Αυτό το ''θέλεις να σου φτιάξω ένα τσάι'';
Αγγίζει βαθιά όλο το μέσα μου..
Είναι η ζεστασιά που φέρνει την αγάπη κι η αγάπη τη ζεστασιά
Κι αυτό είναι όλο το νόημα!
''Ενα φλιτζάνι καφές, ένα τσιγάρο που καπνίζεις και το άρωμά του σε διαπερνά, τα μάτια μισόκλειστα μέσα στο ημίφως του δωματίου... Δεν θέλω τίποτε άλλο από τη ζωή εκτός από τα όνειρά μου και αυτό... Λίγο είναι; Δεν ξέρω. Μήπως ξέρω τι είναι λίγο και τι πολύ;'' Φερνάντο Πεσσόα
Αυτό το ''θέλεις να σου φτιάξω ένα τσάι'';
Αγγίζει βαθιά όλο το μέσα μου..
Είναι η ζεστασιά που φέρνει την αγάπη κι η αγάπη τη ζεστασιά
Κι αυτό είναι όλο το νόημα!
Θα ήθελα να ήσουν και οι 24 ώρες του 24ώρου μου. Θα ήθελα να ήσουν το δέντρο μου, η θάλασσα μου, το μονοπάτι μου. Να ήσουν ο ουρανός μου κι οι γλάροι μου και τα καλοκαιρινά μου χελιδόνια.
Χαράξου κάπου με οποιονδήποτε τρόπο και μετά σβήσου με γενναιοδωρία**
**Μαρία Νεφέλη, Οδυσσέας Ελύτης, εκδόσεις Ίκαρος, Αθήνα, 1978
Σηκώνω με το χέρι μου τα μαλλιά και βάζω στο λαιμό μου ένα μαξιλαράκι. Στην πραγματικότητα είναι ένα υφασμάτινο πουγγί γεμάτο με χειμωνιάτικες κάλτσες. Κάνει μια ζέστη απίστευτη κι εγώ σε έχω κρυμμένο σε ένα φάκελο που κρύβω επιμελώς στον καταψύκτη. Τον ανοίγω όλο και πιο προσεκτικά αλλά όπως κι αν σε παρουσιάσω, κατεψυγμένο κανείς δεν σε συμπαθεί. Ακόμη κι εγώ απορώ με τον εαυτό μου. Πώς γεννήθηκα με τόση κακογουστιά; Δυό πεταλούδες μικρές, μαύρες είναι κολλημένες στην κουρτίνα μου. Λυπάμαι να τις διώξω. Ο Παντελής μια μέρα δεν ξαναφάνηκε. Χάνονται και οι άνθρωποι και τα πουλιά. Η Λουκία έρχεται συχνά, μόνη, ψάχνει ανάμεσα στα λουλούδια για ψίχουλα. Έχουν μνήμη τα πουλιά; Ερωτεύονται; Θολώνουν; Φτιάχνουν στέκια στα περβάζια με τα όμορφα σχέδια σε σχήμα σταυρού. Χαμουρεύονται! Μαζεύω τα φτερά που αφήνουν στο μπαλκόνι μου και γεμίζω μαξιλάρια για να βλέπω τα πιο όμορφα όνειρα τις νύχτες.
Ξύπνησα, με ένα παράξενο συναίσθημα χαράς και πληρότητας στο στήθος, μια πεταλούδα με τόσο μεγάλα φτερά σαν πουλί, πετούσε προς το μπαλκόνι σου, τα παντζούρια καθαρά, είχαν ανοίξει και έμπαινε το πρωινό φως μέσα στο σπίτι. Ωωω αναφώνησα, δεν ήταν τίποτα που δεν το ήξερα ήδη, εσύ ο παλιός θα ήσουν και ο νέος ένοικος αυτού του πρόσφατα ανακαινισμένου ωστόσο κλειστού διαμερίσματος και να που είδα τα δικά σου ρούχα, μια μπλούζα κι ένα παντελόνι, αφημένα σε μια καρέκλα πλαστική , μια μουτζούρα μαύρη μέσα στα λευκά. Τα χελιδόνια επιστρέφουν στις χελιδονοφωλιές τους κι εμείς θα φωλιάζαμε πάλι ο ένας απέναντι από τον άλλον, επικοινωνώντας με τις γνώριμες μας παντομίμες.
*
Θα έπαιρναν τέλος τα σενάρια, να ζει; να πέθανε; να βρίσκεται σε κάποιο όμορφο ελληνικό νησί; ή μήπως βρήκε δουλειά και νέα ζωή στην Σουηδία; ή μήπως στην Γερμανία;
*
Αυτός που φεύγει αλλάζει ζωή, αυτός που μένει φαντάζεται.
*
Τότε που μου μήνυσες πως θέλεις να με δεις, έπρεπε να σε ρωτήσω πού πας; τί συμβαίνει;
Κλείνω το ένα μάτι και με το άλλο βλέπω λίγο καθαρότερα από πέρσι τέτοιο καιρό τα φύλλα των δέντρων που φτάνουν ως ψηλά στο βουνό. Μια γενναία μπουκιά mon amour βρήκε καταφύγιο στο λακάκι του στόματος της Ε. μαζί με το αφοπλιστικό χαμόγελο της. Εγώ καταπίνω γουλιές ζεστού καφέ, χαλαρώνω μετά την ανηφορική προσπάθεια, σκέφτομαι πως τις μανόλιες δεν τις είδα ανθισμένες φέτος. Κρυβόμασταν μακριά, στη μικρή ζούγκλα, πίσω από τον παλιό κινηματογράφο. Σήμερα θελήσαμε να είμαστε πιο κοινωνικές, έλα εσύ, κι εσύ, κι εσύ. Ο καθένας μας κουβαλάει και μια ιστορία όχι ιδιαιτέρως χαρούμενη, ωστόσο γελάμε σαν να έχουμε καταπιεί γελωτικό υγρό. Βαριόμαστε επίσης, αλλά όλα αυτά είναι πολύ ωραία, ο καπνός των τσιγάρων, το μαντήλι στο κεφάλι της Σ., η σωμόν δαντέλα στο μπλουζάκι της Μ., οι ροζ παντόφλες της Κ., οι ερωτήσεις, οι απαντήσεις, οι διηγήσεις, οι λεπτομερείς περιγραφές, το ας πω αυτό που θέλω αλλά με λίγη φουσκωτική σκόνη παραπάνω που το κάνει πιο εύγευστο και πιο εύπεπτο. Μικρούτσικα πουλιά γευματίζουν με ψίχουλα στο πλακόστρωτο, τα πράσινα τεντόπανα από τις καρέκλες του σκηνοθέτη, λαμπυρίζουν στον ήλιο. Αααχ, το φχαριστιόμαστε, σήμερα, μετά τη χθεσινή βροχή, φυσάει ένα αεράκι ευεργετικό και για το λαιμό και για τις μασχάλες. Το δεν βλέπω, δεν ακούω, δεν μιλάω επιβάλλεται παρ' όλες τις φωνές, τους ήχους, τη βοή, τα χρώματα, τις λάμψεις.
Να πατούσαμε ένα κουμπάκι και να βρισκόμασταν όπου θέλουμε, σε μέρη φθινοπωρινά και δροσερά όπου θα καθάριζαν οι σκέψεις και το μυαλό.
Μια μπουκιά ψωμί από της μαμάς το ζυμωτό, χαλιά που περιμένουν να απλωθούν νωχελικά στο πάτωμα ώστε να προσθέσουν ζεστασιά στις χαμηλές θ...