Όταν έπεφτε το σκοτάδι επιστρέφαμε. Ο δρόμος, όλο και πιο σύντομος, έπαιρνε την απόχρωση του γκρίζου μπετόν. Τα φώτα των φαναριών, των ξενοδοχείων, των βενζινάδικων έδιναν ένα στίγμα αδιαπέραστα φωτεινό και παγωμένα έγχρωμο και η ατμόσφαιρα δεν μπορούσε να γίνει κάπως θερμή παρά μόνο με την δική μας επαφή καθώς κρατούσες άνετα το τιμόνι, ενώνοντας τα δάχτυλα των χεριών μας που έμεναν στεγνά παρόλο που υπέφεραν. Σπάνια, έγερνα το κεφάλι μου επάνω στον ώμο σου. Τότε, πίστευα πως αυτές τις επιστροφές μόνο εγώ τις αντιπαθούσα, τώρα σκέφτομαι πως και οι δύο είχαμε την άσχημη αίσθηση του ατελούς. Μια αίσθηση του ότι κάτι πάρα πολύ μεγάλο θα μπορούσε να συμβεί, που όμως πάντα, το πετάρισμα ενός γλάρου, το πέρασμα ενός ερωδιού, η βροχή που συνόδευε ένα μαύρο σύννεφο, ένας τυχαίος ψαράς στη λιμνοθάλασσα, ένας λόγος που είπα κι ένας άλλος λόγος που δεν είπες, για κάποιο λόγο πάντα εμπόδιζαν.
''Ενα φλιτζάνι καφές, ένα τσιγάρο που καπνίζεις και το άρωμά του σε διαπερνά, τα μάτια μισόκλειστα μέσα στο ημίφως του δωματίου... Δεν θέλω τίποτε άλλο από τη ζωή εκτός από τα όνειρά μου και αυτό... Λίγο είναι; Δεν ξέρω. Μήπως ξέρω τι είναι λίγο και τι πολύ;'' Φερνάντο Πεσσόα
Saturday, May 22, 2021
η άσχημη αίσθηση του ατελούς
φωτογραφία Όλγα Δέικου
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
οι συγνώμες
Μια μπουκιά ψωμί από της μαμάς το ζυμωτό, χαλιά που περιμένουν να απλωθούν νωχελικά στο πάτωμα ώστε να προσθέσουν ζεστασιά στις χαμηλές θ...
No comments:
Post a Comment