Να σου πω!
Αυτό που λείπει από τις ζωές μας είναι το ''αστείο''.
Ούτε τα παραμύθια για παθιασμένους έρωτες και σύννεφα, ούτε τα λεφτά κι η δυνατότητα να αγοράσεις ή να φύγεις και να ταξιδέψεις. Ούτε οι φίλοι μας λείπουν, είμαστε αγαπημένα άτομα κι έχουμε ένα σωρό. Στη θάλασσα θα πάμε σύντομα, κι οι μέρες του χειμώνα και της άνοιξης έχουν η κάθε μια τη χάρη τους.
Η αιτία που σφίγει την ψυχή μας και την μετατρέπει σε ένα τόσο δα μπερδεμένο κουβαράκι, είναι μία μοναδική. Αδυνατούμε να φορέσουμε κόκκινα γυαλιά, είμαστε ανήμποροι να κοιτάξουμε διαφορετικά. Αφήνουμε την καθημερινότητα να κυριαρχεί ανελέητα στη ζωή μας και να κάνει αυτή αυτό που θέλει. Δεν δίνουμε δικαίωμα στον εαυτό μας να χαλαρώσει, και δεν έχουμε και άδικο. Τόνοι λογικής χυμένοι στους δρόμους και στα πεζοδρόμια. Σωρός τα πρέπει και τα επειδή. Για το καθένα μια σαφής, ξεκάθαρη δικαιολογία. Στρατιώτης ο καθένας στην προσωπική του ζωή, όπλα, στολές στην εντέλεια. Μαύρα ρούχα και χαμόγελα σαπισμένα.
Κυριακή πρωί, πετυχαίνω το σχόλασμα της εκκλησίας. Πάντα απ' έξω κι από μακριά, σαν μια έκφραση που υπήρξε και παρέμεινε ξένη. Συναντώ φίλη παλιά. Βλέμμα μισοσβησμένο, λίγα κιλάκια επιπλέον, ρούχα σκούρα ίσως και κάποια μαύρα δεν προλαβαίνω να κοιτάξω λεπτομέρειες. Την είδα, με είδε, μισοχαμογέλασε.
Την ρώτησα ''είσαι καλά;''
Μου έγνεψε ''καλά''.
Όχι δεν είσαι καλά, σκέφτηκα.. όλο αυτό που βλέπω, που παλιά ήταν η Μαρία, η Μαρία η δασκάλα, που περνούσε έξω από το μαγαζί και άνοιγε την πόρτα κι έλεγε καλημέρα με ένα χαμόγελο πιο μεγάλο κι από τον ήλιο, δεν μπορεί να μετατράπηκε σ αυτό το σκούρο πλάσμα που άκομψα μου έγνεφε ''καλά''.
Αυτό είναι, αυτό ακριβώς, που μας συμβαίνουν τα χίλια μύρια που μετατρέπουν τους λαιμούς μας σε σωλήνες χωρίς διέξοδο. Διέξοδος, παράθυρο, πόρτα οτιδήποτε μπορεί να προσφέρει δυνατές ανάσες.
Γιατί οι ανάσες που χρειαζόμαστε δεν δημιουργούνται από την μια στιγμή στην άλλη. Γιατί χτίζουμε μόνοι μας τους τοίχους μας και μόνοι μας βγάζουμε τα ματάκια μας. Γιατί η ζωή όπως λέει η Α. μοιάζει με ένα τρελλό πάρτυ, ή με ένα τεράστιο λούνα παρκ. Αλλά για να δεις τα φώτα, για να ακούσεις τη μουσική, πρέπει να ανοίξεις τις κουρτίνες. Κι αυτό δεν γίνεται από την μια στιγμή στην άλλη. Ή το 'χεις ή δεν το 'χεις, κι αν δεν το 'χεις πρέπει να ματώσεις τόσο ώστε να το καταφέρεις.
Είναι ωραίο το πηγάδι, παίρνεις την ανεμόσκαλα, κατεβαίνεις στο σκοτεινό βάθος του, συνευρίσκεσαι με τον εαυτό σου και τα προβλήματα σου, μα αυτά δεν αλλάζουν. Τίποτα δεν αλλάζει αν εσύ δεν θελήσεις να δεις και την άλλη πλευρά. Και η άλλη πλευρά, έχει κόκκινα γυαλιά, έχει ανεμελιά, έχει ελαφρότητα, έχει μουσική, έχει φώτα.
Έχει αυτό που λέτε εσείς οι υπόλοιποι για εμάς εδώ στη Θεσσαλονίκη.. έχει ''χαλαρά''.
Γιατί οι εμμονές και τα κολλήματα δεν σε οδηγούν πουθενά.