Ανεβαίναμε σαν τα τσακάλια τον λόφο, με γέλια άγουρα, με σώματα γεμάτα με μια σπίθα που δεν ξέραμε πως τα επόμενα χρόνια θα χαθεί. Αγαπούσαμε μα και πληγώναμε βαθιά . Μας έσπρωχνε η νιότη και το άγνωστο. Είχαμε άγνοια του κινδύνου και ελπίδα πως κάπως, κάπου υπήρχε ένα κάτι τις τεράστιο, πολύ σπουδαίο. Δεν ξέραμε τί ήταν, δεν μιλήσαμε μαζί του ποτέ, ούτε που το είδαμε. Κι αυτό το ''κάτι'' ήταν μια αίσθηση προσδοκίας καθαρής, που αργότερα λίγοι από μας κράτησαν, με τη μορφή της λαχτάρας, της ανάμνησης, της σιωπής. Στο μονοπάτι, λίγα κόκκινα αγριολούλουδα που μαζέψαμε και βάλαμε σε ένα ποτήρι γεμάτο με νερό, μια αλεπού που κυνηγούσε, κι ένα πουλί που τραγούδαγε. Η φύση ήξερε, εμείς όχι.
No comments:
Post a Comment