Eκείνο το καλοκαίρι, όπως και πολλά ακόμη, κάναμε διακοπές ολόκληρο τον μήνα Ιούλιο, ο Αύγουστος ήταν γιά λίγους, κυρίως εργαζόμενους, άσε που χαλούσε μάνι μάνι ο καιρός, χώρια οι μέδουσες που έκαναν κατάλειψη τα νερά, Ιούλιος λοιπόν κι απογευματάκι.
Δροσιά και βόλτα στη θάλασσα, αφού τα πρωινά κολυμπούσαμε, ψηνόμασταν στον ήλιο, γυρνούσαμε στο σπίτι, μπάνιο, φαγητό, μεσημεριανή ξεκούραση και μετά αυτή η δροσερή βόλτα, με το φως της ημέρας να πέφτει αργά αλλά σταθερά.
-Ωπς! να ένα κοχύλι λέει η συντροφιά μου, η ξαδέρφη της ξαδέρδης μου, δυό τρία χρόνια μεγαλύτερη μου, λίγα μα σημαντικά γιά τις ηλικίες των 14 με 17.
-Να να κι άλλο..και ξαφνικά την βλέπω να γεμίζει τις τσέπες της απ αυτά τα κοχύλια που ήταν στρόγγυλα στη μια άκρη με σχέδια σαν αγκάθια κι ένα μεγαλύτερο σαν πόδι κάθετο, που συνήθως από εκεί το πιάναμε..
-Μα που, που είναι.. έψαχνα κι εγώ η δόλια, μάταια, ούτε ένα δεν κατάφερα να κρατήσω στην χούφτα μου, έτσι έστω σα μικρό τρόπαιο, απόκτημα από την βόλτα μου.
Η Αφρούλα, από το Αφροδίτη, γελούσε ξένοιαστη κι ευχαριστημένη, σα να την αγαπούσε η θάλασσα και της έστελνε μηνύματα με τους θησαυρούς της.
Ζήλευα, ω ναι ζήλευα, κι ας ήταν αγνή η ζήλεια, την Αφρούλα που ήταν μεγαλύτερη, ωριμότερη, που είχε το δικαίωμα μεγαλύτερης ελευθερίας από ότι εγώ, που την εμπιστεύονταν η μητέρα της περισσότερο από όσο εμένα η δική μου, που φορούσε εκείνο το πολύ μοντέρνο μαγιώ, κόκκινο με ψηλά καρώ, κι όχι μόνο, είχε και ασορτί σαμπώ που έκαναν ένα όμορφο θόρυβο όταν περπατούσε τικι τακ τικι τακ !
Είχε μεγαλύτερο αδερφό που εγώ δεν είχα, είχε άποψη που εγώ λόγω ηλικίας δεν είχα και κυρίως γέμιζε τις τσέπες της με κοχύλια που εγώ ούτε να ξεχωρίσω δε μπορούσα μέσα στην άμμο.
Όταν δεν έχεις αδερφό, αχ λες τι καλά να είχα, όταν σου λείπει κάποιος γιά να αγαπάς, ψάχνεις απεγνωσμένα, όταν χάνεις την ικανότητα να περπατάς, λες θεέ μου ας περπατούσα τίποτα άλλο δεν θα μ ένοιαζε, όταν λοιπόν τα έχεις όλα και είσαι μόνο 14, μοναδική επιθυμία σου να ανακαλύπτεις εσύ πρώτη κοχύλια και να τα κρύβεις πολύτιμα στις τσέπες σου.
Εκείνο το καλοκαίρι είχα αποκτήσει και το πρώτο μου ποδήλατο. Μετά από παρακάλια ετών. Του έδινα να καταλάβει. Πάνω κάτω, πάνω κάτω όλη μέρα.
Φυσικά είχε κι η Αφρούλα ποδήλατο. Πιό μεγάλο και πιό φανταχτερό. Κι έτρεχε περισσότερο. Και πάλι εγώ ακολουθούσα.
Και φυσικά το δικό μου ποδήλατο πάθαινε κάθε δυό και τρεις φούιτ. Άντε τρέχα το στο συνεργείο. Κι η Αφρούλα θεά. Ανέγγιχτη από οτιδήποτε κακό.
Εκείνο το καλοκαίρι, όπως κάθε καλοκαίρι βέβαια, ερωτεύτηκα. Το παιδί του σούπερ μάρκετ. Πόσο να ήταν μεγαλύτερος μου; Δέκα; Είκοσι χρόνια;
Αλλά ήταν όμορφος, και γλυκομίλητος. Μωρέ και χωριάτης ήταν αλλά αυτό δε τό ΄βλεπα.
Περνούσα κάθε λίγο από το μαγαζί του και δωσ του χάζι. Και νάζι.
-Μιά μέρα μου λέιι.. εε ψιτ έλα εδω!
Εμένα τι με θέλετε, κοπήκαν χέρια, κοπήκαν πόδια αλλά πήγα. Στάθηκα μπροστά του, κι έτσι όπως ήταν πολύ ψιλότερος μου τον κοιτούσα και περίμενα. Τι δεν ξέρω. Το μόνο που ξέρω, ήταν πως έφυγα και γύρισα με μία κούτα τσιγάρα, γιατι αυτό ήθελε. Και του έτα δωσα με μιά Ικανοποίηση, έτσι που μου δώθηκε η ευκαιρία να του δείξω την αξία μου. Από τότε δεν του ξαναμίλησα, ούτε κι αυτός εμένα. Το επόμενο καλοκαίρι έμαθα πως παντρεύτηκε. Καλά να πάθει σκέφτηκα!
Εκείνο το καλοκαίρι, η μαμά μου με είχε στα ώπα ώπα, όπερ σημαίνει, κάθε βραδάκι, είχα ένα ολόδικο μου πιάτο με τηγανητές πατάτες.
Έλα όμως που εγώ έβαζα το βεραμάν φορεματάκι μου, με τα ατέλειωτα κουμπιά στην πλάτη, σα παραπλανητική ζώνη αγνότητας έμοιαζε τώρα που το σκέφτομαι, μα ήταν ρομαντικό και μου άρεσε, πήγαινα γιά βόλτα και τελειωμό δεν είχα. Κι αυτή γιά να με ξεκολήσει, μόλις οι δείκτες ακουμπούσαν 10.30, ερχόταν και μου φώναζε..
Άντε Στελίτσα έτοιμες οι πατατούλες σου, και να τα γέλια από την παρέα. Εμένα τι με θες. Που ούτε μου άρεσε αλλά ούτε και μπορούσα να πω όχι. Με βαριά καρδιά έφευγα.
Ορίστε, η μαμά της Αφροδίτης ποτέ μα ποτέ δεν την είχε προσβάλει έτσι.
Τι διάλο μόνο σ εμένα συνέβαιναν όλα αυτά;
Από εκείνο το καλοκαίρι, όποτε έτυχε να συναντήσω την Αφροδίτη, συνήθως σε τυπικές συγκεντρώσεις, γάμους κλπ έκανα πως δε την γνώριζα.
Επιλεκτική μνήμη δεν έχω άλλωστε; Τι;
Ουφφφ!!