Εκείνο το τελευταίο απόγευμα, την περίμενε αλλά εκείνη δεν ήρθε. Κοιτούσε το κινητό του, μα μόνο η ημερομηνία 11/11 αναβόσβηνε και η ώρα 6.45. Όταν πια δεν ήξερε αν περισσότερο βαρέθηκε ή απελπίστηκε, έστειλε ένα ''γιατί'' στα μηνύματα.
Την άλλη μέρα το πρωί, κοίταξε το κινητό του και τρόμαξε από την βουβαμάρα. ''Γιατί'' πληκτρολόγησε!
Άπό εκεί και ύστερα, του έγινε συνήθεια, το ''γιατί'' έγινε ρουτίνα, έγινε μέρος της καθημερινότητας του, έγινε μοναδικός του σύντροφος. Πληκτρολογούσε κι έστελνε για να νιώσει την απόλυτη, την βαθιά σιωπή.
Ξυπνούσε ''γιατί'', σκεφτόταν ''γιατί'', έτρωγε ''γιατί''!
Τέλος, μια μέρα, ένα από αυτά τα ''γιατί'' του μεγάλωσε τόσο πολύ, έγινε ένα τέρας που τον κατάπιε. Εκεί μέσα στην κοιλιά του τέρατος, η ζωή του πέρασε σαν ταινία μπρος από τα μάτια του, το πότε ένιωσε τον εαυτό του, πότε τα πόδια του πάτησαν σταθερά στη γη, την τρυφερότητα της μάνας, την αυταρχική συμπεριφορά του πατέρα, τους φίλους, τις νύχτες, το πιοτί, τα κορίτσια που σιγά σιγά γίνονταν γυναίκες, την Σίσσυ, την Ελένη, την Ειρήνη και μετά εκείνη, Όλγα την έλεγαν, ''κάποτε θα καταλάβεις του είχε πει'' με το κεφάλι σκυμμένο κάτω, κι αυτός με μια φλόγα στο στόμα και στην ψυχή την ρώτησε ''γιατί''.
Ίσως από τα πιο "βαριά" σου μικρά αφηγήματα. Βαρύθυμο, συναισθηματικό, με άπειρα ερωτήματα και μελαγχολική διάθεση.
ReplyDeleteΠόσα "γιατί" καραδοκούν μέσα μας να γίνουν σε μια στιγμή "δαίμονες" να κυριέψουν απόλυτα και μαρτυρικά το σώμα και τη σκέψη μας.
Ανατριχιάζω σε όλο αυτό.
Εξαίρετο!
ReplyDeleteΕύγε!