεί σε μια στίβα από φοβισμένα.
Σκαλίζοντας όπου και ό,τι μπόρεσα, ξεχώρισα μια κούκλα, ψηλή, πορσελάνινη, με ρούχα ανθρώπινα και μαλλιά, κι ένα βιβλίο δεμένο μπλε, ιδιαίτερα μικρού μεγέθους και παχύ, που είχε τον τίτλο ''το παλαιοπωλείο'' του Ντίκενς, αυτά, τα πήρα αγκαλιά κι επέστρεψα ανακουφισμένη στο σπίτι.
Παίρνουν τον αέρα τους αυτή τη στιγμή, ακουμπισμένα στο τραπέζι της βεράντας, λουσμένα στον μεσημεριανό ήλιο μιας Τρίτης, ενός Οκτώβρη.
Η Κάθοδος στο Υπόγειο των αναμνήσεων λοιπόν...! μετά από τόσα χρόνια. Με πιάνει δέος σε μια τέτοια σκέψη. Τα άφησες χρόνια. Ποιος ξέρει κάτω από ποιες δυνάμεις ή σκέψεις. Τώρα έρχονται στο φως. Ξαναζούν. Είναι μοναδική αυτή η εμπειρία και πολύ δυνατή στην παραγωγή συναισθημάτων Στέλλα.
ReplyDeleteΝα το ζήσεις.
Γέμιζες με σιωπές τους αμφιβολίες σου μη και σε τρομάξουν «τα φοβισμένα». Τελικά σε τρόμαξε μια ξεχασμένη «πορσελάνινη κούκλα» κι ένα «μικρό μπλε βιβλίο» που τους έλειπες εσύ κι καθαρός αέρας της βεράντας σου…
ReplyDeleteΕίμαι σίγουρος πως σε λίγο καιρό θα σου δώσουν αφορμή για άλλη ιστορία.