Θα μπορούσες να με ξαναγαπήσεις, όταν είμαι πολύ θλιμμένη, όταν οι σκέψεις μου πάνε εκεί που δεν θέλω, όταν παθαίνω κρίσεις πανικού, όταν οι φοβίες μου με υπερβαίνουν και οι παλμοί μου ξεπερνούν τους 100, θα μπορούσες να με λιώσεις με λέξεις και με χάδια και με πράξεις τρυφερές. Μου χρωστάς ακόμη εκείνο το ταξίδι που μου 'ταζες ψιθυρίζοντας ερωτόλογα με την ανάσα σου να ακουμπάει το αυτί μου. Γεράσαμε ποθώντας ο ένας τον άλλον, σπρώχναμε τους εαυτούς μας μέσα στο χρόνο με βία, ποθώντας, πληγώναμε, ξεσκίζαμε τα σωθικά μας για να μας τα ράβουμε ξανά και ξανά από την αρχή με ηδονή. Μας γδέρναμε για να χρησιμοποιούμε τις γλώσσες μας και να γλειφόμαστε, τα αίματα έτρεχαν, τα χέρια μας μας ζύμωναν σαν να ζύμωναν του τελευταίου πρωινού ψωμί, τέλειωναν οι ανάσες μας και τις απαιτούσαμε, εγώ από εσένα κι εσύ από εμένα, είμασταν ο θάνατος και η ζωή μαζί, η θάλασσα και το σύννεφο, η δύση και η ανατολή, το μαύρο και το άσπρο, το καλό και το κακό, είμασταν ένα όνειρο, σε τέλεια, ιδανική ύφανση με την φαντασίωση. Θα μπορούσες να με ξαναγαπήσεις, με τον ίδιο πόθο, μια πανσέληνο του Αυγούστου, ξεχειλισμένη από ολοκλήρωση.
''Ενα φλιτζάνι καφές, ένα τσιγάρο που καπνίζεις και το άρωμά του σε διαπερνά, τα μάτια μισόκλειστα μέσα στο ημίφως του δωματίου... Δεν θέλω τίποτε άλλο από τη ζωή εκτός από τα όνειρά μου και αυτό... Λίγο είναι; Δεν ξέρω. Μήπως ξέρω τι είναι λίγο και τι πολύ;'' Φερνάντο Πεσσόα
Thursday, August 30, 2018
όσο ακόμη είναι αύγουστος
Θα μπορούσες να με ξαναγαπήσεις, όταν είμαι πολύ θλιμμένη, όταν οι σκέψεις μου πάνε εκεί που δεν θέλω, όταν παθαίνω κρίσεις πανικού, όταν οι φοβίες μου με υπερβαίνουν και οι παλμοί μου ξεπερνούν τους 100, θα μπορούσες να με λιώσεις με λέξεις και με χάδια και με πράξεις τρυφερές. Μου χρωστάς ακόμη εκείνο το ταξίδι που μου 'ταζες ψιθυρίζοντας ερωτόλογα με την ανάσα σου να ακουμπάει το αυτί μου. Γεράσαμε ποθώντας ο ένας τον άλλον, σπρώχναμε τους εαυτούς μας μέσα στο χρόνο με βία, ποθώντας, πληγώναμε, ξεσκίζαμε τα σωθικά μας για να μας τα ράβουμε ξανά και ξανά από την αρχή με ηδονή. Μας γδέρναμε για να χρησιμοποιούμε τις γλώσσες μας και να γλειφόμαστε, τα αίματα έτρεχαν, τα χέρια μας μας ζύμωναν σαν να ζύμωναν του τελευταίου πρωινού ψωμί, τέλειωναν οι ανάσες μας και τις απαιτούσαμε, εγώ από εσένα κι εσύ από εμένα, είμασταν ο θάνατος και η ζωή μαζί, η θάλασσα και το σύννεφο, η δύση και η ανατολή, το μαύρο και το άσπρο, το καλό και το κακό, είμασταν ένα όνειρο, σε τέλεια, ιδανική ύφανση με την φαντασίωση. Θα μπορούσες να με ξαναγαπήσεις, με τον ίδιο πόθο, μια πανσέληνο του Αυγούστου, ξεχειλισμένη από ολοκλήρωση.
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
οι συγνώμες
Μια μπουκιά ψωμί από της μαμάς το ζυμωτό, χαλιά που περιμένουν να απλωθούν νωχελικά στο πάτωμα ώστε να προσθέσουν ζεστασιά στις χαμηλές θ...
Υποκλίνομαι....!!!! μία ακόμα φορά....! χωρίς την παραμικρή επιφύλαξη....!
ReplyDeleteΌτι πω παραπάνω θα χαλάσει τη μαγεία των συναισθημάτων και την έκφραση του λόγου σου. Ειλικρινά.
Με κάθε σεβασμό.