Τις νύχτες τυλίγεται με σεντόνια και όνειρα. Πετάει σε χώρες μακρινές. Ένα διόρωφο σπίτι στο δάσος! Εργάζεται και αμοίβεται. Ο κόσμος ψωνίζει, κάνει ουρά. Γεμίζει ακόμη και το υπόγειο ασφυκτικά! Φύγετε πνίγομαι φωνάζει με φωνή μουγγή, γιατί στον ύπνο οι φωνές δεν βγαίνουν και δεν ακούγονται. Κοιμάται 11.30, ξυπνάει στη 1.00, ξυπνάει στις 3.00 - οριστικά, οπωσδήποτε πριν τις 7.00.
Τις μέρες ένα μικρό αγόρι, είναι δεν είναι πέντε χρονών φτιάχνει φωλιά και κουκουλώνεται μέσα της. Κλαίει. Μουγγά! Πνιχτά! Μονότονα και με διάρκεια. Καμμιά φορά νομίζει πως θα σκάσει. Κυριολεκτικά. Ο άλλος, tτίποτα δεν ρωτάει, δεν επιμένει μόνο στέκεται όρθιος! Στητός! Πλάτες φαρδιές , σκληρός σαν τοίχος. Τον ρωτάει: πάμε; Αμερική; Αυστραλία; του περιγράφει μέρη μακρινά και απίθανα.. λέει.. λέει.. κουράζεται.. λέει για να λέει_
Νωρίς τα πρωινά βάζει στο στόμα της ένα καλαμάκι και ρουφάει θάλασσα. Βάφεται απέραντο γαλάζιο.. πασαλείβεται αντιηλιακό και χαπακώνεται ήλιο. Ιδρώνει, χώνεται σα το δηλητήριο στα μάτια της. Κλαίει! Σκουπίζεται με την άκρη από το βαμβακερό φόρεμα. εκείνος οδηγεί.. εκείνη ακολουθεί και ψάχνει τη ζωή της.. αυτή που απλόχερα, μια μέρα, πριν από πάρα πολύ καιρό, χωρίς να το καλοσκεφτεί, χάρισε.
Ω, πολύ δυνατό κομμάτι...
ReplyDeleteευχαριστω αγραμπελακι <3
Delete