Στην αρχή οι λέξεις έβγαιναν νερό. Πέρασαν μέρες και μέρες γεμάτες γεννήματα και ευφορία. Περνώντας ο καιρός, άρχισαν να κρύβονται. Λίγο λίγο, μετά όλο και περισσότερο. έκανα υπομονή. Που θα πάει έλεγα, ρόδα είναι θα γυρίσει. Κι ο τροχός γύριζε. Οι εποχές έρχονταν και πήγαιναν στο καλό. Η μέρα διαδεχόταν τη νύχτα και τούμπαλιν. Κι οι λέξεις; Οι λέξεις άρχισαν να επιτίθενται. Να δαγκώνουν, να μοιάζουν όλο και πιο βίαιες. Αγρίεψαν, σκλήρηναν, άφησαν αγκάθια τσιμπερά. Κάθε τι που ξεστόμιζα επέστρεφε σε μένα θυμωμένο πολύ. Λυπημένο πολύ. Αδρύ και γεμάτο ακίδες.
Παράλληλα, μια Κυριακή πρωί, κοιτούσαμε μαζί τα σύννεφα που κάναν πατημασιές πάνω από την πόλη. Δεν υπήρχε καλύτερη στιγμή.
Ζήλεψα. Την αύρα μιας γυναίκας εβδομήντα χρονών. Τον τόνο της φωνής της, την κίνηση της, την σπιρτάδα της. Μοιραία συγκρίθηκα μαζί της κι αναρωτήθηκα τι αντίστοιχα δικό μου, κατάδικο μου θα προκαλούσε μια ανάλογη εντύπωση. Όλοι έχουμε αυτό το κάτι τις κι ας μη το γνωρίζουμε. Κι ας πιστεύουμε πως περνάμε απαρατήρητοι. Να όπως ο ''άχρωμος'' στο ομότιτλο βιβλίο του Μουρακάμι. Που είχε την ιδέα που είχε για τον εαυτό του, αλλά ψάχνοντας και ρωτώντας ανακάλυψε με έκπληξη πόσο πολύ ενδιαφέρον είχε για τους φίλους του. Και τους κρυφούς και ανεκπλήρωτους έρωτες που είχε προκαλέσει.