Γιά να νοιώσει τις εποχές, χρησιμοποιούσε όλα τα αισθητήρια όργανα.
Πρώτα πρώτα το φως, το φως που έπαιζε με τις σκιές σ αυτό το βρωμιάρικο κελί της.
Καλοκαίρια την χάιδευε σαν εραστής, χειμώνες την βύθιζε σ ένα ελαφρύ σκοτάδι.
Την βροχή, την βροχή την άκουγε να γλυστράει με δύναμη, από τα ακρόστεγα στο λούκι κι από κει στο χώμα, κι αυτό να ρουφάει με λύσσα το νερό.
Οι αστραπές βίαζαν το μικροσκοπικό παράθυρο, και φώτιζαν το δωμάτιο γιά μιά στιγμή, κι ύστερα γιά μιά άλλη.
Να τώρα σταμάτησε, σκεφτόταν, σκεφτόταν και περίμενε.
Κι ύστερα ερχόταν ο παφλασμός. Σα κύμα που σκάει σε βράχο. Τόσα χρόνια τώρα πίστευε πως εκεί γύρω πρέπει να είχε θάλασσα. Ποτέ δεν την είδε. Την μύριζε. Φύκι κι αλμύρα όταν φύσαγε νοτιάς.
Με το νου της έπλαθε εικόνες, θα έχουν πέσει σίγουρα τα φύλλα των δέντρων, ή η γη θα ανθίζει, ένα αυτοκίνητο σταματάει, ένας κήπος, μιά πόρτα, ένα μαχαίρι, όταν το σκεφτόταν αυτό σφάλιζε με δύναμη τα μάτια της ποιός ξέρει γιατί.
Αρνήθηκε να εξηγηθεί. Απαξίωσε να εξηγήσει, ούτε τότε στο δικαστήριο, ούτε καν στον εαυτό της καιρό μετά. Καμμιά αθωότητα δεν υπερασπίστηκε. Καμμία ενοχή δεν παραδέχτηκε.
Τσιγάρο στην αυλή. Τις τελευταίες μέρες έβλεπε βαρύ το χιόνι στο θολωτό από πάνω της. Παφ και νιφάδα. Παφ και νιφάδα! Άντε και καμμιά κουβέντα με τις υπόλοιπες, ξέρεις από αυτές τις ελαφριές της φυλακής.
Σήμερα την ξύπνησαν πρωί.
Έγινε δεκτή η αίτηση χάριτος.
Σηκώθηκε και έβγαλε από μιά τσάντα, χωμένη βαθιά στην κοιλιά του κρεββατιού, ένα σορτσάκι και μία μπλούζα, κοντομάνικη.
Μ αυτά την είχαν φέρει, μ αυτά θα έφευγε.
Τα φόρεσε, την πήρε παραμάσχαλα και βγήκε έξω. Άδειο το προαύλιο. Ούτε που την περίμενε κανείς, ούτε που περίμενε κανέναν. Πόνεσαν τα μάτια της από το απότομο φως.
Γρήγορα την τύλιξε το χιόνι.
Με πρόσωπο κενό, κλειδωμένο και βήματα αργά, έψαξε την θάλασσα.
Τη θάλασσα δεκατέσσερα χρόνια είχα να τη δω
υποθέτω πως έτσι ξαναγεννιέται κανείς
ανοίγοντας τον εαυτό του μοιρογνωμόνιο του ορίζοντα
σε μιαν ανείπωτη αγκαλιά
για τη μητέρα του κόσμου, τη θάλασσα
Έβγαλε τις κάλτσες της και βούλιαζε μιά στο νερό και μιά στο χιόνι.
Κι έπειτα θυμήθηκε αυτό που καιρό φοβόταν. Εκείνη τη φωτογραφία, την παλιοκαιρισμένη και σκισμένη, που έκρυβε στα σωθικά της τσάντας της. Έχωσε το χέρι, ψαχούλεψε, την βρήκε και την έβγαλε. Δίχως να την κοιτάξει, την κράτησε στην παλάμη της, ώσπου σκεπάστηκε από ένα στρώμα λευκό.
Και μόνο τότε κίνησε να φύγει.
Οι στίχοι, οι σημειωμένοι με μπλε, της Λένας Πλάτωνος