Τους έδωσε σήμερα, να κρατάνε από ένα σακουλάκι στη δουλειά, με δυό γενναία κομμάτια φανουρόπιτα το καθένα.
-Είναι πολύ νόστιμη είπε ο μικρός, ίσως επειδή είναι διαβασμένη και γέλασε.
Εκείνη, κάποτε μαγείρευε πολύ νόστιμα, πολύ προσεκτικά και με μεγάλη έννοια στη λεπτομέρεια.
Τότε είχε εμάς, έπειτα ήρθαν τα παιδιά μου, τώρα έχει μείνει μόνη της.
Η μαμά της Χ. είναι άρρωστη. Το έμαθα κατά το σύνηθες Κυριακάτικο τηλεφώνημα. Ήταν ένα σοκ και μια βροχή επαναλαμβανομένων, πρόσφατων αναμνήσεων. Ανακάλεσα τις πιό ακραίες στιγμές των δύο τελευταίων χρόνων. Πέρασα από τις ενοχές και έφτασα στον φόβο. Δυό λεπτά μετά το τηλεφώνημα, βγήκα στη βεράντα του σπιτιού μου. Την είδα στο δικό της μπαλκόνι. Ήθελα να τρέξω και να της μιλήσω, να της πω είμαι εδώ, σ' αγαπώ, μαμά μη μου φύγεις ποτέ και να την αναγκάσω να μου πει ναι..ναι..ναι!
Με σταμάτησε ο σκούρος όγκος της, το βραχώδες στήσιμο του σώματος της καθώς κοιτούσα την πλάτης της, άκαμπτη γυναίκα, με έλλειψη χιούμορ και άδολης τρυφερότητας.
Περάσαμε τα όσα περάσαμε τα τελευταία χρόνια κι αντί να είμαστε περισσότερο δεμένοι, εμείς ανεξαρτητοποιηθήκαμε. Ο καθένας μας με το δικό του αχ, με το δικό του φόβο, τις δικές του ενοχές. τα δικά του λάθη. Και την δική του απόσταση από τους υπόλοιπους.
Ίσως κάποιες καταστάσεις φιλάνε τσίλιες για χρόνια, ώστε να εκδηλωθούν την κατάλληλη στιγμή.
Είναι βίαιες, καταλυτικές και οριστικές.
Δεν της μίλησα, δεν γνωρίζω αν συμβεί αυτό ποτέ, είναι τόσα πολλά αυτά μέσα μου, τόσο δα μικρά αλλά πολλά που μου επιβάλλουν να νιώθω κυνική.
υ.γ. βρέχει πολύ, κάπου εδώ τελειώνει άραγε το καλοκαίρι;