Τα αυγουστιάτικα μεσημέρια, τις μέρες που δεν πήγαινε στη θάλασσα, έπαιρνε το βιβλίο της, στο πιο δροσερό δωμάτιο, άνοιγε και τον ανεμιστήρα και διάβαζε, αστυνομικά μυθιστορήματα κυρίως. Ο χρόνος περνούσε, το μόνο δεδομένο, αργά, ζεστά, σταθερά. Πολλές φορές πιεστικά ή ανιαρά. Αυτή η ώρα, μετά το φαγητό και πριν το απογευματινό, είναι απαιτητική και δεν ξέρεις πως να την καλοπιάσεις, να βρεις αυτό που ζητάει και να της το δώσεις.
Έκλεισε τα μάτια της και αφουγκράστηκε τον εαυτό της σήμερα. Σκέφτηκε μια γεύση φρουτώδη και βουτυράτη, λίγο μελένια και με πολύ κανέλα.
Σηκώθηκε από το κρεββάτι, πήγε στην κουζίνα και τσέκαρε τα υλικά της. Έβαλε λίγο νεράκι σε ένα τηγανάκι τεφάλ, έκοψε μια μπανάνα σε μικρούτσικα αλλά λίγο χοντρούτσικα φετάκια και την έριξε στο ζεστό τηγάνι.
Τα τούμπαρε και αφού πήραν μια βράση, και άρχισαν να μελώνουν, τα ζαχάρωσε με μια κουταλιά μέλι. Τα έριξε σα μικρά λουκουμαδάκια σε ένα πιάτο, χιόνισε με μπόλικη κανέλα και χόρτασε ακριβώς αυτό που είχε ονειρευτεί.
No comments:
Post a Comment