Ζωγράφιζα τη θάλασσα σε ένα χαρτί, ένα καράβι στο βάθος είχε ανοιχτά τα πανιά, κάπου σε ένα κόσμο διαφορετικό, ένας φοιτητής σκεφτόταν το κορίτσι που αγαπά, μια ταξιθέτρια στέγνωνε και σιδέρωνε τη στολή της, μια έγκυος έχανε το φως της, ένας νέος άντρας εργαζόταν υπερωρίες, ένας μετανάστης είχε τη νύχτα εφιάλτες από τον πόλεμο που έζησε, ένα παιδί μικρό παρακαλούσε για λίγο φαγητό, ένας γέρος καρδιοχτυπούσε από φόβο για το θάνατο, μια γυναίκα ετοίμαζε τη βαλίτσα της, ένα κορίτσι νύσταζε από την κούραση και δεν έβλεπε την ώρα να πάει στο σπίτι και να κοιμηθεί κι εμένα μου έλειπε η ορμή της κι ο τρόπος που κολυμπούσα μέσα στα νερά της. Ενώ ζωγράφιζα, τυχαία πέρασες από εκεί, απλώθηκες πλάι στο κύμα προσεκτικά για να μη βραχείς κι εγώ άκουγα κι άκουγα την κοσμοθεωρία σου κι ένιωσα πως δεν υπήρχε τρόπος διαφυγής, καθώς ακουμπούσες με το δείκτη του δεξιού σου χεριού, το βαμμένο άψογα βλέφαρο σου ενώ μιλούσες, παρατηρούσα τον τρόπο που άνοιγες κι έκλεινες το στόμα σου, τα κατακόκκινα σου χείλη κι όπως ήμουν έτσι ήδη λαμπερή εξαιτίας της παρουσίας σου, δίπλωσα τη ζωγραφιά δυό φορές στη μέση, έβαλα το πινέλο σε ένα ποτήρι νερό, κι έτσι όπως έγινε η θάλασσα ένα τετράγωνο μικρή, την τσαλάκωσα και σε έκρυψα στην ζεστή μου τσέπη, σαν από πάντα να (μην) μ ενδιέφερες.

No comments:
Post a Comment