Είναι στιγμές που δεν περιγράφονται με λέξειςπου τα μάτια δε τολμούν να κοιτάξουν,άλλα κομμάτια του κορμιού έχουν τον λόγο...O έρωτας εκείνο το βραδάκι,είχε φωλιάσει ανάμεσα στα σαραντάχρονα μωβ βλέφαρα.Καθόταν σε μία από τις πολλές καρέκλες που βρίσκονταν γύρω από το τραπέζι συγκέντρωσης, σε μία μεγάλη αίθουσα με θέα στα βόρεια της πόλης,κι έπαιζε με ένα στυλό.
Εκείνος,άγνωστος,ήρθε και κάθισε δίπλα της,ίσως πάλι εκείνη,ποιός ξέρει,διάλεξε εξ αρχής την συγκεκριμένη κενή θέση κοντά του!
Αυτός,κρυβόταν σ ένα μακρύ παλτό κονσερβοκούτι,μαύρο ή σκούρο μπλέ,μικρή είχε σημασία.
Αυτή κρυβόταν μέσα σ ένα κατακόκκινο μπουφάν, είχε τα μαλλιά ριγμένα στο πρόσωπο και πάντα την αίσθηση πως κουβαλά τον έρωτα ραμμένο κρυφά στο στρίφωμα της φούστας της,ή κάπου στην αριστερή τσέπη,οπωσδήποτε όχι στην δεξιά,εκεί κατοικούσαν μονάχα η σκέψη,η περισυλλογή κι η λογική!
Έπιασαν την συζήτηση,η μία κουβέντα έφερε την άλλη,αρκετά μεγάλη γιά τα λίγα λεπτά που γνωρίζονταν όμως επαρκής γιά να παρατηρήσει πως
α) ήταν όμορφος
β) είχε προσωπικότητα
γ) ήταν ευτυχισμένη που βρισκόταν εκείνη τη στιγμή μαζί του
δ) στο αριστερό του χέρι φεγγοβολούσε ένα ολόχρυσο δαχτυλίδι αρραβώνα.
Τους χώριζαν γύρω στα είκοσι με τριάντα εκατοστά.
Λίγα γιά να σταματήσουν το ρίγος και την ερωτική αύρα που της μετέδιδε σταδιακά.
Λίγα γιά να νοιώθει πως σχεδόν την άγγιζε,πως το χέρι του είχε πλησιάσει επικίνδυνα το δικό της!
Λίγα γιά να νοιώθει πως σχεδόν τον άγγιζε,πως είχε διαπεράσει παλτό,σακάκι,γραβάτα,πουκάμισο κι ακουμπούσε το δέρμα του κι ας ήταν σε απόσταση.
Φοβήθηκε,κράτησε στη φούχτα τους παλμούς της,και απομάκρυνε το βλέμμα με σκοπό να αποφύγει το άμεσο κοίταγμα και το πέτυχε.Συγκεντρώθηκε αλλού,σε κάτι που της ήταν αδιάφορο κι ουδέτερο αλλά βολικό. Κι από τη άλλη μετρούσε το βλέμμα του, το ξεσκάλιζε, είχε ακούσει πως η χημεία είναι κοινά αναγνωρίσιμη κι από τους δύο πόλους.Ήταν δυνατόν να το ένοιωθε μόνο αυτή;
-Κι αν; αναρωτήθηκε κι ο φόβος της την τσίμπησε στις ρόγες του στήθους.
-Ό,τι..ό,τι γίνει αποκρινόταν!
Παπαρούνες τα μάγουλα της κι η ζήλεια να την τσιμπάει διπλά και τριπλά,σαν έπαυε να της δίνει τη ίδια προσοχή,να στήνει αυτί στο κτύπημα του κινητού του,σαν τέλειωσε ο χρόνος κι έπρεπε να πουν αντίο.
-Ένα..δύο..τρία..τέσσερα..εννιά..Ξύπνησε.Θυμήθηκε.
Ήταν σ ένα καταπράσινο λιβάδι πνιγμένο στην ευτυχία και λουσμένο στο φως.
Κι εκεί ζούσε μόνο με τον τρόπο που αυτή ήθελε.
Τον κοίταξε..ήθελε να τον αγκαλιάσει και να τον φιλήσει μα της φάνηκε πως δεν έβλεπε την ώρα να φύγει.
Του ευχήθηκε Καλά Χριστούγενα με βιασύνη περισσότερη από όσο θα έπρεπε.
Και μετά τίποτα.
Άρπαξε το μπουφάν της στα χέρια.
Σχεδόν κατρακυλούσε φεύγοντας τις σκάλες,και πίσω της έτρεχαν κι οι δυό,η σκιά της κι εκείνος ο έρωτας να κρέμεται από τις ξηλωμένες ραφές της φούστας της.
υ.γ.αναρωτιέμαι εάν κάποια πράγματα συμβαίνουν μέσα μας πραγματικά,ή τα κάνουμε να συμβαίνουν,αν ουσιαστικά φαντασιωνόμαστε τα ίδια μας τα συναισθήματα επειδή τα έχουμε απολυτη ανάγκη ή αν πραγματικά σημεία του κορμιού έχουν τον απόλυτο έλεγχο και το πάνω χέρι στις εκάστοτε στιγμές μας!