Friday, November 17, 2017

βροχή στο μεδούλι





Τώρα που οι δικές μου οι φουρτούνες ανήκουν στην προηγούμενη εβδομάδα,  να σου πω πως έχουν ανοίξει οι ουρανοί,  και άνθρωποι πνίγονται σε ποτάμια λάσπης που αποφάσισαν ξαφνικά να περάσουν μέσα από την πόλη,  αλλά αυτό ανήκει στις ειδήσεις της καθημερινότητας μιας ομάδας ανθρώπων που πλήγηκαν από την κακοκαιρία.
Ας μιλήσουμε όμως γιά σένα!  Μην τρομάξεις,  ήδη ανήκεις στο παρελθόν.  Πέθανες!  Έφυγες το λένε κάποιοι κομψά.  Μας άφησες πίσω στην ουρά και προχώρησες.  Άλλαξες επίπεδο.  Ήθελες;  Τι θα έλεγες αν ήξερες;  Ξέρεις;  Το αποδέχτηκες ή είσαι ακόμη στη διαδικασία;  Εμείς,  εγώ δλδ σκέπτομαι διάφορα.  Να,  πως ήσουν φίλος μου πολύ,  αλλά πραγματικά δεν ξέρω τι είναι αυτό που ονοματίζει μια σχέση φιλία.  Να πω πως ταιριάζαμε,  δεν μπορώ.  Εσύ μυαλό ξυράφι.  Ορθολογιστής.  Ρεαλιστής.  Μαχητής.  Κάπως έτσι σε φαντάστηκα.  Τα κείμενα σου τα βαριόμουν.  Ένιωθα την αξία τους,  χαμογελούσα και τα προσπερνούσα.  Στις ερωτήσεις σου σπάνια απαντούσα.  Τις αναλύσεις σου όλο κι έλεγα πως κάποια στιγμή θα πιάσω την άκρη και πως μετά θα σε παρακολουθώ ολοκληρωτικά και εμπεριστατωμένα.  Το μόνο που πρόλαβα ήταν μερικές καλημέρες.  Και η αφελής αίσθηση,  πως εγώ ήμουν εδώ κι εσύ ήσουν εκεί.  Κανείς δεν ήταν / είναι πουθενά.  Γράμματα στο κενό.  Κείμενα στο τίποτα.  Σκέψεις στο χάος,  το μαύρο,  την άβυσσο.  Λείπεις μια ολόκληρη βδομάδα και σε ψάχνω.  Αντί για την αύρα σου,  αντίο,  καλό παράδεισο,  θα σε θυμόμαστε και τέτοια.  Ψέμματα!  Θα σε ξεχάσουμε.  Η ζωή είναι γλυκιά και σε παίρνει μέσα.  Μας μεθάει επίτηδες για να ξεχνάμε.  Κι ο πατέρας μου, τελευταίες μέρες,  μου είχε πει ''θα με ξεχάσεις,  μη στενοχωριέσαι''.  Τότε με πείραξε.  Τώρα ξέρω,  το είπε γιατί το ήξερε,  το είχε δει μπροστά του,  όταν έφυγε η μάνα του,  ο πατέρας του,  ο καλύτερος του φίλος.  Έβλεπα τα μάτια του που βούρκωναν,  και μετά από λίγες μέρες τίποτα.  όλα ξαναγίνονταν όπως πριν κι εγώ σαν παιδί τότε χαιρόμουν,  πόσο χαιρόμουν για αυτό.  Γιατί ήταν σα να μη συνέβει το κακό.  Κάναμε πως δε συνέβει.  Παίζαμε το ''όλα είναι φυσιολογικά και αιώνια''.  Δεν θα πεθάνουμε ποτέ κουφάλα νεκροθάφτη και τέτοια..
Αγαπημένε νιώθω μια λύπη.
Και ξέρω πως αύριο θα είναι μια άλλη μέρα,  κι αυτό είναι που θα ήθελα να το κλωτσήσω πιό πολύ.  Με το δυνατό μου πόδι!

1 comment:

μια μέρα

  χρόνος τότε που σκοτώναμε το συναίσθημα,  κι ενώ η ψυχή έλεγε ναι,  εμείς επιλέξαμε το όχι νοσταλγία ο τρόπος που σήκωνες ψηλά τα μανίκια ...